Η Μαριλένα Κατρανίδου ανήκει σε εκείνη τη γενιά δημιουργών που αντιμετωπίζουν το θέατρο ως τόπο συνάντησης. Απόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ., την ενδιαφέρει να εξελίσσεται διαρκώς μέσα από τις δουλειές της, με πιο πρόσφατα παραδείγματα το γεγονός ότι διετέλεσε καλλιτεχνική συντονίστρια του κύκλου εργαστηρίων «Μέλισμα» των Εκπαιδευτικών και Κοινωνικών Δράσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ έχει συνεργαστεί ως καθηγήτρια-σκηνοθέτις στο Ωδείο Αθηνών. Ανάμεσα στις σκηνοθετικές της δουλειές ξεχωρίζουν ο «Τόπος Ατελείωτος», μια συμμετοχική μουσική παράσταση με κατοίκους της Βόρειας Εύβοιας, το «Αντιπεπονθός» σε συμπαραγωγή με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης, καθώς και το site-specific «Λατομείο Θάλασσα» στα επιβλητικά μάρμαρα της Τήνου.
Με αφορμή την παράσταση «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο, που παίζεται στο Θέατρο Αμαλία έως τις 21 Δεκεμβρίου, η ίδια μας μιλά για την ιδιαιτερότητα του έργου, καθώς και για τους λόγους που την κάνουν να επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.
Τι ακριβώς πραγματεύεται το έργο και ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα που σε οδήγησε να ασχοληθείς με αυτό;
Πρόκειται για ένα διαχρονικό κι επίκαιρο έργο που ανήκει στην κατηγορία του «Θεάτρου του Παραλόγου», το οποίο ο Ευγένιο Ιονέσκο ξεκίνησε να το γράφει χωρίς να έχει σκοπό να το ολοκληρώσει - ήταν σαν μια άσκηση γι' αυτόν, καθώς εκείνη την περίοδο μάθαινε μια καινούρια γλώσσα. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς μοιάζει σαν να αποτελείται από μικρές αυτοτελείς σκηνές, που στο τέλος συμπλέκονται. Στην ουσία, έχουμε να κάνουμε με μια πολύ απλή ιστορία, που στην πραγματικότητα δε συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει καμία πλοκή. Σαν έχει γραφτεί με όρους πραγματικότητας, σαν είναι «παγιδευμένη» μέσα σε μια δομή ποιήματος. Βλέπουμε ανθρώπους που μιλούν από συνήθεια, που επικοινωνούν μεταξύ τους γιατί αυτό έχουν μάθει να κάνουν και γιατί δεν αντέχουν τη σιωπή, και όλοι μαζί περιμένουν αυτό το «κάτι» που δεν ξέρουν τι είναι. Τα πρόσωπα του Ιονέσκο έχουν μια «αγωνία ύπαρξης», προσπαθούν συνεχώς να είναι ενδιαφέροντα, σαν παραδείγματα σύγχρονων ανθρώπων που τους βλέπουμε να παλεύουν διαρκώς με τα λόγια. Κι εμείς οι ίδιοι, πολλές φορές, γινόμαστε επιφανειακοί: Βρισκόμαστε σε παρέες, συνυπάρχουμε με κόσμο κι έπειτα φεύγουμε συνειδητοποιώντας πως τελικά δεν είπαμε τίποτα ουσιώδες.

Η δική μου επαφή ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, όταν ήμουν ακόμα στο τμήμα Θεάτρου, στο μάθημα Σκηνοθεσίας, με καθηγητή τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Το παρουσίασα ως εργασία εξαμήνου και τελικά η παράσταση ταξίδεψε ανά την Ελλάδα, κάνοντας από νωρίς τη δική της διαδρομή. Τώρα, επιστρέφουμε μετά από μια δεκαετία και με σχεδόν τον ίδιο θίασο εκεί όπου ξεκίνησαν όλα. Και είναι μεγάλη μου χαρά που η παράσταση παίζεται στο ανανεωμένο Θέατρο Αμαλία, παίρνοντας την απόφαση για να ανέβει μαζί με τον επί χρόνια συνεργάτη και φίλο μου, Νίκο Μαυράκη.

Γιατί κάποιος δεν πρέπει να χάσει αυτήν την παράσταση; Τι είναι αυτό που θέλεις περισσότερο να κρατήσει το κοινό φεύγοντας;
Γιατί όσες ερμηνείες κι αν προσπαθούμε να αποδώσουμε για την πραγματικότητα, πάντα παραμένει ένα κομμάτι παράλογο και αδιατύπωτο. Δεν μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε όλα - κάποια πράγματα απλώς συμβαίνουν και κάποιοι άνθρωποι επιμένουν στην ακραία λογική τους. Η πρωτότυπη σκηνοθεσία της παράστασης και η ιδιαίτερη γραφή της, την καθιστούν τόσο ενδιαφέρουσα - έχει μέσα της ένα κομμάτι πραγματικότητας και ρίσκου, που κάθε φορά το κοινό την αντιλαμβάνεται διαφορετικά, ο ίδιος ο θεατής επιλέγει να την αφηγηθεί με τον δικό του τρόπο.
Ποια είναι η αγαπημένη σου γειτονιά στη Θεσσαλονίκη;
Παρόλο που δε ζω πια εδώ, καθώς λόγω της δουλειάς βρίσκομαι πλέον στην Αθήνα, επιστρέφω συνεχώς στην πόλη ακόμα και για επαγγελματικούς σκοπούς. Η αγαπημένη μου γειτονιά -έχοντας αλλάξει πολλές μέσα στα χρόνια- βρίσκεται κοντά στο Τσινάρι, όπως επίσης λατρεύω και όλα τα στενάκια της Άνω Πόλης.

