Η Θούλη Μισιρλόγλου, Διευθύντρια και Ιστορικός τέχνης του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, μιλάει για τα παιδικά της χρόνια στη γειτονιά των 40 Εκκλησιών, για όσα την καθόρισαν μεγαλώνοντας και για τη δημιουργική δύναμη της Τέχνης, που τη βοηθάει να διατηρεί αμείωτη «την αγωνία απελευθέρωσης και τις διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τ' άστρα», όπως έλεγε ο Χατζιδάκις.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα …ήδη. Εκεί (εδώ) και αλλού. Η παιδική μου μνήμη με φέρνει στις ανηφόρες και κατηφόρες των 40 Εκκλησιών, σε πιλοτές να ανταλλάσσουμε συλλογές, στο σπίτι της Έλλης, στο σκαμπό του σπιτιού μας που μας οδηγούσε με την Ίντα στο ντουλάπι με τις σοκολάτες ΙΟΝ με ολόκληρα αμύγδαλα, σε ένα μαγικό πέτρινο σχολείο και στα πρόσωπα τεσσάρων διαφορετικών δασκάλων, στους οποίους επέστρεφα πολύ μετά την αλλαγή της γειτονιάς.
Αν είχαμε σήμερα γειτονιά των Αγγέλων θα ήθελα να μένω εκεί, να κλέβω κάτι από την αέρινη θαλπωρή τους. Τώρα κατοικώ μαζί με αυτούς που είναι δίπλα μου και όσους έφυγαν.
Δεν ήθελα ποτέ να γίνω κάτι. Παιδικά παιχνίδια μας ήταν αυτοσχέδιες ανταλλαγές, σκετσάκια το καλοκαίρι ενώπιον κοινού, μηχανές δακτυλογράφησης, τα συμβόλαια λίγο μετά -ποτέ οι κούκλες για μένα. Ακόμη και ως έφηβη δεν νοιάστηκα ποτέ για την επαγγελματική μου αποκατάσταση, όχι επειδή δε θα χρειαζόταν, αλλά γιατί δεν μου καλλιέργησε κανείς αυτή την ανάγκη. Η μόνη ανάγκη που ανακάλυπτα σταδιακά ήταν της γοητείας: από κείμενα, από βιβλία, από έργα. Ανθρώπων και τέχνης. Ό,τι κι αν κάνω, τώρα ή και στο μέλλον, καθοδηγείται από τη μορφή της παιδείας, όπως την όρισε εκ νέου ο Χατζιδάκις: δεν θα είναι ποτέ «η πληροφορία, η τεχνική, το δίπλωμα εξειδίκευσης που εξασφαλίζει γάμο, αυτοκίνητο κι ακίνητο, με πληρωμή την πλήρη υποταγή του εξασφαλισθέντος», αλλά «η πνευματική και ψυχική διάπλαση ενός ελεύθερου ανθρώπου, με τεχνική αναθεώρησης κι ονειρικής δομής, με αγωνία απελευθέρωσης και με διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τ' άστρα».
Αποφάσισα να γίνω ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων και όχι κάτι άλλο, χωρίς ποτέ να το αποφασίσω με τη συνειδητότητα οποιασδήποτε πρακτικής απόφασης. Διαισθητικά και σχεδόν ανεπαίσθητα. Ακόμη ανακαλύπτω τη δημιουργική δύναμη μέσα στα έργα, στις εκθέσεις, στους καλλιτέχνες, στα μουσεία, στη ζωή και αυτό εξακολουθεί να είναι το μοναδικό μου κριτήριο για να «είμαι» κάτι, σε επαγγελματικό επίπεδο. Και για να διατηρώ αυτή την «αγωνία απελευθέρωσης και τις διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τ'άστρα» σε προσωπικό επίπεδο.
Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι ο άγνωστος καλλιτεχνικός θησαυρός της πόλης. Όλο και περισσότερο γνωστός βεβαίως, μετά από 38 σχεδόν χρόνια λειτουργίας, με ατέλειωτες εκθέσεις και εκδηλώσεις. Γεννήθηκα (κυριολεκτικά) την ίδια μέρα που αυτό ιδρυόταν και ο βίος του είναι παράλληλος με τον δικό μου. Στις συλλογές του, που περιλαμβάνουν έργα πάρα πολλών καλλιτεχνών, Ελλήνων, ξένων, κάθε τεχνοτροπίας και είδους, μπορεί κανείς να ανακαλύψει τα πιο απροσδόκητα πράγματα, να σκεφτεί την πραγματικότητά του αλλιώς, να ξαναζήσει κατά κάποιο τρόπο μέσα από τα έργα της σύγχρονης τέχνης, ακόμη κι αν καταχρηστικά θεωρούνται σύγχρονα ακόμη και έργα που έγιναν τη δεκαετία ’60 ή ’80. Από τη στιγμή που τα έργα αυτά συμπορεύονται με τη ζωή πολλών συμπολιτών μας εξακολουθούν να ονομάζονται σύγχρονα και το ΜΜΣΤ είναι ένας σταθερός οδηγός στο διαφορετικό βλέμμα, στη διαφορετική στάση ζωής και αντίληψης πολλά χρόνια τώρα. Μια διαφορετική αντίληψη που ενυπάρχει και σήμερα στις προσπάθειες των πολιτών εκείνων, οι οποίοι μερικές δεκαετίες πριν οραματίστηκαν ένα ανοιχτό μουσείο σύγχρονης τέχνης, ένα μουσείο της κοινωνίας των πολιτών.
