fbpixel

Search icon
Search
SKG Stories: Η πόλη μέσα από τα μάτια της Χριστίνας Τσιραγγέλου
SKG STORIES

SKG Stories: Η πόλη μέσα από τα μάτια της Χριστίνας Τσιραγγέλου

Για τη σκηνή του design στη Θεσσαλονίκη και όσα αγαπάει στην πόλη


Ένα δημιουργικό μυαλό σε διαρκή αναζήτηση, αφιερωμένο στον σχεδιασμό και τους κώδικές του. Η Χριστίνα Τσιραγγέλου,  αφού πέρασε από τα έδρανα της περίφημης Αρχιτεκτονικής του Α.Π.Θ., συνάντησε το 2009 τον Μπάμπη Παπανικολάου και ίδρυσαν μαζί το 157+173 designers, ένα brand με έδρα τη Θεσσαλονίκη που ξεχωρίζει για τη λειτουργικότητα, τη μίνιμαλ αισθητική και την πρωτοτυπία στη χρήση των υλικών.  

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιοχή απέναντι από την κεραμοποιεία Αλλατίνη, στο τέρμα των λεωφορείων κοντά. Το πρώτο ισόγειο σπίτι που μέναμε το είχε χτίσει λέγανε ο παππούς μου, μόνος του. Μετά μετακομίσαμε απέναντι από το γήπεδο του Άρη, σε συνέχεια στη Θέρμη, μετά στον Κήπου του Καλού - Νέα Ελβετία και τελικά Μαρτίου, στο ύψος της Πυροσβεστικής. Μετακομίσαμε αρκετές φορές στο πατρικό σπίτι κι έτσι δεν υπάρχει ακριβώς η έννοια αυτή στο μυαλό μου. Πιο πολύ έχω αποτυπώσει τις καθημερινές διαδρομές μας, μέσα από το αυτοκίνητο από και προς τη Θέρμη, για το σχολείο που βρισκόταν στο ενδιάμεσο της διαδρομής, ανάμεσα από χωράφια, μάντρες, αποθήκες οικοδομικών υλικών και μαρμάρων, το κοιμητήριο, δασάκια, στράντζες-ψαλίδια. 

Είναι ένα κομμάτι της πόλης που δεν το λες αστικό. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι να περνάω με το αυτοκίνητο από την χαρακτηριστική τούμπα του Ελαιόδασους για να βγω στη Χαριλάου, και το σημείο να μοιάζει με τρενάκι λούνα-παρκ. Η Θέρμη εκείνη την εποχή ήταν ένα χωριό. Ένιωθα ελεύθερη ως παιδί, ανακαλύπταμε επικίνδυνα παιχνίδια σε μιναρέδες τζαμιών, αφύλαχτα γιαπιά και δέντρα. Όλοι επιβιώσαμε, όλα πήγαν καλά. Σήμερα νιώθω ότι όλα είναι πιο φοβικά κάπως. Τα περιβάλλοντα πιο προστατευμένα, πιο κλειστά και τα παιδικά χρόνια πιο φτωχά σε εμπειρίες ίσως. Δεν ξέρω αν η στροφή στη μεγαλύτερη ασφάλεια είναι ο τρόπος.

    Η αγαπημένη μου γειτονιά είναι αυτή που μένω τώρα, θα μπορούσα να πω, στην οδό Ερνέστου Εμπράρ. Θυμάμαι να διαλέγω το κτίριο γιατί δεν είχε μπαλκόνια και όλη ο όψη είναι ένα απλή επιφάνεια με τρύπες ως παράθυρα. Το διαμέρισμα είναι πολύ μικρό και βλέπει στην απέναντι δίδυμη οικοδομή της Ερνέστου Εμπράρ 14. Είναι άχαρη, με μία πρώτη ματιά, η περιοχή. Θυμάμαι πόσο άσχημη μου φαινόταν ως παιδί, όταν πήγαινα με τη γιαγιά μου στην Καθολική εκκλησία στη Φράγκων. Δεν είναι μία περιοχή που «ακούς μαχαιροπίρουνα το μεσημέρι», όπως έλεγε ο φίλος μου Κωστής Κοτόρκης, για περιοχές κατοικίας που έμοιαζαν να μην έχουν επαρκή ζωντάνια, στα φοιτητικά μας μάτια. Η γειτονιά, έχει λίγους κατοίκους, πολλά μαγαζιά διασκέδασης, πολλά μαγαζιά με εργαλεία και αντικείμενα χρηστικά. Γίνεται μία ενδιαφέρουσα μίξη, ανθρώπων που αν δεν υπήρχε αυτός ο κοινός τόπος της γειτονιάς, δε θα συναντιόνταν ίσως ποτέ. Την Κυριακή το πρωί η περιοχή είναι ήρεμη και είναι σαν να μην έχει περάσει τόσος κόσμος από πάνω της, το προηγούμενο Σάββατο βράδυ.

