Η Ελένη Σκάρπου αποφοίτησε από το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ. Από τότε αρθρογραφεί, κάνει ραδιόφωνο και παραγωγή σε ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ εμπλέκεται και με την επικοινωνία μεγάλων εκδηλώσεων και φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Έχει συνδεθεί ραδιοφωνικά ως παραγωγός με τον Μύθο 93.4, τον 89 Rainbow και κυρίως με τον 1055 Rock ενώ έχει συνεργαστεί, ως συντάκτρια, με το thinkfree.gr, το praximag.gr, το thestival.gr, το «Ζω στη Θεσσαλονίκη» -ένθετο στα «Νέα» του Σαββάτου. Τα προηγούμενα χρόνια έχει συνεργαστεί με τηλεοπτικές εκπομπές, όπως το «Βινύλιο», το «Ένα Τραπέζι Ελλάδα» και το «Σεφ στον Αέρα» στον ΣΚΑΙ, την «Η Κουζίνα της Μαμάς» στον ALPHA και το «Οξυγόνο» στην ΕΡΤ3, ενώ έχει στο ενεργητικό της δύο ταινίες μεγάλου μήκους (ως οργάνωση – εκτέλεση παραγωγή), τις «Πολιορκία» και «Έξοδος 1826» του Βασίλη Τσικάρα. Τέλος, πρόσφατα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «40 Δαγκωμένες Αλήθειες».
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αγιά, ένα χωριό ορεινό, 7 χιλιόμετρα μακριά από την Πάργα, με τη θάλασσα όμως σχεδόν στα πόδια. Στη γειτονιά μου παίζαμε στις αυλές και τα χώματα. Η απόλυτη παιδική ελευθερία. Κι έπειτα η απόλυτη εφηβική ελευθερία... μηχανάκι, βόλτες, σχολικές τρέλες, έντονα συναισθήματα και πολλή αγωνία για το μετά. Οι αγαπημένες μου γωνιές; Η Κάστα και το Σαρακήνικο όπου έμαθα κολύμπι, το Κάστρο του Τρικόρφου στο διπλανό χωριό την Ανθούσα με θέα όλο τον Βάλτο και το Ιόνιο να μην τερματίζει πουθενά. Εκεί άφησα τα περισσότερα εσωτερικά «ουρλιαχτά» μου στα δύσκολα, μέχρι και τα 18 μου.
Μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη το 2002 για να σπουδάσω Δημοσιογραφία και ΜΜΕ στο ΑΠΘ. Επέλεξα αυτή την πόλη ενστικτωδώς. Δεν την είχα επισκεφθεί ποτέ, αλλά ήθελα πολύ να την γνωρίσω και αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Έκτοτε την «εγκατέλειψα» για μόνο δύο χρόνια για να δοκιμάσω τι γεύση έχει η πρωτεύουσα. Είχα ζήσει όμως πολλά εδώ για να βάλω τέλος. Η σχέση με την πόλη απεδείχθη καρμική, τα στέκια μπόλικα και οι άνθρωποι εδώ αναντικατάστατοι με ένα τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς.
Η Άνω Πόλη είναι η γειτονιά που με κέρδιζε πάντα στη Θεσσαλονίκη κι αν επέλεγα να ζήσω συνειδητά κάπου θα ήταν εκεί. Στα σπιτάκια με τα χρώματα, τα καλοβαλμένα σε σειρά με τις φροντισμένες αυλές και τα πλακόστρωτα, με τα μακρόστενα παραθύρια και τα κουρτινάκια, με την θέα που σου χαρίζει απλόχερα τον ορίζοντα και τις μη αστικές μυρωδιές.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω δασκάλα και μετά αρχιτέκτονας και μετά ψυχολόγος... με μια έντονη κυκλοθυμία –όπως άλλωστε τα περισσότερα παιδιά. Γράφοντας όμως από μικρή, όταν ήρθε η κρίσιμη στιγμή η πρώτη επιλογή ήταν η δημοσιογραφία. Το πρώτο κάστρο έπεσε λοιπόν και έτσι ξεκινά το «κουβάρι». Ραδιόφωνο, παραγωγή σε τηλεοπτικές εκπομπές, τοπική τηλεόραση με το βλέμμα στη διασκέδαση και τον πολιτισμό, εφημερίδα, sites, εκφωνήσεις κι έπειτα επικοινωνία σε φεστιβάλ της πόλης και διάφορες δράσεις. Γενικώς... γράψιμο, γράψιμο, γράψιμο κι ένα τηλέφωνο κρεμασμένο στο αυτί μονίμως!
