Αυτήν την Κυριακή το βράδυ, η Βουκουρεστίου είναι άδεια. Τα μεγάλα θέατρα δεν έχουν ακόμη σηκώσει αυλαία και ο κόσμος μάλλον πίνει το τελευταίο Aperol της σεζόν σε κάποιο παραθαλάσσιο στέκι. Μέσα στο Athenee, οι σερβιτόροι φορούν χειμώνα - καλοκαίρι τα καλοσιδερωμένα τους πουκάμισα και μας σερβίρουν αμέσως, αφού απόψε είμαστε από τους ελάχιστους πελάτες. Ροζέ κρασί για εκείνη και Perrier με λεμόνι για μένα -όταν κλείνουμε τεύχος το αλκοόλ δεν είναι ποτέ, μα ποτέ, καλός σύμμαχος. Έχει καρέ, κόκκινα μαλλιά, φοράει τζιν με ριγέ πουκάμισο κι έχει βάψει τα νύχια της λευκά. Τα μάτια της πετάνε φωτιές και πάνω στην κουβέντα βρίζει. Το τελευταίο είναι εντελώς κόντρα με την εικόνα της, αλλά παραδόξως γίνεται πολύ χαριτωμένο. Μου μιλάει μ’ ενθουσιασμό για τη μουσική που γράφει για τη θεατρική παράσταση «Μαμά Ρόζα», που θ’ ανέβει τη φετινή σεζόν στο Θέατρο Αλίκη, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου. Ίσως με λίγο περισσότερο ενθουσιασμό, για τη νέα της δισκογραφική δουλειά, που κυκλοφορεί τον Οκτώβριο. Αυτήν τη φορά, είναι αποφασισμένη να πάει και σε πιο dark μονοπάτια, αφού έχει συμπεριλάβει στο playlist του καινούριου της album κομμάτια που πονάνε. Πίνει δύο γουλιές από το κρασί της και ξεκινάει να με ρωτάει διάφορα για την ερωτική μου ζωή. Η ψυχοθεραπεία που κάνει την έχει βοηθήσει να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη και πλέον έχει καταλάβει ότι ευτυχισμένος άνθρωπος είναι ο χορτάτος άνθρωπος. Από κάθε άποψη. Είναι πιο μικροκαμωμένη από κοντά και τσιμπάει βιαστικά κάποια κομμάτια παρμεζάνα, αφού στις πρόβες με τον Τσιάνο δεν προλαβαίνει να φάει. Ανάμεσα σε άλλα, παραδέχεται ότι βγάζει το καπέλο στην Άννα Βίσση και με ρωτάει με απορία αν όντως κάποιοι συνάδελφοί της φωνάζουν τους παπαράτσι για να διαφημίσουν την προσωπική τους ζωή. Τέτοιος άνθρωπος είναι η Μαρίζα.
Όποιος σ’ έχει γνωρίσει μέσα από τα live και τα video clip βλέπει ένα πλάσμα που αναβλύζει θετική ενέργεια. Υπάρχει άραγε και σκοτεινή πλευρά στο νόμισμά σου; Εννοείται! Βιώνω κι εγώ σκοτεινές ημέρες, όπως όλοι. Απλώς πια το αποδέχομαι και δεν κάνω όπως παλιά, ότι δε συμβαίνει. Με άλλα λόγια, δεν εθελοτυφλώ, αφήνομαι στο συναίσθημά μου για να εκτονωθεί.
Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να σε φανταστώ να ζεις μαύρες στιγμές… Δε ζω μεγάλες περιόδους θλίψης, αλλά ημέρες. Μπορεί και χθες να μην είχα όρεξη, για παράδειγμα. Δεν πιστεύω καθόλου στη φράση: «Έλα μωρέ, κάποιες ημέρες έτσι είναι…», γιατί από κάτω υπάρχει μία σκέψη. Κατά τη γνώμη μου, πίσω από κάθε μαύρη ημέρα υπάρχει μια σκέψη. Όταν μπορείς να φτάνεις σε αυτήν τη σκέψη και ο ενήλικας που έχεις μέσα σου πέρα από το παιδί μπορεί να νικήσει και να σε συνεφέρει, τότε θα συνέλθεις. Ωστόσο, θέλει απόφαση αυτό.
Η ζωή, όμως, μας έχει διδάξει ότι τίποτα, ούτε το καλό ούτε και το κακό, δεν κρατάει για πάντα. Διαβάζω αυτό το διάστημα ένα βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, που λέγεται «Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης» και στο οποίο υποστηρίζει ότι η ιδιοσυγκρασία μας είναι εγγενής. Δηλαδή, έχει να κάνει με το γενετικό υλικό μας. Άρα, αν η ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου, δηλαδή ο τρόπος που βλέπει τη ζωή, είναι αισιόδοξη τότε μπορεί να κρατήσει για πολύ καιρό το συναίσθημα των θετικών εμπειριών και οι δύσκολες στιγμές να είναι απλά παρενθέσεις στη ζωή του. Απαραίτητες, όμως, για να υπάρχει ισορροπία μέσα μας.