    Όταν ήμουν παιδί δεν ήθελα να γίνω δικηγόρος. Οτιδήποτε είχε σχέση με διένεξη, αντιπαράθεση με τρόμαζε, αλλά τελικά με άφηνε και σχετικά αδιάφορη. Προχωρούσα στο δημιουργικό, επόμενο κομμάτι γρήγορα. Θυμάμαι να με ρωτάει η μαμά μου και να της λέω «...όταν ασχολούμαι με κάτι λίγο παραπάνω, το αγαπάω μετά». Ήμουνα ένα μυαλό μαθηματικό, με πλήρη άρνηση για τη Φυσική και καλή στο σχέδιο. Πήγα δημοτικό στο Μαντουλίδη, ένα αυστηρό σχολείο με καθημερινά μικρά «ηλεκτροσόκ» και τεστ, και μετά πέρασα με κλήρωση στο 1ο Πειραματικό Γυμνάσιο & 2ο Πειραματικό Λύκειο, στην περιοχή της Πεταλούδας (αρχή Ανθέων). Είχα καθηγητές ταλαντούχους με όρεξη και ενδιαφέρον. Το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό. Θυμάμαι ο μέσος όρος της τάξης ήταν 18+, που κανονικά δε λέει και τίποτα, αλλά είναι ένας δείκτης ενδιαφέροντος. Μετά Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με πολλή προσμονή για αυτό. Η σχολή ήταν πολύ πλούσια με μία γενιά προσωπικοτήτων και ανθρώπων με διαφορετική γνώση και το πρόγραμμα σπουδών σου επέτρεπε μια τέτοια ελευθερία κινήσεων, που μπορούσες να το προσαρμόσεις στα μέτρα σου. Τεντοκάλη, Μαρτινίδης, Κωτσάκης, Βώκος, Γερόλυμπου, Νομικός, Παπαδόπουλος, Φράγκος είναι μερικοί από αυτούς που μου έρχονται στο μυαλό τώρα. Τα πράγματα ήταν προσωπικά. 

    Έκανα πρακτική από το 2ο έτος, παράλληλα με τις σπουδές, στο γραφείο του νονού μου Ισίδωρου Σέμψη, στο γραφείο του νονού του αδερφού μου ΟΠΤΕ, Άκη Πετρίτζη, στο γραφείο του Manolis Venetos, στη Βιέννη, οικογενειακού φίλου της πολύ καλής μου φίλης στα φοιτητικά χρόνια, Νάστιας Χατηγώγα. Δούλεψα στο γραφείο του Γιώργου Τριανταφυλλίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βόλου, που διατηρούσε γραφείο στη Θεσσαλονίκη, στην Κατσιμίδη. Ο κ. Γιώργος μου έμαθε πώς να κοιτάω τις κατόψεις του El Croquis με τον μεγεθυντικό φακό και πώς να ανοίγω τα ριζόχαρτα χωρίς χέρια (δύσκολη τεχνική). Μου έδειξε το «καλό» γκρι και το «σωστό» μαύρο. Μου μετέφερε ένα μεγάλο όγκο γνώσης που ακόμα και σήμερα δεν έχω φτάσει να χρησιμοποιήσω, καθώς δεν έχω φτάσει ακόμα στο επίπεδο πρακτικά. Η κ. Δήμητρα, συνεργάτης και σύζυγός του, μπορούσε να φτιάξει από το τίποτα κάτι σε 3 λεπτά και ο κ. Γιώργος είχε λόγο για τα πάντα. Ένα περιβάλλον με ένταση, αγάπη για την αρχιτεκτονική και αλήθεια. Σε εκείνο το σημείο αποφάσισα να μην κάνω κάποιο μεταπτυχιακό, αλλά να δουλέψω.

    Η πρώτη μου κανονική δουλεία ήταν στο γραφείο Sparch. Step Up! Μελέτες εφαρμογής κτιρίων, Πύλη Αστέρα Βουλιαγμένης, το Κέντρο Φυσικής Πλάσματος & Λέιζερ, διαγωνισμοί, άπειρες μακέτες που τις συμπαθώ πολύ. Οι συνεργάτες, Μόρφω Παπανικολάου, Ρένα Σακελαρίδου, γίνανε αγαπημένοι φίλοι και οικείο περιβάλλον μέχρι και σήμερα.

