Η Εύα Νάθενα υπογράφει σκηνοθετικά το κορυφαίο αφήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα», που μεταφέρεται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη. Η εικαστικός και σκηνογράφος μάς μιλάει για την ενασχόλησή της με τις Τέχνες, αλλά και για το όνειρό της που κατάφερε να κάνει πραγματικότητα.
Πώς ξεκίνησαν όλα; Ποιο ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την ενασχόλησή σας με τις Τέχνες;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό που ζωγράφιζα ήταν πιο σαφές από αυτό που προσπαθούσα να πω. Δεν είχα, όμως, αίσθηση ότι αυτό με διέκρινε. Υποθέτω πως είχα βρει μια «γλώσσα» την οποία ανακάλυπτα και με την οποία αισθανόμουν όμορφα. Την πρώτη κιόλας ημέρα στο νηπιαγωγείο, η δασκάλα μου, η κ. Ευαγγελία, είπε στη μητέρα μου ότι θα γινόμουν ζωγράφος. Κι είχε δίκιο.
Τι σημαίνει «Τέχνη» για εσάς; Πώς την ορίζετε;
Η Τέχνη μοιάζει να σημαίνει ίσως τα πάντα σε όλο μου τον βίο και με διαφορετικούς τρόπους. Η γνώση, η μελέτη της είναι το κύριο «καύσιμό» μου. Υπήρξαν περίοδοι που αυτή η γνώση «υπερχείλισε» μέσα μου και τότε ξύπνησε η ανάγκη μου να μεταδώσω, να μοιραστώ. Μια τέτοια ήταν η στιγμή που πήγα στις Φυλακές Αυλώνα, σε μαθητές ηλικίας 18-21 ετών, να διδάξω Θέατρο κι Εικαστικά. Μαζί τους διδάχτηκα το «τι να μας πει η Τέχνη, όταν μιλάει η ζωή»… Κι όμως, πάλι η Τέχνη έθρεψε τους δεσμούς μας κι έγινε, όπως στη νηπιακή μου ηλικία, μια γλώσσα επικοινωνίας αποκαλυπτική. Βρέθηκα τυχαία να κάνω σινεμά μ’ αυτά τα παιδιά και να ανακαλύπτω έναν βηματισμό που αγνοούσα.
Υπήρξε κάποιος άνθρωπος μέντορας για εσάς;
Λογαριάζω για δάσκαλό μου -όχι μόνο της Τέχνης, αλλά και της ζωής- τον Διονύση Φωτόπουλο, που χρόνια τώρα είναι οικογένειά μου, όμως ευτύχησα να έχω κι άλλους σπουδαίους δασκάλους. Τον Χρόνη Μπότσογλου στη Σχολή Καλών Τεχνών, τον Γιώργο Ζιάκα, δάσκαλό μου στη Σκηνογραφία κι άλλους πολλούς, ερήμην τους.
Ποια είναι η δική σας προσέγγιση πάνω στη σκηνοθεσία;
Η αλήθεια είναι πως τη σκηνοθεσία δεν την επέλεξα. Δεν την κυνήγησα. Και στις δύο περιπτώσεις -και στη μικρού μήκους ταινία στις φυλακές και στη «Φόνισσα»-, μου προτάθηκε. Στις μεν φυλακές από τον διευθυντή του σχολείου, Πέτρο Δαμιανό, στον οποίο οφείλω πολλά, στη δε «Φόνισσα» από τον Διονύση Σαμιώτη, τον παραγωγό μας. Και στις δύο ταινίες δούλεψα με όλες τις ιδιότητές μου: από σκηνογράφος κι ενδυματολόγος μέχρι vocalist. Όμως, όλων των ιδιοτήτων μου υπερίσχυε πάντα η ζωγραφική. Αυτός είναι ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι και να μεταδίδω τα πράγματα. Τον βρήκα έναν τίμιο τρόπο και δρόμο κι, ευτυχώς, έτσι τον δέχτηκαν κι οι συνεργάτες μου κι οι ηθοποιοί. Δεν προσπάθησα να εφαρμόσω κάτι που δε γνώριζα. Για την υποκριτική όμως ειδικά, επιστράτευσα τη μουσική μου παιδεία, την επί χρόνια σπουδή μου στο κλασικό τραγούδι και τη θητεία μου σε χορωδία. Έβαλα στο μυαλό μου πως το «κούρδισμα» των ανθρώπων, όπως στα μουσικά όργανα και την αρμονία που παράγεται, σαν μέθοδος και σαν αποτέλεσμα ήταν ο δικός μου δρόμος για την υποκριτική. Κάλεσα τη φίλη μεσόφωνο Άννα Παγκάλου, η οποία έχει εδραιώσει μία υπέροχη μέθοδο, σχεδόν διαλογιστική, να με βοηθήσει να την περάσουμε στους ηθοποιούς. Ήταν πολύτιμη η συνεργασία μας, και γίναμε όλη η ομάδα που συστάθηκε μάρτυρες ενός νέου δρόμου. Αυτή η συνεργάτιδα, όπως και η κινησιολόγος μας, Κατερίνα Φωτιάδη, ήταν δύο σημαντικοί πυλώνες δίπλα μου, για να πλεύσουμε στα αχαρτογράφητα νερά που διαγράφονταν μπροστά μας.
«Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη: ποια είναι τα συναισθήματά σας γι’ αυτό το αριστουργηματικό έργο;
Αυτό το έργο για χρόνια δεν το διάβαζα… Με διάβαζε! Η ανασκαφή του με οδήγησε να ανακαλύψω το «διαγενεακό τραύμα», πληγή που ταλάνισε δεκαετίες αυτόν τον τόπο. Στις πρόβες, το εντοπίζαμε σχεδόν όλοι σε ιστορίες που αφορούσαν στις οικογένειές μας στο παρελθόν. Ο Παπαδιαμάντης είναι σαν να έζησε στο μέλλον και μ’ έναν διορατικό τρόπο μάς έδωσε «κλειδιά» που δεν τα πήραμε. Μελέτησα όσα μπορούσα, για ν’ ανακαλύψω τι αποτύπωσε, όμως θα μπορούσα να συνεχίζω να το κάνω για χρόνια ακόμη. Απλώς, μπήκε μια άνω τελεία για να γίνει ένας απολογισμός, δηλαδή αυτή η ταινία.
Ποιες ήταν οι προκλήσεις που κληθήκατε να φέρετε εις πέρας σκηνοθετικά;
Όλα ήταν πρόκληση! Κι αγωνία μεγάλη. Σ’ αυτό προστίθετο κι η απειρία μου στη σκηνοθεσία. Ακόμη δε με λέω σκηνοθέτη. Λέω: «Είμαι μια εικαστικός που έκανα μια ταινία». Με άλλα υλικά, με άλλους τρόπους. Θα δούμε…
Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από την ταινία αυτή;
Το μήνυμα είναι ν’ αναγνωρίσουμε πώς φύτρωσαν οι ρίζες για ν’ αναστηθεί έτσι αυτό το δέντρο. Η Ιστορία ήρθε να προσθέσει και να επιβεβαιώσει όλα όσα φανέρωσε κι έκρυψε ο Παπαδιαμάντης σε αυτό το αφήγημα. Και μαζί με την επιστήμη -κυρίως την Ψυχιατρική- προσπαθήσαμε να διαβάσουμε 120 χρόνια μετά αληθινά τι είπε. Αυτή ήταν η πρόθεση.
Παρατηρείτε κάποια κοινή αναφορά ανάμεσα στην τότε εποχή και στο σήμερα σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση των γυναικών σε κοινωνικό επίπεδο;
Οι αναφορές για μένα είναι πολλές. Ίσως να είναι αυτές που πρέπει ν’ ανακαλύψει το κοινό. Γι’ αυτό θα κάνω παύση. Δε θα μιλήσω.
Αλήθεια, εσείς σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε και ποια ήταν τα ερεθίσματά σας;
Μεγάλωσα στην Κρήτη με το βλέμμα στη θάλασσα και τον νου μου στη φυγή. Το θέμα είναι πως είμαστε οι καταγραφές μας και κάποτε πρέπει να αναμετρηθούμε με αυτές για να πούμε ότι ενηλικιωθήκαμε. Ας πούμε ότι το «διαγενεακό τραύμα» της μητέρας μου καθόρισε τη βαθύτερη ανάγνωσή μου αυτού του αφηγήματος του Παπαδιαμάντη.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;
Να επιστρέψω σύντομα στους μαθητές μου, στις Φυλακές Αυλώνα. Είναι η τρίτη σχολική χρονιά για μένα μαζί τους κι έχω κάνει απουσίες!
Ποιο μεγάλο σας όνειρο έγινε πραγματικότητα;
Το να γίνω μητέρα. Είναι η απόλυτη κορυφή. Δεν πάει πιο πάνω - πιο πάνω είναι ο Θεός. Είναι, μαζί με πολλά υπέροχα, κι η δεύτερη ευκαιρία που σου δίνει η ζωή, μεγαλώνοντας παιδιά: να παρατηρήσεις, να ξαναδιαβάσεις τον εαυτό σου, κλείνοντας όλες τις οφειλές και τα θέματα που είχες ο ίδιος ως παιδί.
Και ποιο παραμένει ακόμη το big dream σας;
Το μεγάλο όνειρο που αφορά στη ζωή είναι να δω τα παιδιά μου να «ανασταίνονται» ελεύθεροι άνθρωποι. Το μεγάλο όνειρο στη δουλειά μου είναι ένα εικαστικό έργο, με το οποίο ασχολούμαι περισσότερα χρόνια από τη «Φόνισσα» -πλησιάζουν τα 20- και που μέρος αυτού δουλεύω τα τελευταία δυόμισι χρόνια στις φυλακές. Η επιθυμία να μοιραστώ δημιουργικά αυτό το έργο με ανθρώπους που θα το είχαν τόση ανάγκη όση κι εγώ με οδήγησε εκεί. Με την αρωγή του Πέτρου Δαμιανού έφτιαξα ένα τμήμα, ένα εικαστικό εργαστήριο και μοιράζομαι μαζί τους την ολοκλήρωση αυτού του έργου.
Πώς θα ήταν ένας ιδανικός κόσμος για εσάς;
Εκτός από τα βιολογικά μικρόβια που κατέκλυσαν τη ζωή μας τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν και τα πνευματικά, που έρχονται από το παρελθόν και προδιαγράφουν το μέλλον, το οποίο είναι πάντοτε αβέβαιο. Ο ιδανικός κόσμος για μένα είναι να εντοπίζουμε και να αναγνωρίζουμε την ασθένεια ως τέτοια. Κυρίως της ψυχής. Να εμποδίζουμε τις μεταστάσεις. Να φερθούμε καλά στη ζωή, στους εαυτούς μας και στον άνθρωπο.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023