Συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Η απλώς, με μία λέξη πολυπράγμων. Ο Νικόλας Ανδρουλάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα κι όπως θα ανακαλύψετε παρακάτω ήταν από μικρός ένα ανήσυχο πνεύμα. Σαν παιδί ήθελε να γίνει οδηγός μπουλντόζας, καπετάνιος, πιλότος φόρμουλα 1 και σκηνοθέτης κινηματογράφου. Λίγο μετά τα 20 του, αποφάσισε να σπουδάσει Χρηματοοικονομικά, κάτι που όμως κατάλαβε αμέσως ότι δεν του ταιριάζει. Η φύση του είναι καλλιτεχνική και δεν μπορεί να ξεφύγει απ' αυτήν. Έχει συμμετάσχει και σκηνοθετήσει σε μια σειρά από παραστάσεις, όπως τον εμβληματικό μονόλογο «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», το «Κύριος και Κυρία Λοτ», τις «Κούκλες» και τον Ντόριαν Γκρέι, ενώ τώρα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για να παρουσιάσει την παράσταση «Παρέλαση» με επίκεντρο το λογοκριμένο μονόπρακτο που γράφτηκε μια ανάσα πριν τη δικτατορία κι εκδόθηκε ακριβώς μετά.
Πολλοί μπορεί να τον γνωρίζετε από τον λογαριασμό του στο Instagram κι από την ιδιαίτερη και ξεχωριστή γραφή του! Παρακάτω μας αποκαλύπτει όλα όσα αγαπάει τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη του, την οποία επισκέπτεται συχνά.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα έζησα στην Πλατεία Πλαστήρα στο Παγκράτι, λίγο παραπέρα απ' όπου είναι το σπίτι που νοικιάζω τα τελευταία δέκα χρόνια. Κύκλος άρα με έναν τρόπο. Το μεγαλύτερο μέρος της ανήλικης ζωής μου το πέρασα στον Καρέα. Σε έναν συγκινητικό τόπο αφού, χωρίς να είναι μια μεγαλοαστική περιοχή, έχει μια ήρεμη αύρα εξοχής και πόλης μαζί. Βέβαια οι φωτιές του Υμηττού είναι μια στενόχωρη βιωμένη πραγματικότητα. Παιδάκι ανέβαινα με τον πατέρα μου σαν σε ακραία περιπέτεια ως την κορυφή του βουνού μέσα από πυκνό δάσος και πλέον όλο το βουνό είναι καραφλό.
Η αγαπημένη μου γειτονιά είναι η γειτονιά μου. Η πάλαι ποτέ γειτονιά του Χατζιδάκι, το μικρό Παρίσι, χαμηλά στο Παγκράτι στην Πλατεία Προσκόπων, πέρα κάτω ως το Μετς και το Καλλιμάρμαρο. Εκεί έχω αναπτύξει σχέσεις αληθινής καλημέρας, εκεί μπορώ να ζω επ' αόριστον χωρίς χρήματα στο βερεσέ αν χρειαστεί, όπως παλιά στα χωριά. Κι όταν μου πεις έρωτας, εκεί έζησα τις πιο έντονες στιγμές, ανάκατες με μνήμες από κάθε γωνία της πόλης αυτής που την νιώθω χωριό μεγάλο, μπερδεμένο, όμορφο.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω οδηγός μπουλντόζας με μύτη στα τρία, καπετάνιος πλοίου στα πέντε, πιλότος φόρμουλα 1 στα οκτώ, σκηνοθέτης κινηματογράφου στα δέκα. Ερμηνευτής ήμουν ανέκαθεν όσο με θυμάμαι. Είτε κάνοντας μιμήσεις είτε λέγοντας ιστορίες. Ωστόσο μετά τα είκοσι αποφάσισα να το σπουδάσω. Στην εφηβεία μια μικρομέγαλη αγωνία στην Ελλάδα των ολυμπιακών αγώνων με οδήγησε να σπουδάσω για να γίνω γιάπης κατά φαντασίαν, σαν μελέτη ρόλου πιο πολύ, σπουδάζοντας χρηματοοικονομικά, στην πρώτη μου επιλογή και τα λοιπά. Ούτε χρονιά δεν χρειάστηκε για να καταλάβω όσα ήθελα πραγματικά. Να εξερευνώ τους επιμέρους ρόλους της ζωής, να ερμηνεύω χαρακτήρες, να γλεντάω φόβους, να αποτυπώνω την ομορφιά μας, να συγκινούμαι. Σε ένα παράλληλο σύμπαν ίσως γινόμουν ψυχίατρος ή νομικός. Στον δικό μας κόσμο η ελευθερία της ασκητικής του παίζειν και του φιλοσοφείν είναι για εμένα οδηγός ζωής. Ως να γίνουμε τέχνη ολόκληροι.
Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη είναι σίγουρα ερωτική. Η πιο μακροχρόνια σύντροφος της ζωής μου ήταν από εδώ. Τα πιο παρασάνταλα ξενύχτια ως το πρωί τα έχω κάνει εδώ. Πιτσιρικάς τα πρωταθλήματα ρητορικής κι ύστερα ως προπονητής τα κερδίσαμε εδώ. Τις πιο άσκοπες βόλτες γύρω γύρω στο μπακλαβωτό του κέντρου εδώ. Το ξέφωτο μόλις βγεις στην παραλία στον Θερμαϊκό εδώ. Και με τον έρωτα της ζωής μου θυμάμαι ανεξίτηλο ένα ταξίδι μας εδώ. Και το ανιψάκι μου πρώτη φορά το πήρα αγκαλιά εδώ. Κι όταν σκέφτομαι πού έχω ταξιδέψει πιο πολύ σαν εκδρομή εκτός από νησί είναι εδώ. Η Θεσσαλονίκη για εμένα είναι σαν ένα ταξίδι στο εξωτερικό αλλά σε τόπο ιερό με ανθρώπους αγαπημένους. Κι άνετα θα μπορούσα να μείνω μόνιμα εδώ.
Η κινητήριος δύναμη μου είσαι εσύ. Κι ό,τι σου λέει αυτό.
Η κομβική στιγμή στην καριέρα μου ήταν η απόφαση ότι δεν θέλω κάνω καριέρες κι ούτε να κοινωνήσω την εντελέχεια του όρου δούλεψη/δουλεία/δουλειά, ότι ασκώ το έργο μου κι ότι αξίζει να αγωνιστούμε από μέσα προς τα έξω για τη χειραφέτηση του νου και των κορμιών μας από τους εξουσιασμούς, τις ελπίδες, τις αλυσίδες. Με πίστη στον εαυτό και στον άλλο. Σαν να ήμασταν όλοι οι δυο μοναδικοί επιζήσαντες στην γαλάζια λίμνη. Κάθε μέρα. Σε κάθε συνθήκη. Κάθε στιγμή. Πιο εύκολα γίνεται παρά αποφασίζεται.
Αν η ζωή μου ήταν θεατρικό έργο, αυτό θα ήταν ελεύθερο από τα τείχη και τα στεγανά που ορίζουν για τους λόγους των όντων ένα εξώφυλλο κι ένα οπισθόφυλλο. Ένα άπειρο έργο άρα. Δίχως πέρας και πείρα. Δίχως συγγραφέα. Δίχως τιμή σε κούτελο και ράφι.
Ο καλλιτέχνης που αγαπώ είναι όλοι οι καλλιτέχνες που αποδέχονται και κοινωνούν συνειδητά, όμορφα ή λίγο λιγότερο όμορφα την ευθύνη, τον λόγο, της τέχνης ως ασκητική προφητείας και συγκίνησης της μέλλουσας ζωής. Η τέχνη άρα είναι ο μετροπόντικας της αγάπης για εμένα. Κι αυτό είναι μια πράξη βαθιά προσωπική και άκρως κοινωνικοπολιτική ταυτόχρονα, στην υπέροχη αυτή διπλή κλίμακα, ερήμην ή συνειδητά. Προσωπικά προτιμώ το συνειδητά.
Οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετώπισα είναι σε ενεστώτα χρόνο. Είναι πανδύσκολο μην το εγκαταλείψεις σιγά σιγά, αν αποφασίσεις από πολύ νωρίς ότι δεν θέλεις να γίνεις τσουτσέκι κανενός ισχυρού προσώπου ή φορέα ή κάτι σχετικό. Σε έναν υλικό κόσμο το να δημιουργείς δομές κι όχι απλώς περιεχόμενο είναι σαν την ανηφόρα του Σίσιφου και την βεράντα του Προμηθέα. Εκτός αν αποδεχτείς το παίγνιο και βιώσεις με χιούμορ τη δυσκολία της αντίστασης και γίνει το βεραντάκι ένα μικρό ξέφωτο στέκι. Κι όπου φτάσετε με τους επισκέπτες και τους συνοδοιπόρους. Κάπως να μη γίνουμε χειραγωγοί της ευσυγκινησίας αλλά βελονιστές της συγκίνησης. Ως να μην έχουμε ανάγκη να χειροκροτούμε ή να ποδοπατούμε κανέναν.