Αυτό που σε ξεχωρίζει στα αυτιά του κόσμου είναι το γεγονός ότι δεν τραγουδάς απλά ένα κομμάτι, αλλά το ερμηνεύεις με θεατρικό τρόπο, δίνοντας νόημα σε κάθε λέξη. Αυτό πώς το πετυχαίνεις; Είναι πολύ ωραίο αυτό που λες, ωστόσο δεν το καταλαβαίνω γιατί δεν είναι μια απόφασή μου. Εγώ έχω στο μυαλό μου ότι οι τραγουδιστές πρέπει να λέμε μια ιστορία μέσα από τα κομμάτια μας, σαν τους ηθοποιούς. Απλώς εμείς έχουμε να πούμε μέσα σε 2 ώρες, που είναι η διάρκεια μιας ζωντανής εμφάνισης, 30 ιστορίες των 3’. Βασικά, σου λέω την ιστορία, όπως ένας παραμυθάς. Δεν έχω πάρει κάποια απόφαση να είμαι ερμηνεύτρια. Δεν καταλάβαινα στην αρχή τι ακριβώς εννοούσαν όταν έλεγαν πως είμαι θεατρική. Εγώ είμαι ακόμη μέσα μου εκείνο το κορίτσι που τραγούδαγε στο σπίτι του, στο πιάνο. Επίσης, δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν όταν έλεγαν ότι κάνω stand - up. Βγαίνω επί σκηνής και λέω αυτό που νιώθω, το οποίο προφανώς για τους ανθρώπους από κάτω είναι πολύ αγχολυτικό και ανακουφιστικό. Αν, δηλαδή, την ώρα που τραγουδώ αρχίσω να κρυώνω, θα τους το πω από το μικρόφωνο και θα γελάσουμε όλοι μαζί.
Στο σχόλιο ότι είσαι η αισιόδοξη Μποφίλιου πως αντιδράς; Το ενδιαφέρον είναι ότι με τη Νατάσσα έχουμε πολύ παρόμοιο πυρήνα και όμοια ενέργεια στη σκηνή, παρά τη διαφορά που επιλέγουμε να δείξουμε. Επίσης, βρίζουμε και οι δύο. Και όσες φορές έχουμε βρεθεί μαζί στη σκηνή νιώθω ότι εάν συνεργαστούμε θα περάσουμε καταπληκτικά. Θα γελάσουμε πάρα πολύ. Επίσης, έχουμε ίδιες ποιότητες. Νομίζω ότι και η Νατάσσα έχει έντονη εξωστρέφεια. Είναι ένας χαρούμενος κι ευτυχισμένος άνθρωπος. Έχει επιλέξει να φανερώσει μια συγκεκριμένη της πλευρά στον κόσμο, όπως κι εγώ. Αν σε μία φάση χάσω έναν άνθρωπο δικό μου και θέλω να εκφραστώ μ’ έναν άλλον τρόπο στα live -που το πιο πιθανόν είναι απλά να εξαφανιστώ-, πρέπει να παραμείνω ελεύθερη και ζωντανή. Δε θέλω να κάνω μουσική για τα χρήματα και τη ματαιοδοξία, αλλά γιατί τρελαίνομαι πάνω στη σκηνή. Δεν έχω πάρει ποτέ ναρκωτικά, γιατί δε μ’ ενδιαφέρει. Η μουσική είναι η καλύτερη «ντόπα» του κόσμου.
Σπούδασες Δημοσιογραφία, δούλεψες σε μία μεγάλη διαφημιστική εταιρία και στη συνέχεια, σε μεγάλο βιβλιοπωλείο. Τι σ’ έπιασε και τα τίναξες όλα στον αέρα; Το τραγούδι ήταν το Plan A. Εγώ από την Ε’ Δημοτικού τραγουδούσα στη χορωδία του σχολείου κι ένιωθα πολύ ευτυχισμένη. Είχα, όμως, το αρνητικό ότι ήμουν πάρα πολύ καλή μαθήτρια. Πέρασα με 19,3 στο πανεπιστήμιο. Ήμουν φυτό και αλάνι μαζί. Τότε άκουγα Τριαντάφυλλο, Britney Spears και Backstreet Boys. Σπούδαζα στη σχολή και παράλληλα δούλευα στη διαφημιστική. Τραγουδούσα σε μια ερασιτεχνική μπάντα με παιδιά που είχαμε βρεθεί στο Πολυτεχνείο, η οποία ονομαζόταν “Vantage Point” και λέγαμε τραγούδια, όπως το Mad about you και το Zombie. Κάποια στιγμή, λοιπόν, παραιτήθηκα από τη διαφημιστική κι άρχισα να δουλεύω στο βιβλιοπωλείο. Ο πατέρας και η μητέρα μου είναι γιατροί κι εξαρχής δεν είχαν πολύ θετική άποψη για την ενασχόλησή μου με το τραγούδι. Σήμερα, έρχονται σε όλα μου τα live και με καμαρώνουν. Αυτό είναι νίκη για μένα.