Σε κάποιο σημείο του ΜΜΣΤ, δίπλα από ένα αληθινό ασανσέρ, μπορεί να μπερδευτείτε: να νομίσετε, ότι καλείτε το ασανσέρ πατώντας τα κουμπιά της μεταλλικής πλάκας δίπλα του -όπως σε κάθε ασανσέρ άλλωστε- αυτό, όμως, δεν είναι αληθινό αλλά ένα έργο που αγαπώ πολύ, του Erwan Mahéo. O Erwan, στη θέση των αριθμών των ορόφων, έχει βάλει φανταστικούς προορισμούς, που έχουν μια σχέση με κάτι καλλιτεχνικό και ευρύτερα πολιτιστικό: η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, η Σύρος του Martin Kippenberger, η Εικονική Συλλογή του Jacques Lizène και το Νησί των Νεκρών (πραγματικός τόπος, αλλά και αποτυπωμένος στον πασίγνωστο πίνακα του Böcklin) είναι οι καινούριοι ιδανικοί προορισμοί σου. Προσωπικά, όταν φτάνει κανείς να θεωρεί συγκεκριμένα έργα (τέχνης, λογοτεχνίας ή όποιο) ολόκληρους τόπους και να ταξιδεύει, έστω νοητικά μόνο, είναι νομίζω, ευτυχισμένος. Ίσως όμως πάλι αχόρταγος.
Η πρώτη έκθεση που επιμελήθηκα, από την έρευνα μέχρι την παρουσίασή της, ήταν έργων του Ιακωβίδη και την κάναμε μαζί με την καθηγήτριά μου στο πανεπιστήμιο, Ευθυμία Γεωργιάδου – Κούντουρα, για τη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης. Πρώτη φορά μυριζόμουν, τι μπορεί να σημαίνει «έκθεση». Η στιγμή, όμως, που με καθόρισε στα πιο ώριμα επαγγελματικώς χρόνια μου ήταν η συνεργασία με τον Ντένη Ζαχαρόπουλο, αρχικά για τους «Πρωτοπόρους» με έργα από τη Συλλογή Μπέλτσιου και μετά η έκθεση των «Τόπων», όπου παρουσιάσαμε στην Αθήνα, σε πέντε εμβληματικούς χώρους, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των συλλογών του ΜΜΣΤ. Ο Ντένης είναι ένας από τους ανθρώπους που άλλαξε την οπτική μου για την τέχνη και τους καλλιτέχνες.
Μια στιγμή στην καριέρα μου την οποία πάντα ανακαλώ στη μνήμη μου με περηφάνια, αλλά και με απορία ήταν όταν δέχτηκα να αναλάβω τα 49α Δημήτρια! Μέσα σε ελάχιστο χρόνο έπρεπε να στηθεί μια καλλιτεχνική διοργάνωση, με τρόπο που ξεπερνούσε κατά πολύ τη σχέση μου με τα εικαστικά. Και το κάναμε! Και το ξανακάναμε, και το ξαναξανακάναμε!
Η εμπειρία των 49ων Δημητρίων, αλλά και των δύο επόμενων διοργανώσεων, είναι από τις πιο σημαντικές για μένα στη διαδρομή μου. Όχι μόνο γι' αυτό που τελικά έγινε και παρουσιάστηκε ως καλλιτεχνικό πρόγραμμα, αλλά και για το πώς έγινε, πώς μοιραστήκαμε πολλοί άνθρωποι ένα όραμα με εμπιστοσύνη και δύναμη.
