fbpixel

Search icon
Search
Συζητώντας με την Ελένη Μαρτίνου για το ιστορικό παλαιοπωλείο «Μαρτίνος», τοπόσημο της Αθήνας για πάνω από έναν αιώνα
MAGAZINE

Συζητώντας με την Ελένη Μαρτίνου για το ιστορικό παλαιοπωλείο «Μαρτίνος», τοπόσημο της Αθήνας για πάνω από έναν αιώνα

Με το πάθος για καθετί σπάνιο και αυθεντικό που τη χαρακτηρίζει μάς μιλά για τη γοητεία του «απροσδόκητου» αλλά και την αγάπη της για την πόλη


Το πρώτο παλαιοπωλείο Μαρτίνος το άνοιξε ο παππούς μου Θανάσης στην Πανδρόσου, το 1894, λίγο πιο πάνω από το σημερινό μαγαζί. Τότε έφερναν φορτία με παραδοσιακές στολές, μπακίρια, κεραμικά, καθώς και άλλα αντικείμενα από την επαρχία. Η Πανδρόσου εκείνη την εποχή είχε και άλλα παλαιοπωλεία, ενώ παρακάτω, στην Ηφαίστου, ήταν τα γύφτικα, δηλαδή τα παλιατζίδικα. Μετά τον παππού μου, το μαγαζί ανέλαβε ο θείος μου, ο Γεράσιμος, ενώ ο πατέρας μου σπούδαζε νομικά. Δυστυχώς, ο θείος μου πέθανε νέος και ο πατέρας μου αναγκάστηκε να αφήσει τις σπουδές του και να αναλάβει το τιμόνι του μαγαζιού. Σύντομα το παλαιοπωλείο μεταφέρθηκε στη σημερινή του διεύθυνση και εκσυγχρονίστηκε. Το εμπόρευμα έγινε πιο ραφιναρισμένο, γιατί εκτός από τους Αθηναίους απέκτησε διεθνή πελατεία από καλλιτέχνες, ηθοποιούς, πολιτικούς και άλλους celebrities της εποχής. Με λίγα λόγια, έγινε προορισμός: ξένοι που είχαν σπίτια στα νησιά περνούσαν από την Αθήνα με μοναδικό σκοπό να επισκεφθούν τον Μαρτίνο.

Από τα παιδικά μου χρόνια στο μαγαζί θυμάμαι έντονα την πληθώρα των ασημικών, τα οποία αγοράζονταν κυρίως ως γαμήλια δώρα, γιατί ήταν της μόδας. Το «πρόβλημα» ήταν ότι κάποιος έπρεπε να τα γυαλίσει και αυτή η δουλειά είχε ανατεθεί σε μένα αλλά και στα αδέλφια μου όποτε τύχαινε να βρίσκονται εκεί. Η αντίδρασή μου στο γυάλισμα των ασημικών παραλίγο να μου στοιχίσει τη θέση μου στο παλαιοπωλείο.

Μόλις τελείωσα το σχολείο, ξεκίνησα την ενασχόλησή μου στο παλαιοπωλείο, καθώς ο πατέρας μου αρρώστησε και έπρεπε να τον αντικαταστήσω. Ταυτόχρονα, ξεκίνησα τη δική μου οικογένεια. Τότε δεν υπήρχε η έννοια της συνέχειας· ήμουν εκεί γιατί το ζητούμενο ήταν να μην κλείσει το μαγαζί, καθώς αυτό ήταν κάτι που δεν θα το ήθελε ποτέ ο πατέρας μου.

dsc-4904-V7uEZ.jpg

Η αγάπη μου για τα αντικείμενα και η χαρά της ανακάλυψης με βοήθησαν να αγαπήσω και να αφιερωθώ στο επάγγελμα. Η αναζήτηση του ωραίου, του συλλεκτικού, του σπάνιου διαμορφώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Πανδρόσου, που πολλοί την παρομοιάζουν με μουσείο. Το ένστικτο είναι σημαντικό, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται αμέτρητα χιλιόμετρα στα μουσεία και στις αγορές, ώρες ατελείωτες μελετώντας και παρατηρώντας αντικείμενα.