Ένας χώρος τέχνης της Θεσσαλονίκης που αγαπώ είναι η Αγία Σοφία. Με όλη την παραδοξότητα αυτού που λέω. Η μυσταγωγία των χώρων προσευχής σε κάθε πόλη του κόσμου είναι για εμένα τα πιο ανομολόγητα θέατρα. Κι οι τελετουργίες εντός των, σπουδή. Από τον Διόνυσο ως τον Βούδα. Και τον Κούδα και τον Ρασούλη κι όποιον θες. Οι χώροι τέχνης καθ αυτοί τα τελευταία πενήντα χρόνια θεωρώ ότι βιώνουν μια αδιόρατη, σταδιακή, αποσάθρωση σκοπού. Από τους θεατές πρωτίστως κι άρα από τους καλλιτέχνες αντανακλαστικά. Γιατί είμαστε όλοι πρωτίστως θεατές. Μακάρι να μην χρειαστεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος για να θυμηθούμε γιατί μαζευόμαστε σε χώρους τέχνης ανέκαθεν οι άνθρωποι. Για να υπερβούμε δομικά τα κοινωνικά στεγανά. Όλοι μαζί και καθένας προσωπικά. Και ξεκίνα από την ετυμολογία της λέξης κοινωνία.
Το μέρος της Θεσσαλονίκης που έχω την πιο ωραία ανάμνηση είναι το υπέροχο σπίτι και εικαστικό εργαστήριο του ξαδέλφου μου και της γυναίκας του στην Άνω Πόλη, που πήρα αγκαλιά τον ανιψιό μου νεογέννητο σχεδόν, πριν τρία χρόνια.
All time classic αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το Θέατρο Αυλαία. Για όσα συνέβησαν στις Κούκλες το 2020 κι όσα συνέβησαν προχθές στην Παρέλαση του 2023 και για όσα θα συμβούν εκεί ακόμη. Αυτό το θέατρο μικρογραφία μεγάρου έχει από πίσω ανθρώπους καταδεκτικούς, ταπεινούς και μερακλήδες. Κι αυτό είναι για εμένα πανέμορφο.
Η καλύτερη συμβουλή που μου έχουν δώσει ποτέ είναι να μην αφήνω γι' αύριο κάτι που μπορώ να κάνω σήμερα. Πανδύσκολη άσκηση αυτή και ξαλαφρώνει.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι μια μπίρα περιπτέρου απογευματινή. Για φέτος η πιο όμορφη ήταν από ένα περίπτερο που δεν έπαιρνε κάρτα αλλά ανάβλυζε ευγένεια ο μπάρμπας μέσα του. Ήπια την μπίρα αυτή περπατώντας. Θυμάμαι κάτι φωνές σαν σε ταινία, έξω απ' το ΓΕΛ Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Τώρα που με ρώτησες το έψαξα στους χάρτες για να μάθω πώς λέγονταν. Και τώρα αποκτά ακόμη πιο πολλή ποίηση και σε ευχαριστώ για αυτό.
Το κρυφό μου σημείο στην πόλη είναι ένα συγκεκριμένο παγκάκι στην παραλία που έχει για εμένα ανάμνηση τρυφερή και καθησυχαστική, για στοχασμούς, για μνήμες, για όνειρα. Είναι άδειο μες στη νύχτα, είτε φωλιάζει ένα ζευγάρι ασυγκράτητο είτε ρεμβάζει ένας παππούς ψαράς, είτε παιδάκια χοροπηδούν πάνω του σαν σχεδία στο πέλαγο.
Η Θεσσαλονίκη μου αρέσει γιατί μυρίζεις την ιστορία της, τις αντιθέσεις της, τα απωθημένα και τις ομορφιές της. Πολύ μικρή για να είναι Αθήνα, πολύ μεγάλη για να είναι Πάτρα, πολύ παλιά για να είναι πρωτοπόρος, πολύ πρωτοπόρος για να είναι παλιά.
Θα την ήθελα περισσότερο αντιδραστική. Ήδη κοχλάζει αυτή η αλλαγή. Η πόλη που έχει τόσες ζυμώσεις και φωνές και στρογγυλόκατσε στις φαντασιώσεις το περασμένων τριών δεκαετιών είναι και πάλι σε τροχιά γενεσιουργό, στις ιδέες, στους αγώνες, στις συντροφιές. Γι' αυτό έκανα εδώ πρεμιέρα ενός έργου εμπνευσμένου από το σύμπαν της ντόπιας παιχνιδιάρας προφήτισσας Λούλας Αναγνωστάκη. Για τις παρελάσεις γύρω και μέσα μας όταν παίρνουμε μάτι τις δυστυχίες να συντίθενται από παραθυράκια ή οθόνες.
Αν θα έπρεπε να τη χαρακτηρίσω με 3 λέξεις: Θέλω λίγο ακόμα!