Από μικρό παιδί, ήταν πολύ της κουβέντας, την απασχολούσε πολύ η σύνδεση με τους ανθρώπους και είχε μεγάλη περιέργεια να τους καταλάβει και μια μάλλον πιο κρυφή επιθυμία να την καταλάβουν και εκείνοι. Όταν λοιπόν, της ήρθε η ιδέα να γίνει ψυχολόγος, Η Αμίνα Μοσκόφ είχε ταυτόχρονα μια ασυνείδητη φαντασίωση που θεωρεί ότι μοιράζονται πάρα πολύ ψυχολόγοι, ότι η ψυχολογία θα της έδειχνε τον τρόπο να μην στεναχωριέμαι. «Δεν ισχύει καθόλου», λέει η ίδια! Νόμισε πως θα μάθει το κόλπο για να αποφεύγει τον πόνο ή το άγχος και βρέθηκε να μελετάει μια επιστήμη που της λέει ότι ο πόνος και όλα τα αρνητικά συναισθήματα είναι πολύτιμα (μαζί με τη χαρά και την ευχαρίστηση) και δεν πρέπει να τα αποφεύγεις, αλλά να τα αφήνεις να σου μιλάνε ώστε να μπορέσεις να σκεφτείς πάνω σε αυτά. Και συνεχίζει...
«Σπούδασα ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και όταν γύρισα στην Αθήνα ξεκίνησα την εκπαίδευση μου στην ψυχανάλυση, η οποία εξάλλου δεν τελειώνει και ποτέ. Αυτή έγινε ο χάρτης μου, ο φακός μέσα από τον οποίον αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Από την ίδρυση της η ψυχανάλυση έχει εξελιχθεί πολύ αλλά εκείνο που κρατάμε μέχρι σήμερα είναι η ιδέα ότι ο ψυχισμός αποτελείται από ένα συνειδητό και από ένα ασυνείδητο κομμάτι - αυτό που θα λέγαμε ασυναίσθητο. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε κυρίως από τα παράγωγα του, από τις παραδρομές, τα όνειρα μας, τους συνειρμούς μας και την εκ των υστέρων επεξεργασία όλων αυτών. Η ύπαρξη του ασυνείδητου σημαίνει ότι ακόμα και ο ίδιος μας ο εαυτός δεν μας είναι αυτομάτως γνωστός, παραμένει κρυμμένος και πρέπει να τον ανακαλύψουμε. Εγώ αυτό το βρίσκω μέχρι και σήμερα τρομερά γοητευτικό».
Υπήρξε κάποιος σταθμός στην διάρκεια της επαγγελματικής διαδρομής σου;
Σημαντικός σταθμός, ήταν η συνάντηση μου με το προσφυγικό πεδίο. Δέκα χρόνια πριν πήγα στο Βαβέλ, κέντρο ημέρας για μετανάστες και πρόσφυγες, όπου ξεκίνησα μια ομάδα στήριξης εργαζομένων στο προσφυγικό πεδίο. Αυτό οδήγησε και σε άλλες ομάδες και γενικότερα σε έναν νέο ρόλο, αυτόν της επόπτριας και εκπαιδεύτριας. Η εποπτεία, είναι μια ιδιαίτερη λειτουργία για όσους εξασκούν το επάγγελμα μου, είναι ανάμεσα από την θεραπεία και την εκπαίδευση. Όλοι οι ψυχοθεραπευτές έχουμε έναν επόπτη με τον οποίον μιλάμε για τις δίκες μας δυσκολίες σε σχέση με την εργασία μας. Αυτό, ήταν ένας καινούργιος ρόλος που από τότε καταλαμβάνει όλο και περισσότερες από τις ώρες εργασίας μου. Αλλά, επίσης και η επαφή μου με την προσφυγιά καθαυτή, μου άνοιξε τους ορίζοντες μου σε σχέση με τις εμπειρίες των ανθρώπων, το τραύμα αλλά και την δυνατότητα αντιμετώπισης του. Πάντα με ενδιέφερε πώς ο κοινωνικός παράγοντας εμπλέκεται και συνδιαμορφώνει τον ψυχισμό των ανθρώπων, πώς δηλαδή η εξωτερική πραγματικότητα συναντά την εσωτερική.