Πρωτομπήκα στον χώρο της δημοσιογραφίας το 2005 όντας ακόμη φοιτήτρια, εκφωνώντας ειδήσεις στον ραδιοφωνικό σταθμό 1055 Rock, όπου αργότερα έκανα εκπομπές και μέχρι πρόσφατα ήμουν στον αέρα του κάθε βράδυ. Αυτή ήταν λοιπόν και η πρώτη μου δουλειά επισήμως. Το μιντιακό τοπίο τότε ήταν ακόμη ζωηρό, με αρκετές ευκαιρίες, αρκεί να έκανες την αρχή και να είχες υπομονή και επιμονή. Παράλληλα ήρθαν αρκετές νέες εμπειρίες που με μύησαν στον χώρο της τηλεοπτικής παραγωγής με φόντο τα ταξίδια και την γαστρονομία. Ύστερα αποφάσισα ότι θα «κουρνιάσω» στον πολιτισμό και συνδέθηκα άρρηκτα με το www.thinkfree.gr και αργότερα με την Εφημερίδα Δημοκρατία «τυλίγοντας» την πόλη και τους ανθρώπους της σε μια κόλλα χαρτί.
Με το ραδιόφωνο ασχολήθηκα γιατί εμφανίστηκε μπροστά μου πριν απ’ όλα και ήταν τόσο μαγικό για τα δικά μου μάτια και τόσο αυθόρμητα ταιριαστό στη δική μου ψυχοσύνθεση που δεν θα μπορούσα με τίποτα να του αντισταθώ. Ως παραγωγός στην αρχή στον Μύθο 93.4, μετά στον 89 Rainbow και τελικά στον 1055 Rock έζησα πολύ ωραίες στιγμές που θα με ακολουθούν σε όλη μου την ζωή κι ελπίζω να με ωθήσουν και σε άλλα ραδιοφωνικά μονοπάτια. Η ομάδα του 1055 Rock με βοήθησε πολύ όλα τα χρόνια. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μου εκπομπή εκεί τον Σεπτέμβρη του 2012 και την τελευταία μου τον Ιούνιο του 2018. Σε αυτές τις δύο, συμπυκνώνεται όλη μου συναισθηματική σχέση με το ραδιόφωνο, τα λόγια των ακροατών, οι προσωπικές μου αλήθειες. Με βοήθησαν επίσης πολύ ο Γιάννης Κεσσόπουλος (thinkfreegr), η Μαρία Παναγιώτου (εφημερίδα Δημοκρατία) και ο Βασίλης Τσικάρας με τον οποίο έχουμε κάνει ήδη δύο ιστορικές κινηματογραφικές ταινίες («’Εξοδος 1826» και «Πολιορκία») και οδεύουμε για την τρίτη.
Η πρόταση για το «Βινύλιο» ήρθε από ανθρώπους που επέμεναν, ότι πρέπει να το δοκιμάσω και μετά από ένα όμορφο ραντεβού με τον Αντώνη Κανάκη. Από τον Φλεβάρη λοιπόν ως και τον Μάη που μας πέρασε ήμουν στην συντακτική ομάδα της εκπομπής, όπου ζήσαμε πολύ έντονα την προετοιμασία κάθε εκπομπής, με αρκετούς καλεσμένους, πολλές δυσκολίες, αλλά ωραίο αποτέλεσμα. Δεν θα ξεχάσω την σοφία της Μάρως Κοντού και του Διονύση Σαββόπουλου, την γλύκα της Κατερίνας Στανίση και του Γιώργου Μαργαρίτη, την ευγενική φυσιογνωμία του Νίκου Πορτοκάλογλου, του Γιώργου Φλούδα, του Θάνου Ασκητή, την εκπομπή με τους Πυξ Λαξ και εκείνη με τον Γιώργο Νταλάρα, την έρευνα για να βρούμε την πραγματική διαφήμιση με την Λόλα από το Carnation! Γενικά, οι εκπομπές που κάναμε για την παλιά τηλεόραση ήταν από τα πιο δύσκολα project που είχαμε να διαχειριστούμε ως ομάδα. Ήταν πολλές οι εβδομάδες που ψάχναμε τον «Μπόμπο» από την διαφήμιση της Νουνού και τον «Μικρούλη» από την διαφήμιση του Βλάχας, αλλά τελικά η έρευνα δεν απέδωσε τους πολυπόθητους «καρπούς». Το «Βινύλιο» είναι μια εκπομπή που θα ήθελα να υπάρχει στην ελληνική τηλεόραση ακόμη κι αν δεν ήμουν κομμάτι αυτής. Θέλω να πιστεύω ότι το τηλεοπτικό κοινό δεν έχει χάσει ακόμη το common sense του σε σχέση με αυτά που αξίζει να βλέπει στην οθόνη.
Ένα πρότζεκτ ή κατόρθωμά μου για το οποίο νιώθω πραγματικά περήφανη είναι οι «40 Δαγκωμένες Αλήθειες» που φτιάξαμε παρέα με τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Είναι η πρώτη μου ποιητική συλλογή με 40 ποιήματα για τον έρωτα που εκδόθηκε την περασμένη Άνοιξη και μέσα από αυτήν νιώθω ότι έχει εκπληρωθεί –ίσως- η πιο μεγάλη μου επιθυμία από παιδί. Για μένα ο έρωτας είχε πάντα την τιμητική του στο χαρτί και εξακολουθώ να πιστεύω πως θα είναι αυτός που θα ενώνει άπαντες εις τους αιώνες των αιώνων, αμήν. Μακάρι η ποίηση να μπορούσε να πείσει ότι ανήκει σε όλους, ανεξάρτητα από την μόρφωση, την ιδιότητα, την ηλικία, την φιλοσοφία ζωής. Αυτό θα με έκανε πολύ χαρούμενη.
