Όταν άκουσα για πρώτη φορά το όνοµα και στη συνέχεια γνώρισα το έργο της Αλεξίας Χατζηπαρασίδου, µου δηµιούργησε αµέσως την εικόνα ενός προσώπου που µπορεί να εµπνεύσει και να συγκινήσει. Όταν, όµως, ήρθε η στιγµή να τη συναντήσω από κοντά, το προαίσθηµά µου επιβεβαιώθηκε. Μια γυναίκα που εντυπωσιάζει µε την αυθεντικότητά της, την προσήλωση σ’ αυτό που κάνει και την αγάπη της για τον ίδιο τον άνθρωπο. Μια δυναµική παρουσία, που το πρώτο πράγµα που έκανε παίρνοντας θέση απέναντί µου ήταν να µου δείξει τη φωτογραφία ενός µωρού, την οποία µόλις είχε µοιραστεί µαζί της µια ασθενής της. Το βλέµµα της άστραφτε καθώς µου εκµυστηρευόταν ότι αυτή είναι η µεγαλύτερη αξίωση του επαγγέλµατός της. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι έχω αυτό που χρειάζεται για το θέµα µου: µια χαρισµατική προσωπικότητα, που µπορεί ν’ αποτελέσει έµπνευση, όχι µόνο εξαιτίας της επαγγελµατικής της ταυτότητας, αλλά λόγω της ανάγκης της να προσφέρει πραγµατικά, σαν µητέρα προς τις δύο της κόρες, στην οµάδα και στους ασθενείς της, διαµορφώνοντας εκ νέου τη -µέχρι τώρα- απρόσωπη επιστηµονική κοινότητα.
Γεννηµένη στη Σουηδία από έλληνες γονείς, περιγράφει τα πρώτα της χρόνια στη σκανδιναβική πρωτεύουσα ως συναρπαστικά. Όταν στα 8 της αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, ήταν λογικό να της κακοφανεί το γεγονός ότι έπρεπε να προσαρµοστεί για ένα χρόνο σ’ ένα τριθέσιο δηµοτικό στην Αλεξάνδρεια Ηµαθίας, χωρίς καν να γνωρίζει καλά τη γλώσσα κι από κει στη Βέροια µέχρι να γίνει φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα από µια σύντοµη περιπέτεια υγείας που αντιµετώπισε στο γυµνάσιο, επέστρεψε δυναµικά, ως απουσιολόγος. Η ίδια ήταν µαθηµένη να γυρνάει κάθε δυσκολία προς όφελός της. Μετέπειτα σπούδασε βιολόγος και πλέον είναι µια λαµπρή επιστήµονας µε διεθνή αναγνώριση. Έχοντας µεγάλη αδυναµία στην οικογένειά της και τοποθετώντας τη φιλία στις πρωταρχικές για εκείνη σχέσεις, η ίδια αποκτά όλο και µεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς ξετυλίγει την πορεία της µπροστά µου.
THE BEGINNING
Μ’ εξιτάρει η αφοσίωσή της στο αντικείμενό της, γι’ αυτό και αρχικά θέλω να μάθω το πώς οδηγήθηκε σ’ αυτό. «Στην εξωσωματική γονιμοποίηση βρέθηκα στο πλαίσιο της στηµονικού θαύµατος και της τεράστιας βιοηθικής κατακραυγής, αφού το “θαύµα” της ζωής έφευγε από τα χέρια του Θεού και περνούσε στα χέρια των επιστηµόνων. Άρχισα να διαβάζω στο µικρό εργαστηριάκι εξωσωµατικής του Ιπποκράτειου Νοσοκοµείου, οτιδήποτε υπήρχε σχετικό µ’ αυτήν την επιστήµη. Σιγά σιγά διαµορφώθηκα ως κλινικός εµβρυολόγος. Ώρες και µέρες συνεχόµενης δουλειάς. Θυµάµαι πήγαινα σπίτι µόνο για ύπνο». Αµέσως κατανοώ ότι πρόκειται για µια σχέση ζωής, που όταν -όπως χαρακτηριστικά µού λέει η ίδια- αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για δύο χρόνια, της στοίχισε. «Ένιωθα ορφανή. ∆εν ένιωσα ότι µπορώ να υπηρετήσω κάτι άλλο».