Στην πρόσφατη ομιλία σου στο μουσείο Κυκλαδικής σχετικά με τη θηλυκότητα, την ταυτότητα, την εικόνα της σύγχρονης γυναίκας τι είναι αυτό στο οποίο καταλήξατε;
Δεν καταλήξαμε! Ευτυχώς γιατί η γνώση όπως και ο έρωτας είναι πάντα παιδί του Πόρου αλλά και της Πενίας, όπως μας λέει ο Πλάτωνας στο συμπόσιο μέσω της Διοτίμας. Δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί. Θα τελεί πάντα εν ελλείψει. Πάντως, ο Freud ήδη 100-120 χρόνια πριν είχε πει ότι η θηλυκότητα είναι πολύ προβληματική έννοια, και όχι ιδιαίτερα χρήσιμη. Είχε πει ότι όλοι οι άνδρες έχουν και θηλυκά χαρακτηριστικά και όλες οι γυναίκες και ανδρικά και κανένας άνθρωπος δεν είναι αμιγώς θηλυκός ή μόνο αρρενωπός. Επίσης, είχε ξεκαθαρίσει ότι ένας άνδρας με θηλυκά χαρακτηριστικά δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι ομοφυλόφιλος, μπορεί κάλλιστα να επιθυμεί γυναίκες. Ομοίως, και μια γυναικά με αυτά που αποκαλούμε κλασικά ως αρρενωπά στοιχεία, μπορεί κάλλιστα να επιθυμεί ερωτικά άνδρες.
Τι είναι λοιπόν θηλυκότητα;
Δεν έχει απαντηθεί ποτέ οριστικά. Υπάρχουν δυο κυρίαρχες θεωρίες γύρω από αυτό στην ψυχανάλυση. Σύμφωνα με την πρώτη που είναι θα λέγαμε πιο ουσιοκρατική, το γυναικείο σώμα και οι λειτουργίες του επηρεάζουν τον χαρακτήρα και έτσι οι γυναίκες τείνουν να έχουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, καλύτερη δυνατότητα να συντονίζονται με τον εσωτερικό κόσμο του αλλού. Οι πιο μεταμοντέρνες όμως θεωρίες με κύρια εκπρόσωπο την Judith Butler, αμφισβητούν ότι το σώμα διαμορφώνει αυτά τα χαρακτηριστικά. Θεωρούν ότι το φύλο είναι επιτελεστικό και διαμορφώνεται μέσα από τον λόγο, αποκλειστικά. Ο τρόπος που θα μιλήσουμε και θα κοιτάξουμε το παιδί και οι προσδοκίες μας προς αυτό είναι που θα διαμορφώσουν και το φύλο του.
Όπως πάντα φαντάζομαι ότι εμείς μπορούμε να σκεφτούμε μια σύνθεση των παραπάνω: η σχέση μας με το σώμα μας, ενημερώνεται από την υλικότητα του και τις λειτουργίες του αλλά τελικά διαμορφώνεται μέσα από το σχετίζεσθαι, αρχικά με τους φροντίζοντες και αργότερα και με άλλους ανθρώπους. Μέρος του σχετίζεσθαι είναι ο λόγος, ο τρόπος που οι άλλοι θα ονομάζουν το σώμα μας, αλλά και το βλέμμα τους επάνω μας. Η θετική ή η απορριπτική τους ματιά επάνω μας τα πρώτα χρόνια της ζωής μας θα αποτελέσει το υλικό που θα πρέπει όλη μας τη ζωή να διαχειριστούμε προσπαθώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα του ποιες είμαστε.
Η συζήτηση έγινε με αφορμή την τελευταία μέρα της εξαιρετικής έκθεσης της Cindy Sherman, μιας από τις πιο σημαντικές καλλιτέχνες της σύγχρονης τέχνης. Η Sherman μέσα από τις μεταμορφώσεις της σε κάθε διαφορετικό έργο μας προσφέρει εικόνες του ψυχισμού της γυναίκας ως ένα ων συνεχώς μετασχηματιζόμενο. Στην έκθεση συναντήσαμε όψεις του εαυτού μας, της μαμάς μας αλλά και της κόρης μας…Όψεις που ανατρέπουν τα στερεότυπα και ενισχύουν την ελευθέρια της σκέψης.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι σήμερα για τη γυναίκα να ανταπεξέλθει σε όσα απαιτούνται για να θεωρείται ευτυχής;
Νομίζω έχουμε ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα: Το αφήγημα της πατριαρχίας που μας απέκλειε ρητά από την πρόσβαση - στην παιδεία, στην αγορά εργασίας - έχει πλέον σε συνειδητό επίπεδο μαλακώσει.