    Το brand 157+173 designers γεννήθηκε το 2009. Με τον Μπάμπη είχαμε γνωριστεί στο γραφείο Sparch, όπου δουλέψαμε για 1.5 χρόνο μαζί, μόλις είχε γυρίσει από τις σπουδές του στο Λονδίνο. Νομίζω αντί μεταπτυχιακού και με αφορμή μία επιδότηση ΕΣΠΑ για νέους επιστήμονες, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το product design, φτιάχνοντας ένα brand που τα αντικείμενα παραγωγής είχαν 3 βασικές ιδιότητες: προσπαθούν να δουν το παλιό μέσα από μία νέα ματιά, έχουν μία οικολογική - φυσική, back to basic αισθητική και είναι βασισμένα στην τοπική δυνατότητα παραγωγής και στα υλικά. Η λογική ήταν ενός independent studio brand, hands-on και όχι ασφαλώς ενός super brand. Τα projects που αναλαμβάνουμε είναι από τη μικρή κλίμακα στη μεγάλη, product design, interior design και αρχιτεκτονικής. Μας ενδιαφέρουν τα καινούρια απάτητα εδάφη, γι’ αυτό και σχεδιάζουμε διαφορετικής φύσης project όπως χαλιά, backpack, φωτιστικά, concept καταστήματα, κατοικίες και κτίρια (που δεν έχουν υλοποιηθεί ποτέ!). Τα φωτιστικά μας γοητεύουν, γιατί το φως νιώθουμε ότι ζωντανεύει τα αντικείμενα. Ξυπνάνε και κοιμούνται με έναν διακόπτη, ρομαντικά, μέσα στο μυαλό μας. Αγαπάμε τα υλικά σα να είναι θησαυροί και θεωρούμε τα εργαλεία φίλους μας, αποδίδοντάς τους ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Το πνευματικό τρυπάνι, παραδείγματος χάριν, είναι πολύ καλός φίλος.

    Όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα η σκηνή του independent product design από μικρά studio ήταν πολύ περιορισμένη γενικά στην Ελλάδα. Θυμάμαι βρισκόμασταν στις διεθνείς και τοπικές εκθέσεις με τον Γιάννη Γκίκα, τους StudioLαν, Kizi design studio, τον Θανάση Μπάμπαλη και μιλούσαμε, από άλλο επίπεδο ο καθένας, προσπαθώντας να βρούμε μία άκρη στη δυσκολία του πράγματος. Και τώρα δεν είμαστε μακριά, αλλά έχει εγκατασταθεί μια λογική. Οι άνθρωποι πλέον αναζητούν αυτήν την αισθητική και την κουλτούρα του καλοσχεδιασμένου, αλλά όχι απαραίτητα λαμπερού. Ξαναήρθε ένας χιπισμός μέσα σε ένα καταρρέον σύστημα, με όραμα ότι θα το ξαναφτιάξουμε μόνοι μας. Αυτό που μας έμαθε πολλά ήταν οι εξαγωγές στη Γαλλία, Ελβετία, Ιαπωνία και ΗΠΑ και η συμμετοχή μας σε διεθνείς εκθέσεις στο Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο, που ήταν διαδικασία fast learning για εμάς. Από το τι φοράς, πώς παρουσιάζεις, τι λες, πώς στέκεσαι...όλα ήταν μαγικά και πολύ εντατικά.

    Σήμερα η Θεσσαλονίκη έχει πολλά νέα και παλαιότερα design γραφεία που κινούνται στην ίδια λογική. Υπάρχει ένας ανοιχτός διάλογος, μεταξύ των γραφείων, μέσω των projects που υλοποιούνται. Αυτό το βλέπω ως καλό. Ίσως κάποια στιγμή να οδηγήσει σε μία «σκηνή της Θεσσαλονίκης». Ποιοτικές δουλείες με προσεγμένο budget. Υπερπροσπάθεια και ευτυχία για τον δρόμο κυρίως, προς το παρόν. 