Και τι έγινε η σπίθα για να βάλεις μπρος το Plan A; Παρακολούθησα στη Μαδρίτη μια συναυλία του Μichael Buble, λάτρεψα όλο το show του με τα πνευστά και αποφάσισα, γυρνώντας πίσω στην Ελλάδα, να κάνω διασκευή στο τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά «Η Μπόσα Νόβα του Ησαΐα» και να στείλω το demo μου στα ραδιόφωνα, χωρίς να γνωρίζω κανέναν από τον χώρο. Στη συνέχεια, έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο, τον οποίο τότε αρνήθηκε να υποστηρίξει μία μεγάλη δισκογραφική κι έτσι έστειλα ξανά τραγούδι μου στα ραδιόφωνα. Στην πορεία, ήρθε το «Πετάω» με τον Πάνο Μουζουράκη και τα υπόλοιπα πλέον τα ζούμε μαζί.
Τα πρώτα χρήματα που έβγαλες ως τραγουδίστρια τι τα έκανες; Τα έχω κρατήσει. Είναι 5 ευρώ! Όταν παίζαμε με τους “Vantage Point” σ’ ένα live ήταν το μερίδιό μου. Αποφάσισα να το κρατήσω και να το υπογράψουν τα παιδιά του group. Το έχω στο σπίτι αναμνηστικό! Στα πρώτα επαγγελματικά live που έκανα έφευγα πάντα από το σπίτι με λεφτά, ώστε εάν δεν ερχόταν κόσμος, να μην επέτρεπα στους μουσικούς μου να φύγουν απλήρωτοι.
Πως αισθάνθηκες που ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης οπτικοποίησε στο Instagram το τραγούδι σου; Χάρηκα πάρα πολύ! Ο Χριστόφορος είναι τρομερά ενδιαφέρων άνθρωπος, έχει πολλή πλάκα και είναι σπουδαία ύπαρξη. Μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου, που είναι ισάξιος του έργου του. Τον θαυμάζω κι εκτιμώ τον τρόπο που εξελίσσεται. Θα κάνει μια σπουδαία ταινία τώρα. Έχω διαβάσει ένα σενάριο καταπληκτικό.
Το κομμάτι που λέγεται υποκριτική θα το άγγιζες; Έκανα την παράσταση «Απλή μετάβαση» πέρυσι στο Εθνικό Θέατρο, γιατί ήταν στοίχημα να κάνουμε ένα πρωτότυπο ελληνικό μιούζικαλ. Η αλήθεια είναι ότι πολύ δύσκολα θα ξαναέκανα κάτι σε αυτόν το χώρο, γιατί δεν πιστεύω ότι είμαι καλή. Έχω επίγνωση του τι μπορώ και τι όχι. Καταπιέστηκα στο θέατρο εκείνους τους μήνες που έπαιζα. Επίσης, βαριέμαι να κάνω κάθε μέρα το ίδιο πράγμα. Ήθελα να αλλάζω τα λόγια!
Τι μουσική ακούς στο αμάξι σου το τελευταίο διάστημα; Δεν ξέρω αν θα με πιστέψεις, αλλά επειδή όπου και να πάω έχει να κάνει με τη μουσική, γενικά αποφεύγω να ακούω. Η αγαπημένη μου τραγουδίστρια πάντως είναι η Ella Fitzgerald και πρόκειται να τη βάλω το βράδυ στο σπίτι, στο μπαλκόνι, για να ηρεμήσει το «είναι» μου.
Βιώνω κι εγώ σκοτεινές ηµέρες. Απλώς πια το αποδέχοµαι και δεν κάνω, όπως παλιά, ότι δε συµβαίνει
Δε θέλω να κάνω μουσική για τα χρήματα και τη ματαιοδοξία, αλλά γιατί τρελαίνομαι πάνω στη σκηνή
Κεντρική φωτογραφία: Φόρεμα με παγιέτες Ganni, Ιntervista
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ GLOW 152 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019
Δείτε στο video πλάνα από τα παρασκήνια της φωτογράφισης!
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
FASHION EDITOR ΣΙΣΣΥ ΣΟΥΒΑΤΖΟΓΛΟΥ
ΗAIR & MAKE UP ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΚΚΑΣ (D-TALES)