Το μειονέκτημα είναι ότι ο απόηχος των παλιών απαγορεύσεων (οι γυναίκες της γενιάς μου είχαν γιαγιάδες που γεννήθηκαν κοντά στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο και μητέρες κοντά στον 2ο) παραμένει εδώ σε ασυνείδητο επίπεδο. Μπορεί να διατυπώνεται πλέον πιο μαλακά αυτό όμως μπορεί και αποτελεί μια διαφορετική δυσκολία, η οποία ως κρυφή και ασυνείδητη είναι ακόμα πιο δύσκολο να την αντιμετωπίσεις.
Ένα παράδειγμα αυτού είναι ο εσωτερικευμένος μισογυνισμός από τις ίδιες της γυναίκες. Αυτό σημαίνει ότι σε ασυνείδητο (ασυναίσθητο) επίπεδο οι γυναίκες οικειοποιούνται το κυρίαρχο αφήγημα του μισογυνισμού χωρίς να το συνειδητοποιούν. Μπορεί και οι ίδιες χωρίς να το ξέρουν να είναι τρομερά σκληρές με τον εαυτό τους και με τις άλλες γυναίκες.
Ένας σύγχρονος τρόπος με τον οποίον εκφράζεται αυτό είναι με τις παράλογες απαιτήσεις για την εμφάνιση, η οποία πρέπει να παραμείνει μέχρι την προχωρημένη ηλικία πάρα πολύ νεανική, σχεδόν εφηβική. Έχει παρατηρηθεί ότι τα υπερβολικά κριτήρια με τα οποία κρίνεται η γυναικεία εμφάνιση συμπίπτουν χρονικά με την κατάκτηση κάποιων δικαιωμάτων. Ως εάν να έπρεπε να επιστρατευτεί ένας καινούργιος μηχανισμός δημιουργίας μειονεξίας στην θέση των παλιότερων..
Για να καταλάβουμε αυτόν τον μηχανισμό πρέπει να καταλάβουμε τη σχέση μας με τη μητέρα μας, η οποία παραμένει το άτομο που κυρίως μας φροντίζει στα πρώτα τρία χρόνια της ζωής μας. Λεμέ στην ψυχανάλυση ότι «το μωρόν δεν υπάρχει», «το σώμα δεν υπάρχει». Εννοούμε με αυτό ότι το μωρόν και το σώμα δεν μπορούν να επιβιώσουν κυριολεκτικά και ψυχικά έξω από την σχέση με το φροντίζων άτομο. Το μωρόν επιβιώνει μόνο μέσα στη σχέση. Η μητέρα με το βλέμμα της, με τον τρόπο που μας μιλάει ή και αγγίζει, θα μεταδίδει συνεχώς τις δίκες της σκέψεις συνειδητές και ασυνείδητες, οι οποίες θα είναι διαμορφωμένες από τις δίκες της εμπειρίες όταν ήταν εκείνη μωρό. Μιλάει συνεχώς είτε με λόγια, είτε με την κίνηση της άλλα και με τον τρόπο που θα φροντίσει. Ειδικά όταν το παιδί είναι το ίδιο φύλο με εκείνη σχεδόν μπορούμε να την »ακούσουμε» να λέει: "πρέπει να είσαι όμορφη για να αγαπηθείς, εάν είσαι όμορφη θα έχεις μια καλύτερη ζωή, εσύ και εγώ είμαστε ένα, μη με αφήνεις" ή "δεν μπορείς να είσαι πιο όμορφη από μένα" ή "φύγε να ζήσεις την τέλεια ζωή που εγώ δεν είχα" ή "μη με αφήνεις, με την δική σου τελειότητα επέτρεψε μου να νιώσω και εγώ καλά".
Προσοχή δεν λέω ότι τα λέει όλα αυτά κυριολεκτικά. Μπορεί όμως να προκύπτουν έμμεσα μέσα από το θετικό ή αρνητικό βλέμμα της μητέρας προς το θηλυκό βρέφος της με το οποίο, λόγω ομοιότητας ταυτίζεται και προβάλει επάνω του (ασυνείδητα) τις δίκες τις φαντασιώσεις, βιώματα και προσδοκίες.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα πράγματα αλλάζουν αλλά όχι τόσο ριζικά όσο νομίζουμε. Η παιδική ηλικία της μητέρας μας, μέσω του αποήχου της μας έχει επηρεάσει με τρόπους που ούτε αντιλαμβανόμαστε. Και έτσι οι προσδοκίες από τον εαυτό μας παραμένουν πάρα πολύ πολύπλοκες και αντιφατικές.