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός. Εκεί όπου ο Απόστολος Παύλος συναντά τον Ηρόδοτο και οι δρόμοι τους τέμνονται. Νομίζω, πως ήταν πάντα το αγαπημένο μου σημείο, πριν καλά καλά καταλάβω ότι ήταν. Όχι μόνο ο ναός, αλλά και η μαγική αυλή του. Όχι μόνο το Πάσχα, αλλά και κάθε μέρα. Με ήλιο καλύτερα. Όχι μόνο προτού πεθάνει ο μπαμπάς μου, Νίκος, κι εκείνος, αλλά και μετά. Είναι αυτή η κλίμακα του ναού και ο τόνος του αυτά που εγώ ονομάζω «ανθρωπινότητα»: μικρός, μονόχωρος, μέσα στα δέντρα, με μοναδικές, πολύ πυκνές τοιχογραφίες, για να χωρέσουν όλα: χρωματιστά θαύματα και μαζί το φιλί του Ιούδα.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι το Clochard και η αγαπημένη μου αμαρτία τα «βρώμικα» της καντίνας.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι το κουβεντολόι πριν τη δουλειά. Ο Νικόλας πάει σχολείο και είτε μιλάω στο τηλέφωνο με φίλες (ακόμη και μέσα στο αυτοκίνητο) ή ζωντανά με τους συναδέλφους πριν ξεκινήσει η μέρα. Επίσης ονειρεύομαι πώς θα ήταν, αν εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν στο roof garden του Electra Palace για έναν πρωινό καφέ.
Δεν αλλάζω τα βράδια στο σπίτι με φίλους. Όταν όμως έρχεται η ώρα της εξόδου, προτιμώ πια τα μαγαζιά όπου μπορώ να καθίσω και μπορώ να μιλήσω. Θες γιατί μεγαλώνω, θες γιατί βαρέθηκα πολλά πράγματα, θες γιατί ο χρόνος είναι πιο πολύτιμος; Εκείνη βέβαια η αγαπημένη γωνία του Excelsior, που μεταμορφώνεται μέσα σε λίγα βήματα στο be, είναι ένα κόσμημα, και ανακαλεί όλη την ευγένεια της φιλοξενίας, για λίγο ή για πολύ, για ύπνο ή φαγητό. Όπως και πολλά μαγαζιά στην ευρύτερη περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς, η οποία συνδέεται με τα χρόνια της προσωπικής μου απελευθέρωσης. Η νεότερη εκδοχή μαγαζιών που πηγαίνω, στην περιοχή του Φραγκομαχαλά, θαρρώ πως είναι η εκδοχή μιας Θεσσαλονίκης πιο ψυχρής, αλλά ασφαλώς καλαίσθητης.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι μετά την παραλία της Αρετσούς. Μια μικρή μικρή αλάνα μπροστά στη θάλασσα, που δεν την πιάνει και πολύ το μάτι σου. Γιατί άλλα αντίστοιχα σημεία τα έπιασε δυστυχώς το μάτι εργολάβων εμπορικών κέντρων.
Η Θεσσαλονίκη που μου αρέσει πια είναι αυτή των ξένων. Αυτή που ξαναδιαμορφώνεται μέσα μου χάρη στην παρουσία όλων αυτών των τουριστών και επισκεπτών της πόλης που την ανακαλύπτουν ξαφνικά -και μαζί τους κι εγώ. Είναι εκείνοι που μας επιτρέπουν να νιώθουμε και να ζούμε την πόλη πιο ακομπλεξάριστα, όχι μόνο ως «μεγάλο Κιλκίς με θάλασσα», όπως την έχει πει, μεταξύ άλλων, ο Κοροβίνης.
Δεν θα ήθελα να αλλάξω τίποτα στην πόλη. Εντάξει, ίσως λίγο το πάρκινγκ στο κέντρο της, αλλά οι πόλεις αλλάζουν έτσι κι αλλιώς και μόνο, αν ήμουν πολιτικός, θα εξακολουθούσα να έχω την προσδοκία των σημαντικών αλλαγών –κι αυτή ίσως ματαιωμένη.
Αν είχα το budget να δράσω κατά βούληση, για να βοηθήσω τους νέους εικαστικούς από την τοπική σκηνή της πόλης, αλλά και ευρύτερα, τότε θα τους έβαζα μέσα σε ομάδες κινηματογραφικών παραγωγών και θα ανυπομονούσα για το αποτέλεσμα.
Θα παρομοίαζα τη Θεσσαλονίκη με το παλιό γλυπτό του Ζογγολόπουλου, το Cor-Ten, αυτό που είναι στο Συντριβάνι. Πάνω του διχάστηκαν πολλοί, ήδη από την εποχή της τοποθέτησής του στη βόρεια πύλη της ΔΕΘ, το 1966. Αν αφαιρετικά θυμίζει τη Νίκη της Σαμοθράκης, ψυχολογικά θα έλεγα ότι θυμίζει την Ήττα της Θεσσαλονίκης. Της Θεσσαλονίκης της μόνιμης γκρίνιας και της χλεύης ακόμη απέναντι και σε εκείνα που δεν ξέρουμε και, τυφλά σχεδόν, δε θέλουμε να μάθουμε.
Φωτογραφία: Άρης Ράμμος
Αριστερά επάνω στην κεντρική φωτογραφία: Erwan Mahéo, Lift, 2006, Συλλογή Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.