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το εκκλησάκι του Άγιου Νικόλα στην Καλαμαριά στο ύψος της Σοφούλη, όπου με βρήκαν πολλά απογεύματα και πολλά πρωινά να χαζεύω τη θάλασσα, να μαζεύω σκέψεις, κομμάτια, δύναμη. Αντίστοιχη αγάπη έχω και για την αυλή του Οσίου Δαβίδ στην Άνω Πόλη που μου δίνει μια γαλήνη, από εκείνες τις ανέμελες των εφηβικών μου χρόνων και αρκετή έμπνευση όταν πραγματικά τη χρειαζόμουν.
Μπορεί να με συναντήσει κανείς στο «Stones Rock Bar» στα Λαδάδικα για να ακούσω μουσικές με αγαπημένους φίλους, στην αυλή της «Αίγλης» για μοναδικά κοκτέιλ κάτω από γυμνό ουρανό, στην «Ζώγια» της Σβώλου για βιβλίο, τσάι και συμπάθεια, σε καμιά συναυλία όταν η μουσική «λίμπιντο» ξεπερνά την εργασιομανία μου, σε βιβλιοπωλεία να αγοράζω, εκτός από βιβλία, τετράδια και μολύβια.
Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ είναι το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Momus, γιατί έχει πάντα κάτι να αναδείξει με βλέμμα από το μέλλον, καθώς επίσης και το Θέατρο Αυλαία που με ενθουσιάζει ως δομή και αισθητική κάθε φορά που βλέπω μια παράσταση εκεί.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι το «Εσπεράντο» στην Τούμπα με την γουρουνοπούλα να αποτελεί το πιάτο της χρονιάς. Αγαπώ επίσης το «Τουρλού» στην Παπαναστασίου με μεζέδες από τον Ηλία και τη Νικολέττα, βασισμένες σε ελληνικά προϊόντα –τρελαίνομαι για την μοσχαρίσια γλώσσα. Η «Μασσαλία» στο κέντρο, αλλά και στη Νέα Φώκαια Χαλκιδικής, είναι επίσης ένα από τα γαστρονομικά στέκια που επιστρέφω συχνά για την καραμελωμένη πανσέτα και το κεμπάπ κοτόπουλο. Για γλυκό; Μέτα από κάτι χαλαρό στο «Kitchen Bar»... καρδιοχτυπώ για τη lemon pie!
Μια από τις πιο συχνές μου συνήθειες είναι να κάνω στάση για πρωινό στο Spoon, να παίρνω παγωτό με γεύση πάβλοβα και αμαρένα από τον Αλεξούδα της Πυλαίας, να σκαλίζω βινύλια στο ΠΟΠ του Άρη Κουίνογλου στην Κασσάνδρου, να περπατάω τη λαϊκή στο Καπάνι, όπου οι άνθρωποι είναι κεφάτοι, φωνακλάδες και ετοιμοπόλεμοι για φλερτ, να βλέπω ηλιοβασίλεμα από το Villa Luna στο Πανόραμα, να χαζεύω το παιδικό τρενάκι στου Ξαρχάκου, να γράφω όπου με βρει η έμπνευση.
Τώρα που καλοκαίριασε αγαπώ πολύ να βρίσκω χρόνο για κοντινές αποδράσεις γεμάτες αλμύρα, να μειώνω τα «πρέπει» και να αφήνω τα απλά πράγματα να μου δίνουν χαρά, να διαβάζω βιβλία –μαζί μου στη θάλασσα έχω προς το παρόν τα «Γαβγίσματα» του Στάθη Παναγιωτόπουλου για ενέργεια και την «Τέχνη της Αναπνοής» της Έλενας Παπαϊωάννου για χαλάρωση.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει που όλα είναι τόσο εύκολα προσβάσιμα, που μια μέρα χωράει μέσα της πολλές δραστηριότητες, γιατί οι άνθρωποι είναι διαθέσιμοι κι ακούραστοι σχεδόν πάντα, που παθιαζόμαστε ακόμη και με την καλοκαιρινή καταιγίδα, που υπάρχει ακόμη η δυνατότητα για ποιότητα ζωής, που δεν ξεμένεις ποτέ από φαγητό και φίλους.
Στην πόλη θα ήθελα να αλλάξω τον τρόπο που οδηγεί και παρκάρει πολύς κόσμος και σίγουρα δεν είμαι η μόνη, τον τρόπο που υπερηφανεύονται αρκετοί παρά την μετριότητά τους και σίγουρα δεν είμαι η μόνη, τον τρόπο που κατακρίνει κανείς με ευκολία πράγματα για τα οποία δεν έχει ιδέα και σίγουρα δεν είμαι η μόνη.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν... γενναιόδωρη, αγαπησιάρα, ξενύχτισσα!