Μήπως από την άλλη ο σύγχρονος φεμινισμός έχει ξεπεράσει τα όρια και η γυναίκα μοιάζει να έχει χάσει τα χαρακτηριστικά της;
Νομίζω πως αυτό είναι ένας μύθος. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλοί φεμινισμοί. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας δύσκολος διάλογος μεταξύ δευτέρου και τρίτου κύματος φεμινισμού. Το δεύτερο κύμα είναι πιο κοντά στη θεωρία που ανέφερα παραπάνω και αναγνωρίζει ότι το γυναικείο σώμα είναι διαφορετικό και απαιτεί αναγνώριση αυτής της διαφορετικότητας ως ισάξια. Το τρίτο κύμα, είναι πιο κοντά στην θεωρία ότι όλα διαμορφώνονται μέσα στον λόγο, μέσω της γλώσσας. Ότι το σώμα από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Και στο τρίτο κύμα λοιπόν τα φύλα περιλαμβάνουν περισσότερες εκδοχές, όπως τα τρανς άτομα και άλλα. Επίσης, επιμένουν πολύ στην διαφοροποίηση μεταξύ βιολογικού φύλου και κοινωνικού και άλλα. Η συζήτηση είναι ανοιχτή.
Κάθε διαφορετικό υποκείμενο που μιλάει για φεμινισμό τονίζει διαφορετικές πτυχές, με διαφορετικό τρόπο και διαλέγοντας διαφορετικό λεξιλόγιο. Αυτό μπορεί να μας αποξενώνει ή να μας ζεσταίνει. Δεν μπορεί όμως να σημαίνει ότι το αίτημα για ίσες προσβάσεις, για ασφάλεια, για επαναπροσδιορισμό των ρόλων είναι μεμπτό.
Νομίζω ο κύριος λόγος που ο φεμινισμός έχει ένα κακό όνομα είναι ο προαναφερθείς εσωτερικευμένος μισογυνισμός. Ο εσωτερικευμένος αυτός μισογυνισμός εγκαθίσταται χωρίς να έχουμε επίγνωση αυτού. Πάντως, με αυτόν συνδέεται και το γεγονός ότι ίσως και να φοβόμαστε ότι αν πούμε ότι είμαστε φεμινίστριες θα αρέσουμε λιγότερο, θα τρομάξουμε τους άνδρες, θα αποξενώσουμε τον πατέρα, τον άνδρα ως είδος.
Καμιά φορά ακούω σε αυτές τις αποποιήσεις μια κρυφή φωνούλα που λέει: "εγώ είμαι καλό κορίτσι, μη αποσύρετε την επιθυμία σας για μένα, θα είμαι γλυκιά, να εδώ δεν θα ενοχλήσω καθόλου". Δεν το λέω όμως ειρωνικά, είναι απολύτως κατανοητή η επιθυμία μας να αρέσουμε, να έχουμε την ανδρική αποδοχή. Είναι δύσκολο θέμα.
Γυναίκα καριέρας και οικογένεια. Ποιες είναι οι σωστές δόσεις ενέργειας που απαιτούνται και πως επιτυγχάνονται οι ισορροπίες:
Δεν επιτυγχάνονται! Σίγουρα όχι ως κάτι μόνιμο, κάθε μέρα τις διαπραγματευόμαστε ακόμα. Πάντως, κάθε γυναικά έχει τη δική της ιστορία, και κάθε οικογένεια επίσης. Έχουν γίνει βήματα. Οι πατεράδες πχ κατά κανόνα είναι πιο κοντά στα παιδιά τους. Και αυτό τους έχει εμπλουτίσει και τους ίδιους πάρα πολύ. Όμως η ανακατανομή των φύλων στην αγορά εργασίας δεν είναι συγχρονισμένη με την ανακατανομή των εργασιών εντός του σπιτιού. Μια εργαζόμενη γυναικά έχει συχνά πολύ παραπάνω ευθύνες σχετικά με τα παιδιά και το σπίτι και αυτό φέρνει σωματική και ψυχική εξάντληση και εντέλει ερωτική αποξένωση.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν πιστεύω ότι έχουμε την επιλογή να μην εργαστούμε τώρα πια ακόμα και να το θέλαμε. Σε τι μπορεί να βασιστεί μια νέα γυναικά όταν ο γάμος έχει επαναπροσδιοριστεί τόσο πολύ ως κάτι που στις μισές τουλάχιστον περιπτώσεις διαλύεται.