Η γοητεία αυτής της δουλειάς είναι «το απροσδόκητο», το τυχερό, το μη αναμενόμενο. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου τύχει όταν επισκεφθείς ένα σπίτι που πουλάει την οικοσκευή του ή ένα παζάρι στο εξωτερικό. Πριν από χρόνια μού αγόρασα την ωραιότερη ελληνική ζωγραφιστή κασέλα σε πλειστηριασμό στην Αγγλία, που την είχαν χαρακτηρίσει «αυστριακή», ενώ παλιότερα απέκτησα μια συλλογή από αριστουργηματικά πιάτα Iznik στο Drouot στο Παρίσι, που είχαν μαρκάρει λάθος. Η δουλειά μας είναι γεμάτη τέτοια περιστατικά. Και προσωπικά, δεν μπορώ να αντισταθώ αν βρω ένα ελληνικό αντικείμενο στο εξωτερικό. Θα το αγοράσω ακόμα και αν είναι ακριβό. Η χαρά της αγοράς ξεπερνά την πώληση, και γι’ αυτό οι συνεργάτες μου με «μαλώνουν», επειδή πουλάμε ένα και αγοράζουμε τρία.

Το παλαιοπωλείο έφερε στον δρόμο μου αντικείμενα από διάφορους πολιτισμούς, συλλεκτικά ή καθημερινά, ακριβά ή ευτελή. Πάντα η ερώτηση που κάνω είναι: «Μου αρέσει;» Για να αγοράσω κάτι, πρέπει οπωσδήποτε να μου αρέσει. Αγαπώ το μαγαζί, είναι ο χώρος όπου περνάω το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου και θέλω να είναι γεμάτο με όμορφα πράγματα. Αγαπώ και τη συναναστροφή με τους ανθρώπους. Η καθημερινή επαφή με τους επισκέπτες του μαγαζιού είναι ένα μεγάλο προτέρημα. Περαστικοί, τουρίστες, συλλέκτες, Ιάπωνες ποιητές, αγιορείτες μοναχοί, Άγγλοι γκαλερίστες, ηθοποιοί και σκηνοθέτες, Γάλλοι και Ιταλοί ράφτες, ρομαντικοί φιλέλληνες και πολλοί αγαπημένοι πελάτες από την Αθήνα και την επαρχία συναντιούνται καθημερινά εδώ.

«Για να αγοράσω κάτι, πρέπει οπωσδήποτε να μου αρέσει. Αγαπώ το μαγαζί, είναι ο χώρος όπου περνάω το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου και θέλω να είναι γεμάτο με όμορφα πράγματα».
dsc-4926.jpg

Σήμερα, έπειτα από 55 χρόνια παρουσίας, έχω απόλυτη συνείδηση αυτού που λένε «συνέχεια». Στην Ελλάδα, αντίθετα με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν διαρκούν οι επιχειρήσεις πάνω από μία δύο γενιές. Δεν υπάρχουν παραδοσιακές επιχειρήσεις με γερά ονόματα. Το παλαιοπωλείο Μαρτίνος έχει χτίσει ένα όνομα και είναι προορισμός για τους απανταχού φιλότεχνους. Και ναι, έχει μεγάλη σημασία για μένα η συνέχεια. Η επιθυμία μου είναι να διατηρηθεί, γιατί, εκτός από στολίδι για την Πλάκα, συνεχίζει να φέρνει κοντά τους ανθρώπους και να συνδέει το παρελθόν με το σήμερα.

Πλέον, στους τρεις ορόφους πάνω από το παλαιοπωλείο, έχουμε ανοίξει μια γκαλερί που την τρέχει ο γιος μου, Ανδρέας Μελάς, σε διαφορετικό ύφος, παρουσιάζοντας Σύγχρονη Τέχνη. Έτσι έχουμε δύο εντελώς ανόμοιους χώρους που συνδέονται και απευθύνονται σε διαφορετικά κοινά. Παρατηρώ όμως ότι οι πελάτες της γκαλερί συχνά επισκέπτονται και το παλαιοπωλείο, για να χαζέψουν και να έρθουν σε επαφή με τα αντικείμενά του.

Το μεγάλο στοίχημα είναι να φέρουμε τη νεολαία στο παλαιοπωλείο. Οι Έλληνες νέοι αγαπούν το minimal και το design, ενώ στο εξωτερικό η τάση είναι να «στολίζουν» τα σπίτια τους με όμορφα πράγματα διαφόρων εποχών, να παντρεύουν το παλιό με το σύγχρονο. Ελπίζω να έρθει και εδώ αυτή η μόδα.

Το παλαιοπωλείο με τη μορφή που έχει δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε άλλη πόλη. Μοιάζει με την Αθήνα, και ειδικά με το Μοναστηράκι, ένας χώρος μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, με την ατμόσφαιρα των δύο κόσμων. Οι ξένοι τρελαίνονται όταν μπαίνουν, έχουν πει ότι μοιάζει με τη σπηλιά του Αλί Μπαμπά! Προσωπικά αγαπώ πολύ την περιοχή μου. Εδώ ήταν παραδοσιακά το εμπορικό κέντρο της πόλης από την αρχαιότητα. Εδώ χτυπά η καρδιά της Αθήνας!

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΡΑΣΑΓΑΚΗ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025