Tι είναι αυτό που κάνει την πόλη τόσο ξεχωριστή στην καρδιά σου;
Η Θεσσαλονίκη δεν είναι αυτό που φαίνεται! Κάθε φορά που επιστρέφω, αισθάνομαι μια φοβερή οικειότητα, όμως μετά από μερικές ημέρες με κάποιον τρόπο ασφυκτιώ. Με χαροποιεί, ωστόσο, το γεγονός πως πολλές φορές η στασιμότητα που επικρατεί ανατρέπεται. Βλέπω μια εξέλιξη που κάνει την πόλη να ανθίζει και, κυρίως, μια προσπάθεια από τους ανθρώπους της να την αναβαθμίσουν.
Πού διασκεδάζεις και πού τρως εδώ;
Είναι πολλά τα στέκια μου! Κάποια από τα αγαπημένα μου είναι η Ηλιόπετρα, ο Οινοχόος, η Άλγη, το Σέμπρικο, ο Κοσμάς και το καφενείο Πύργος. Για καφέ και φαγητό τώρα, θα με βρει κανείς στο Cafe Baraka στην Πλατεία Ναυρίνου που μοιάζει σαν να είναι βγαλμένο από καρτ ποστάλ, στο Στόρι και σε όλα τα spots στην Ολύμπου και γύρω από αυτήν.



Πού έχεις ζήσει τα καλύτερα parties;
Σίγουρα στα parties του Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Αποθήκη Γ' και σε πολλά στέκια που πλέον έχουν κλείσει, μεταξύ των οποίων είναι το COO Cafe|Bar στη Βασιλέως Ηρακλείου και τα Άπειρα Μόρια στη Μοδιάνο.
Μια προσωπική σου ιστορία στην πόλη που ποτέ δεν έχεις μοιραστεί;
Θυμάμαι να είμαι εντελώς χαμένη στις σκέψεις μου, περπατώντας στην πόλη. Χωρίς να ξέρω πού θέλω να πάω, αποφάσισα να ακολουθήσω μια γάτα, η οποία με ανέβασε μέχρι την Άνω Πόλη κι έπειτα στα Κάστρα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα τόσο ελεύθερη, που δεν έκανα εγώ τις επιλογές, ακολουθώντας μια διαδρομή στην ίδια μου την πόλη που από μόνη μου ποτέ δε θα επέλεγα.
Ένας χώρος Τέχνης που ξεχωρίζεις εδώ;
Έχει ανοίξει ένας τέλειος χώρος, το Transcendance, ένας αγωγός Τέχνης, στον αριθμό 4 της Πολυξένης Αντωνίου. Φιλοξενεί διάφορα εργαστήρια, μουσικά φεστιβάλ και διάφορα άλλα δημιουργικά projects. Και φυσικά, το Θέατρο Αμαλία που έχει περάσει στη νέα εποχή του.


Πού θα ξεναγούσες έναν γνωστό σου από άλλη πόλη;
Θα κάναμε μια ωραία βόλτα στην παραλία κι έπειτα θα ανηφορίζαμε τη Ναυαρίνου με προορισμό τα Κάστρα. Μετά, θα κατεβαίναμε κυκλικά ώστε να φτάσουμε στην Αριστοτέλους. Φυσικά, τα μνημεία της πόλης θα ήταν οι ενδιάμεσες στάσεις μας.
Το πιο ενδιαφέρον fact που έχεις ακούσει για τη Θεσσαλονίκη;
Είχα διαβάσει ότι ο αρχιτέκτονας της πόλης, Ερνέστ Εμπράρ, σχεδίασε τους δρόμους της με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται από παντού το φεγγάρι. Κι όντως, το έχω διαπιστώσει κι εγώ η ίδια στην ωραιότερη ξενάγηση που έχω κάνει σε φίλους μου ένα βράδυ με πανσέληνο. Μαγικό!
Δεν πρέπει να φύγει κανείς από τη Θεσσαλονίκη, αν δε δοκιμάσει…
Τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές, μελομακάρονα από τη Ζάχαρη.
Αν η Θεσσαλονίκη ήταν ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι, θα είχε τίτλο…
"Only lovers left alive"


Ένας άνθρωπος που με τον τρόπο του έχει αλλάξει τα δεδομένα στην πόλη;
Η αλήθεια είναι πως θαυμάζω τη δουλειά του εικαστικού Νίκου Ιωσήφ. Δεν έχει τύχει να τον γνωρίσω, αλλά πραγματικά πιστεύω πως η δουλειά του επηρεάζει την αισθητική αυτής της πόλης.
Χειμωνιάτικο πρωινό Κυριακής στη Θεσσαλονίκη… Πού επιλέγεις να το περάσεις;
Περπάτημα στη Νέα Παραλία έως τον Ναυτικό Όμιλο, με στάση εκεί για να παρατηρώ τους ανθρώπους -κάποιους να αρματώνουν τα ιστιοπλοϊκά και άλλους να παίζουν τένις- , ακούγοντας τους γλάρους.
Η δική σου Θεσσαλονίκη με μία λέξη…
«Μικροαπέραντη», έχοντας στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη εικόνα: Τα παιδάκια που ανοίγουν τα χέρια τους στον μέγιστο βαθμό που μπορούν, λέγοντας σε κάποιον «τόσο πολύ σε αγαπώ». Στην πραγματικότητα, η αγάπη τους ξεπερνά τα όρια του μεγέθους που δείχνουν - είναι απέραντη. Έτσι νιώθω κι εγώ γι' αυτήν την πόλη.
Κεντρική φωτογραφία: Αndrea Morgillo