Άρα, η διαπραγμάτευση, μια διαπραγμάτευση του τρόμου πολλές φορές, αποτελεί μονόδρομο. Όλα γίνονται πολύ πιο εύκολα όταν υπάρχει συνεργατικότητα και στήριξη.
Η διατήρηση της νεότητας είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί τόσο πολύ;
Πολύ πονεμένο κεφάλαιο. Αισθάνομαι ότι η εμμονή με την νεότητα έχει κάτι σχεδόν ψυχωτικό. Και μιλάω για ένα ψυχωτικό κομμάτι εντός όλων μας και εντός της κοινωνίας εν συνόλω. Είναι σαν να μην δεχόμαστε τη διαφορά των γενεών, τον κύκλο της ζωής, την αλήθεια... Η εμμονή με τη νεότητα είναι κατά τη γνώμη μου εναντίον της σκέψης. Μια σκέψη που θα αποδεχόταν την απώλεια (της νεανικής ομορφιάς) και στη θέση της θα μπορούσε να βάλει άλλες πιο συμβολικές και εσωτερικές ιδιότητες. Αλλά και πάλι αυτή η εμμονή αφορά στους τρόπους που εσωτερικεύονται κοινωνικές επιταγές, οι οποίες μας ζητάνε να είμαστε σαν κοριτσάκια στα 60.
Από την άλλη βλέπουμε και κάποιες ενθαρρυντικές κινήσεις εναντίον αυτής τη εμμονής. Προσωπικά πιστεύω ότι οποιαδήποτε αλλαγή έρχεται, ισχυροποιείται μόνο στον βαθμό που την ενστερνίζεται και η pop κουλτούρα και όχι μόνο η ακαδημαϊκή αρθρογραφία. Και έτσι όταν βλέπω την Andie MacDowell να εμφανίζεται με φυσικό γκρίζο μαλλί και την Pamela Anderson άβαφη χαίρομαι που τις βλέπω. Αρκεί αυτές οι κινήσεις να μην μείνουν σε κάτι τόσο συγκεκριμένο άλλα να ανοίξουν μια συζήτηση, κατά την οποία διαφορετικές εκδοχές στην εμφάνιση γίνονται πιο μαζικά αποδέκτες. Χαίρομαι όχι γιατί έχω τίποτα εναντίον του make up και της βαφής μαλλιών - προσωπικά μου αρέσουν και τα δυο, είναι εξάλλου κάτι που συναντάμε ήδη από τις μινωικές τοιχογραφίες, προϊστορικά - άλλα γιατί πιστεύω ότι αυτές οι καινούργιες εικόνες ανοίγουν ένα παράθυρο σε μια πιο πολυφωνική άποψη για το τι είναι γυναικά και πως μπορεί να μεγαλώνει.
Την ίδια στιγμή, η επιθυμία παράτασης της καλής υγείας μέσω της άσκησης και τις πιο υγιεινής διατροφής είναι μόνο θετικό για μένα. Δεν είμαστε μόνο σκέψη, έχουμε και έναν ενσώματο εαυτό.
Θεωρείς ότι το καλό και το όμορφο μπορεί να αντισταθμίσει την ασχήμια που ζούμε;
Ναι το πιστεύω! Αλλά να σας πω πώς καταλαβαίνω εγώ το καλό και το όμορφο, γιατί είναι προσωπικό:
Η ομορφιά είναι η διατύπωση και το μοίρασμα της σκέψης μέσω της σύνδεσης, μέσω ενός έργου τέχνης, μέσω του λογού. Η ομορφιά λοιπόν, μπορεί να μιλάει και για πολύ άσχημα πράγματα: για οδύνη, για αδικία, για απελπισία. Όταν όλα αυτά βρίσκουν την αναπαράσταση τους, πχ μέσω της τέχνης, αυτό για μένα είναι ομορφιά. Γιατί αυτή η αναπαράσταση επιτρέπει τον ελεύθερο δίαυλο μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, επιτρέπει την σκέψη...