PEOPLE AT FIRST SIGHT
Όταν τη ρωτάω πώς είναι να δίνεις ελπίδα σ’ έναν άνθρωπο για κάτι που γνωρίζεις ότι επιθυµεί πολύ, εκείνη -χωρίς να διστάζει- µου απαντά: «Μεγάλη ευθύνη. Παρόλο που η επιστήµη έχει προοδεύσει, ένα πράγµα παραµένει ίδιο. ∆υστυχώς, δεν έχουµε φτάσει σ’ ένα επίπεδο να λέµε: “Σίγουρα θα µείνεις έγκυος”. Άρα, όλοι κουβαλάµε αυτήν την αβεβαιότητα, παρά την προσπάθειά µας. Είναι µια διαδροµή που εξελίσσει κι εµένα και κυρίως το ζευγάρι».
Περνώντας τη συζήτησή µας στο σήµερα, καταλήγουµε στο ότι η παγκόσµια υγειονοµική κρίση ήταν αυτή που έκανε όλο και νεότερες γυναίκες να επιθυµούν τη δηµιουργία οικογένειας. Η ίδια παρατηρεί πως τον καιρό που απειλείται η ζωή, όλο και περισσότερος κόσµος νιώθει την ανάγκη να την «αγκαλιάσει»: «Με χαροποιεί που πλέον βλέπω και νεαρές γυναίκες, ηλικίας 32-33 ετών, να θέλουν να γίνουν µητέρες και να αισθάνονται ότι έχουν αργήσει. Αυτό µου δείχνει ότι πια έχουν αποκτήσει ενσυναίσθηση. Η αλήθεια είναι ότι, όταν µια γυναίκα επιχειρήσει να κάνει παιδί µετά τα 36 έτη της, η πιθανότητα να χρειαστεί να κάνει εξωσωµατική γονιµοποίηση είναι µεγάλη».
Κάπου εκεί τη ρωτώ αν πλέον θεωρείται ταµπού στην Ελλάδα η κατάψυξη ωαρίων. «Όλο και λιγότερο», µου επισηµαίνει. «Μετατρέπεται σε ανάγκη. Είναι µύθος να πιστεύουµε ότι η γονιµότητα παραµένει αναλλοίωτη στον χρόνο είτε είµαι άντρας είτε γυναίκα. Κι ότι όποτε τη θέλω, θα την επικαλεστώ. Οι ηλικίες καλής ποιότητας ωαρίων είναι από τα 25 µέχρι τα 33 έτη. Είναι υπέροχο εµείς οι γυναίκες να έχουµε την επιλογή του πότε θα αποκτήσουµε τα παιδιά µας!»
MOTHERHOOD MATTERS
Για την ίδια, η µητρότητα µπήκε στη ζωή της στα 29 της χρόνια. Πλέον, ως µια δυναµική µητέρα δύο ανεξάρτητων κοριτσιών, µπορεί µε σιγουριά να πει πως η επαγγελµατική της επιτυχία δεν της στάθηκε ποτέ εµπόδιο. «Η εξέλιξή µου µού έδωσε δύναµη και αυτοπεποίθηση για να κάνω ακόµη περισσότερα πράγµατα. Υπηρετώ τη µητρότητα. ∆ε θα µπορούσα να είµαι καλά, εάν δεν είχα τις κόρες µου. Ίσως αυτό προέκυψε από το γεγονός ότι κάνοντας αυτήν τη δουλειά δεν το θεώρησα ποτέ δεδοµένο, αλλά απίστευτη ευλογία».
SUCCESS STORY
Ως γυναίκα που διαπρέπει σ’ έναν ανδροκρατούμενο -σχετικά- χώρο, αυτόν της επιστήμης, αναρωτιέμαι εάν έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες. «Κάποια στιγμή χρειάστηκε ν’ αποχωρήσω από τη δουλειά που υπηρετούσα με πολλή αφοσίωση. Έφυγα χωρίς να ξέρω αν θα επιστρέψω στον χώρο της κλινικής εμβρυολογίας. Οι άξονες στους οποίους ήμουν πάντα αφοσιωμένη ήταν τα ζευγάρια που χρειάζονταν τη φροντίδα μου, η επιστήμη και η οικογένειά μου. Για δύο χρόνια και παρόλο που μου έλειπε τόσο πολύ η Εμβρυολογία, χάρηκα τα παιδιά και τους δικούς μου, διάβασα και εξέλιξα τις γνώσεις μου».
