Η Françoise Hardy, η κομψότητα και η υπέροχη φωνή της οποίας την κατέστησαν μια από τις πιο επιτυχημένες ποπ σταρ της Γαλλίας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών. Ο θάνατός της έγινε γνωστός από τον γιο της, τον μουσικό Thomas Dutronc, ο οποίος έγραψε "Maman est partie" («η μαμά έφυγε») στο Instagram μαζί με μια βρεφική φωτογραφία του ίδιου και της Hardy.
H Hardy έπασχε από καρκινικό λέμφωμα από το 2004 και είχε υποβληθεί σε πολυετή ακτινοθεραπεία και άλλες θεραπείες για την ασθένεια. Το 2015, τέθηκε για λίγο σε τεχνητό κώμα μετά την επιδείνωση της κατάστασής της, ενώ από τότε είχε προβλήματα με την ομιλία, την κατάποση και την αναπνοή. Το 2021 είχε ταχθεί υπέρ της ευθανασίας, λέγοντας ότι η Γαλλία είναι «απάνθρωπη» που δεν επιτρέπει τη διαδικασία.
Γεννήθηκε εν μέσω αεροπορικής επιδρομής στο κατεχόμενο από τους Ναζί Παρίσι το 1944 και μεγάλωσε στην Πόλη του Φωτός, κυρίως μαζί με τη μητέρα της. Σε ηλικία 16 ετών, έλαβε την πρώτη της κιθάρα ως δώρο και άρχισε να γράφει τα δικά της τραγούδια, να τα ερμηνεύει ζωντανά και να κάνει οντισιόν για δισκογραφικές εταιρείες. Μέχρι που το 1961 υπέγραψε συμβόλαιο με την Disques Vogue.
Εμπνευσμένη από το γαλλικό chanson στιλ των μπαλάντων, καθώς και από τα αναδυόμενα πιο μοντέρνα στιλ της pop και του rock 'n' roll, η Hardy έγινε επιτομή του είδους μουσικής yé-yé που κυριάρχησε στη γαλλική μουσική των μέσων του αιώνα. Ονομάστηκε έτσι από την προτίμηση των αγγλόφωνων συγκροτημάτων της εποχής να τραγουδούν το "yeah", και η ίδια έβαλε το χεράκι της στην επινόησή του: ένα πρώιμο τραγούδι, το "La Fille Avec Toi", το οποίο ξεκινούσε με τις αγγλικές λέξεις: "Oh, oh, yeah, yeah, yeah".
Η μπαλάντα "Tous les garçons et les filles" ήταν η μεγάλη της επιτυχία το 1962 και πούλησε περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα - ήταν στην κορυφή των γαλλικών charts, όπως και τα πρώιμα singles Je Suis D'Accord και Le Temps de L'Amour. Το 1963, η Hardy εκπροσώπησε το Μονακό στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision και κατέλαβε την πέμπτη θέση.
Η αυξανόμενη φήμη της στην Ευρώπη σήμαινε ότι άρχισε να ηχογραφεί εκ νέου το ρεπερτόριό της σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών. Το 1964 το τραγούδι της "All Over the World", μεταφρασμένο από το Dans le Monde Entier, έγινε η μοναδική της επιτυχία στο Top 20 του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά η φήμη της διατηρήθηκε στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Το 1968, το "Comment te Dire Adieu", μια εκδοχή του "It Hurts to Say Goodbye" (που αρχικά έγινε διάσημο από τη Vera Lynn) σε στίχους του Serge Gainsbourg, έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της.
H γοητεία και η επιδέξια αισθητική της Hardy -η οποία περιλάμβανε καθαρές σιλουέτες ραπτικής μαζί με πιο casual εμφανίσεις, όπως πλεκτά και rock jeans και δερμάτινα- καθόρισαν τη γαλλική κουλτούρα του 20ού αιώνα. Έγινε μούσα για σχεδιαστές όπως ο Yves Saint Laurent και ο Paco Rabanne, ενώ αποτέλεσε πολλές φορές πρωταγωνιστικό πρόσωπο σε fashion editorials, τα οποία φωτογράφισαν οι Richard Avedon, David Bailey και William Klein. Αργότερα, η σχεδιάστρια Rei Kawakubo θα ονόμαζε την εταιρεία της Comme des Garçons από έναν στίχο ενός τραγουδιού της Hardy.
Η Hardy θαυμάστηκε από πολλούς άνδρες αστέρες της pop της δεκαετίας του '60, συμπεριλαμβανομένων των Rolling Stones και του David Bowie. Ο Bob Dylan έγραψε ένα ποίημα γι' αυτήν στις σημειώσεις του άλμπουμ του "1964 Another Side of Bob Dylan". Μετά την Disques Vogue, υπέγραψε τριετές συμβόλαιο με τη Sonopresse το 1970.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 επικεντρώθηκε κυρίως στην ανατροφή του γιου της, Thomas, με τον σύντροφό της, τον μουσικό και ηθοποιό Jacques Dutronc. Επέστρεψε στη μουσική βιομηχανία το 1977, όταν η ίδια αγκάλιασε -όχι πάντα με ενθουσιασμό- τους ήχους της funk, της disco και της ηλεκτρονικής pop. Ένα μεγαλύτερο διάλειμμα στη δεκαετία του 1980 διακόπηκε από το "Décalages" του 1988, που χαρακτηρίστηκε ως το τελευταίο της άλμπουμ, αν και επέστρεψε το 1996 με το "Le Danger". Κυκλοφόρησε άλλα έξι άλμπουμ, ολοκληρώνοντας με το "Personne D'Autre" το 2018.
Με πληροφορίες από Guardian