Όσο για το καλό, θα το συνδέσω με το αίσθημα ευθύνης και εκεί θα ακολουθήσω τον μεγάλο φιλόσοφο Λεβινάς που είπε ότι η ευθύνη προς τον άλλον άνθρωπο προκύπτει από την αναγνώριση της ετερότητας του. Αναγνώριση της ετερότητας σημαίνει ότι αντιλαμβάνομαι ότι ο άλλος άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό, διαφοροποιημένο πλάσμα με τις δίκες του σκέψεις, επιθυμίες, ανάγκες, φαντασιώσεις, αξίες και συνήθειες. Όταν τον αντιλαμβάνομαι ως διαφοροποιημένο άτομο, τότε μόνο καταλαβαίνω και την ανθρώπινη ευαλωτότητα του και παραιτούμαι από τις φαντασιώσεις ελέγχου, και αφήνω χώρο.
Αντιθέτως, το κακό είναι η κατάργηση του άλλου ως πρόσωπο. Ο άλλος γίνεται μια ιδιότητα, σχεδόν απρόσωπη: ο σύζυγος, η σύζυγος, ο γιος μου, η κόρη μου. Μέσα σε αυτήν την κατάργηση εισχωρεί η επιθυμία ελέγχου, η οποία μπορεί να φτάσει μέχρι και τη βία.
Από την άλλη μεριά αυτό το κακό και καλό, με αυτή την έννοια που το λέω εδώ είναι ψυχικές καταστάσεις που ανήκουν σε όλους, το θέμα είναι πόσο. Εξάλλου όλη μας η ζωή θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια προσπάθεια να δεχθούμε το όριο του άλλου. Μέχρι πόσο μπορεί να μας ακούσει, μέχρι πόσο μπορεί να μας αγαπήσει, μέχρι πόσο μπορούμε να τον αποδεχθούμε εμείς.
Γυναίκα και βία. Θεωρείς πως έχουν γίνει βήματα προς το καλύτερο;
Όπως γνωρίζετε τα νούμερα δεν μας καθησυχάζουν καθόλου. Υπάρχει όμως ένας τομέας, ένα βήμα, που για μένα είναι τεράστιο και το χρωστάμε στις κόρες μας και στις μικρές μας αδελφές. Αυτό το βήμα είναι ότι τα φαινόμενα της βίας βρήκαν τη θέση τους μέσα στη γλώσσα. Πχ γυναικοκτονία, κακοποίηση, εκφοβισμός. Ακόμα και το αμετάφραστο gaslighting.
Οι νεότερες γυναίκες μέσα από το me-too βγήκαν μπροστά και έδωσαν σε μια σειρά από καταστάσεις το όνομα που τους ταιριάζει. Τόλμησαν να καταγγείλουν, να αφηγηθούν, να ονομάσουν. Και χάρη σε εκείνες μπορέσαμε και εμείς οι μεγαλύτερες να επανεπισκεφτούμε το παρελθόν εκ των υστέρων και να σκεφτούμε την ιστορία μας και να επανανοηματοδοτήσουμε κάποιες τραυματικές καταστάσεις. Όταν ήμουν εγώ 15 η σεξουαλική παρενόχληση από ενήλικο άτομο δεν γινόταν θέμα, η δε βία εντός μιας ερωτικής σχέσης μπορεί και να εκλαμβάνονταν ως οριακά γοητευτική.
Και καταλαβαίνω ότι συνομήλικοι μου άνδρες αισθάνονται αδικημένοι και θιγμένοι, και σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι είναι όλοι οι άντρες ένα πράγμα. Αλίμονο όμως, ας μην εξιδανικεύουμε και το παρελθόν. Ένα παρελθόν που εάν ήσουν γυναικά ή παιδί και βρισκόσουν στο λαμβάνειν κακοποίησης δεν γινόταν καν θέμα.
Μιλήσέ μας για τα πρότυπά σου γενικότερα...
Είμαι πλέον σε μια ηλικία που δεν έχω πρότυπα, δεν έχω πια ανάγκη ούτε από δαιμονοποιήση ούτε από εξιδανίκευσες. Παρόλο αυτά υπάρχουν άνθρωποι που με αγγίζουν ακόμα, και με συγκινούν. Θα πω συνειρμικά μερικούς:
Πρώτα μου έρχεται, ο πρόσφατα εκλιπών Γιάννης Μπουτάρης που εκπροσώπησε μια άλλη Θεσσαλονίκη: τη Θεσσαλονίκη της συμπερίληψης και της πολυπολυτισμικότητας. Ο ίδιος επίσης έδωσε το παράδειγμα μιλώντας ανοιχτά για την απεξάρτηση επηρεάζοντας εκατοντάδες εξαρτημένους που κυριολεκτικά σώθηκαν ακολουθώντας; Εκείνον τους ανωνύμους Αλκοολικούς.