Όπως μαρτυρά, η απόφαση να επιστρέψει δεν ήταν κάτι εύκολο, αλλά αποτέλεσε μονόδρομο. «Κάποια στιγμή, άρχισε να φυτρώνει μέσα μου ο σπόρος τού να δημιουργήσω μια Μονάδα Εξωσωματικής από την αρχή. Με φόβιζε η ιδέα, καθώς ο χώρος ήταν ανδροκρατούμενος. Το είδα σαν καθήκον. Με βοήθησε μια συζήτηση με την οικογένειά μου. Κατανόησαν απόλυτα αυτή μου την ανάγκη αλλά και τον φόβο μου μήπως αποτύχω. Μου είπαν: “Και τι έγινε! Κάντο να φύγει από μέσα σου κι ας αποτύχεις”. Αυτό με ξεκλείδωσε, ήθελα να το τολμήσω, για να μπορέσω να δω το αύριο. Κι έτσι αποφάσισα να δημιουργήσω το Embryolab. Ξεκίνησα έχοντας στο μυαλό μου απ΄ την αρχή, το σενάριο της αποτυχίας. Φυσικά, είχα στο πλευρό μου τον σύζυγό μου, που με στηρίζει πάντα απεριόριστα. Στη συνέχεια, είχα την τύχη να γνωρίσω τον κύριο Νίκο Χριστοφορίδη, ο οποίος είναι ιδρυτικό μέλος της Μονάδας και πολύ σημαντικός συνεργάτης ζωής. Οι τρεις μας ξεκινήσαμε να διαμορφώνουμε αυτό που σήμερα εξελίχθηκε στο Embryolab, μια Μονάδα πρότυπο με διεθνή αναγνώριση. Αυτό που καταφέραμε ήταν να δημιουργήσουμε ένα επίπεδο φροντίδας που διαμορφώνει μια εμπειρία. Εκεί ήταν που “παντρεύτηκε” το επιχειρηματικό μου background με την επιστήμη. Ούσα γυναίκα, θέλησα να μετατρέψω τη θεραπεία εξωσωματικής του κάθε ζευγαριού σε όσο πιο θετική εμπειρία γίνεται. Πάντα προσπαθούσα να βάζω τον εαυτό μου στη θέση της καθεμιάς. Για εμάς, έμπνευση είναι ο αγώνας του ασθενή. Αυτόν αγαπάμε και αποτελεί το όραμά μας. Έτσι, το Embryolab πήγε από τους τρεις εργαζόμενους στους 90 που έχει σήμερα και από τα 200 τ.μ. στα 2.500. Αυτή είναι η πορεία της εξέλιξής του. Η αφετηρία παραμένει πάντα η ίδια, ο άνθρωπος. Σε κάθε θεραπεία είναι «παρόν» αυτό το όραμα. Τελικά, δεν υπηρετείς τον άνθρωπο, μόνο για ν’ αλλάξεις τη δική του ζωή, αλλά και για να εξελίξεις τη δική σου».
Από αυτήν την ανάγκη της σκέφτομαι ότι προέκυψε και η δημιουργία της απόλυτα επιτυχημένης Ακαδημίας που φέρει την υπογραφή της. Ρωτώντας περισσότερα γι’ αυτήν, αναγνώρισα το πραγματικό έργο της: «Καθώς το αντικείμενο του σημερινού εμβρυολόγου εξελίσσεται διαρκώς, η εκπαίδευσή του γίνεται υψίστης σημασίας. Έτσι, ξεκινήσαμε την Embryolab Academy, η οποία πλέον είναι 8 ετών κι έχει ταξιδέψει σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Φέρνει κοντά τους επιστήμονες, τους εκπαιδεύει και προάγει τις πρακτικές τους. Η γνώση και η εμπειρία είναι αγαθά που πρέπει να μοιραζόμαστε για να εξελίξουμε ακόμη περισσότερο τις πρακτικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε όλο τον κόσμο».
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021