Επίσης, ως άτομο που με επηρέασε στο νου μου έρχεται η γιαγιά μου η Αφρούλα Πασχαλίδου που ήταν μια προσφύγισσα που ήρθε παιδάκι στη Θεσσαλονίκη, αγαπούσε τα γράμματα, εργάστηκε σαν δασκάλα στο σχολείο και στα ιδιαίτερα προσφέροντας για τα παιδιά της και τα εγγόνια της μια καλή ζωή. Που διάβαζε από την σύνταξη και μετά κάθε μέρα ένα βιβλίο. Που είχε την καλύτερη σχέση με τον παππού μας που έχω δει ποτέ, ερωτευμένοι και συνεργατικοί μέχρι τέλους.
Αλλά και κάποιες ανώνυμες για τον πολύ κόσμο γυναίκες που κάθε μέρα προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, στην εργασία και το σπίτι και μέσα από την αγάπη τους για τα παιδιά τους διδάσκουν την αλληλεγγύη, η οποία μεταδίδεται στον κόσμο μέσω της αλυσίδας των μεταβιβάσεων.
Ένα dream project...
Η ζωή μου άλλαξε από τότε που βγήκα εν μέρη από το γραφείο - αν και εκεί παραμένω τις περισσότερες εργάσιμες ώρες - και πήγα στο προσφυγικό πεδίο. Εκεί άρχισε να με απασχολεί ένα ερώτημα: Πώς οι διαφορετικοί κόσμοι συναντιούνται, πώς η διαφορετικότητα μπορεί να εμπλουτίσει αντί να διχάσει;
Νομίζω ότι ενώ μιλάμε για τα προβλήματα που φέρνει η ένταξη των ξένων στην πράξη τα πράγματα είναι συχνά πολύ διαφορετικά εάν δοθεί αρκετός χώρος και χρόνος. Θέλω να πω, είναι καλό τελικά όταν διαφορετικοί άνθρωποι συνυπάρχουν γιατί μέσα από τη διαφορετικότητα τους θα έχουν την τάση να σκεφτούν και διαφορετικές λύσεις που θα συμπληρώσουν η μια την άλλη. Να πω ένα μικρό παράδειγμα που μου έκανε τρομερή εντύπωση: Δεν το ξέρει αυτό πολύς κόσμος άλλα η αναγέννηση της τυροκομίας και άλλων προϊόντων στη Νάξο οφείλεται στην πρόσφατη ένταξη της κοινότητας των Αλβανών στο νησί τη δεκαετία του '90. Έλληνες και Αλβανοί συνεργάστηκαν καταπληκτικά (έχοντας πρώτα περάσει από δυσκολίες). Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.
Άλλο πολύ πιο σημαντικό για μας είναι εδώ στη Θεσσαλονίκη: Πως τελικά η πόλη μας εμπλουτίστηκε από τα κύματα προσφύγων που εντάχθηκαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι πρόσφυγες έφεραν επιχειρηματικότητα, πολιτισμό, νέες ιδέες. Σήμερα αυτό είναι κοινώς παραδεκτό, όμως και τότε οι αρχικές αντιδράσεις ήταν πολύ κακές.
Το ερώτημα είναι για μένα ένα: Γιατί τόσο συχνά οι παρεμβάσεις αποτυγχάνουν; Τι πάει στραβά; Νομίζω ότι αυτό που πάει στραβά είναι ότι στον σχεδιασμό των παρεμβάσεων λείπει η ισότιμη και ενεργή συμμετοχή των υποκείμενων στα οποία αφορά η παρέμβαση.
Έτσι λοιπόν στο μέλλον θα ήθελα να εμπλακώ σε ένα πρόγραμμα που θα ασχοληθεί με το ζήτημα της συνύπαρξης μας με τους Ρομά. Και μου είναι σαφές ότι οποιαδήποτε παρέμβαση θα πρέπει να συν σχεδιαστεί με συμμετοχή και εκείνων.