    Η γειτονιά που επιλέξαμε να ανοίξουμε το γραφείο μας είναι η ίδια με αυτή της κατοικίας μου. Το γραφείο βρίσκεται στον 3ο όροφο της Ερνέστου Εμπράρ 13, στη δεξιά πάνω γωνία, με Βεροίας. Η θέση βρέθηκε αρχικά γιατί το 2008, που ψάχναμε, η γειτονιά έμοιαζε στα μάτια μας ως το κομμάτι της πόλης εκείνο το οποίο θα αστικοποιούταν ως επόμενη περιοχή ανάπτυξης στη Θεσσαλονίκη, με χρήσεις δημιουργικές, διασκέδασης και κατοικία, όπως είχε γίνει ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, υπό τον όρο creative cluster. Η κρίση, αλλά και η φιλοσοφία μας, δεν το επέτρεψε αυτό να γίνει άμεσα. Σήμερα η γειτονιά, μέσω της ξενοδοχειακής ανάπτυξης, γνωρίζει κάποια ακμή στα ακίνητα και το κτιριακό απόθεμα αναβαθμίζεται πιο συστηματικά. Μέσα σε αυτό το κλίμα, κάποιες ποιότητες αναδεικνύονται και κάποιες εξαφανίζονται χωρίς να μπορούν να ξαναγυρίσουν. Την επιλογή ενδυνάμωσε το ότι η ΒΙΠΕΘ, η βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης, η Σίνδος, στην οποία γίνονται πολλά από τα παραγωγικά βήματα, είναι στα 15 λεπτά απόσταση και εύκολα προσβάσιμη. Γενικά, μου αρέσει που η γειτονιά βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.

    All time classic αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το Cafe Νίκης 35. Έχω ζήσει πολλές ωραίες στιγμές με φίλους και πολλά ξενύχτια μετά τη δουλεία. Μεγάλα πάρτι σε μία περίοδο ελευθερίας και ξεγνοιασιάς. Επίσης ωραίες οι ξύλινες καρέκλες εσωτερικά και πριν την ανακαίνισή του ήταν ένα μπαρ που δεν είχε τοποθετημένα σε ράφια, με εμφανή τρόπο τα ποτά. Όλα ήταν κρυμμένα πίσω από καλοσχεδιασμένα ντουλάπια με καθρέφτες. Πολύ elegant. Θα έλεγα επίσης το De facto. Εκτός από τα πολύ ωραία τετράγωνα, μαλακά σοκολατάκια του και το διαχρονικό design, το μπαρ είναι αληθινό, με μάρμαρο, ξύλο και μπρούτζινη μεταλλική ράγα, μπορώ να κάτσω στα εξωτερικά τραπέζια του και να κρυφακούω για το «μαρξισμό ως εργαλείο», περί πολιτικής και διάφορες περίεργες ιστορίες για ελληνικά τοπία, που μου θυμίζουν ότι όλοι ζούμε διαφορετικές πραγματικότητες.

    Μέσα στη μέρα μπορεί να με συναντήσει κανείς στο Ύψιλον, που είναι 2 λεπτά με τα πόδια από το γραφείο, καθώς μου αρέσει η συνθετότητά του. Κάποιοι διαβάζουν, άλλοι περνάνε την ώρα τους, κάποιοι δουλεύουν, άλλοι τρώνε. Είναι ένα all day περιβάλλον με hipsters, κυριλέ, σοφιστικέ, καλλιτέχνες, εξωσυστημικούς, mainstream, που έχει αναλογίες ζωής και νιώθω ότι μπορώ να πάω εύκολα όλες τις ώρες της μέρας, χωρίς να σκέφτομαι. Όταν έχει πολύ κόσμο το αποφεύγω! Επίσης κάνω διάλειμμα στα Σουτζουκάκια του Λάμπρου, ένα βρώμικο που είναι καθαρό, στην απόληξη της Ερνέστου Εμπράρ, τρώγοντας μισή μερίδα σουτζουκάκια στη σχάρα (γιατί μπορείς), λάχανο, καυτερή πιπεριά και Coca Cola. Το contrast με τους δικηγόρους που συχνάζουν είναι ωραίο.

    Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ είναι ο κινηματογράφος Ολύμπιον, η αίθουσα Ολύμπιον, λόγω του βαθιού κόκκινου χρώματός του, που πρόσθεσαν οι αρχιτέκτονες Νικηφορίδης & Cuomo στο γαλλικό κτίριο του 1950, με την ανακαίνισή του, το 1977. Οι καρέκλες σινεμά (επιλογή Βαράγκης διαβάζω κάπου) που δεν βολεύουν και τόσο, μου αρέσουν. Το ύψος της πλάτης του καθίσματος έχει κάτι το πολύ συμπαθητικό και γλυκά παλιό. Ο κινηματογράφος με ταξιδεύει σε άλλες ζωές. Συγκινούμαι, πιστεύω ότι όλα τα σενάρια είναι αληθινά. Φυσικά δε βλέπω θρίλερ, γιατί υποφέρω.

    Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι η Μούργα για τη σύνθεση των γεύσεων γύρω από το ψάρι και το νεο-βουκολικό look και το Μαίτρ & Μαργαρίτα για την οικειότητα που βγάζει, ως γωνιακό εστιατόριο στη γειτονιά που κινούμαι, με ενδιαφέρουσες γευστικές προτάσεις, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στο interior.

    Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι να ανοίγω το παράθυρο από το σπίτι μου που βλέπει στην Ερνέστου Εμπράρ στις 7:00 το πρωί και να κοιμάμαι για λίγο ακόμα... ως τις 9:00. Φτάνουν οι πρώτοι έμποροι - καταστηματάρχες το πρωί και ένας από αυτούς τραγουδάει... Κάνω καφέ και ενώ περιμένω να γίνει το φιλτράρισμα, κοιτάω πώς παρκάρουν τα αυτοκίνητα από ψηλά. Μετά η βοή της πόλης σβήνει τις πρώτες κινήσεις και κλείνω το παράθυρο. Παίρνω πρωινό από το Ναπολέων, φούρνο απέναντι από το Κρατικό Ωδείο στη Φράγκων, πεϊνιρλί με ελιές και μανιτάρια (νηστίσιμο) και περπατάω στη Φράγκων. Λουλούδια, χημικά, φυτοφάρμακα, είδη συσκευασίας, σχοινιά, εργαλεία, βιβλιοπωλεία, καφεκοπτεία, πόμολα, είδη εμφιάλωσης κτλ.

    Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ σχεδόν τα 4-5 μαγαζιά που προτιμώ και κατά την πρωινή μου έξοδο: Καφέ Νίκης 35, Ύψιλον, Ντεφάκτο, Γαζία, L’ autre, Ble. Μου αρέσει να μην είναι ο χώρος χαρακτηρισμένος και αισθητικά αλλά και χρηστικά μόνο βραδινός. Δεν είμαι και πολύ βραδινός τύπος. Δεν κοιμάμαι πριν τη 01:00 το βράδυ, αλλά δεν αντέχω πολύ την ένταση του κόσμου. Μου αρέσει να μπορώ να μιλάω παράλληλα, αλλά και να βλέπω περατζάδα τους άλλους να περνούν. «...αυτή που περνάει, αυτή που περνάει, αυτή να ρωτήσουμε να δούμε που πάει...» λέει ο Φοίβος Δεληβοριάς κι επαναλαμβάνει η Βούλα Παπαδοπούλου, μία από τους ιδιοκτήτες και μέλος της ομάδας στο Ύψιλον και γελάμε.

    Η ωραιότερη θέα στην πόλη ίσως είναι από το καράβι που κάνει τη διαδρομή Λιμάνι - Νέοι Επιβάτες. Η Θεσσαλονίκη συμπιέζεται σε ένα μπροστινό μέτωπο, όπου μπορείς εύκολα να βρεις τον Λευκό Πύργο, την Αριστοτέλους και τα ωραία νεοκλασικά της παραλιακής. Σταματάει η πολυπλοκότητα που έχει η πόλη όταν τη ζεις και γίνεται εικόνα, χωρίς ήχο και μυρωδιά. Γίνεται η Θεσσαλονίκη της κάθετης απεικόνισης του Γ.Ν.Πεντζίκη, με έναν τρόπο.

    Ένα μυστικό μέρος που δε με πειράζει να φανερώσω είναι το δάσος πάνω από το Φιλίππειο, το περιαστικό δάσος της πόλης, πάνω από τον περιφερειακό δρόμο. Εκεί επικρατεί μία συνθήκη ησυχαστηρίου, ενώ παράλληλα ακούγεται ο αέρας που φυσάει μέσα από τα δέντρα. Την ησυχία σταματάει ένας σκύλος, μηχανές moto-cross και ποδηλάτες βουνού.

    Το φθινόπωρο η Θεσσαλονίκη είναι ιδανική εποχή για γαλότσες, ταινίες, φαγητό στο χέρι, και βόλτα στην υγρασία της παλιάς παραλίας για μία βαθιά ενυδάτωση.

    Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει η κλίμακά της, μικρό κέντρο με τη δυνατότητα να βρεθώ με φίλους χωρίς να το έχω προ-κανονίσει. Η ευκολία στις ανθρώπινες επαφές είναι νομίζω το φόρτε της. Επίσης, προσφέρει ένα ήρεμο «χαλί» για να πατήσεις και να δημιουργήσεις. Τα υπόλοιπα όμως όλα, γραφείο, καρέκλες και άλλα, πρέπει να τα φέρεις εσύ με κόπο.

    Στην πόλη θα ήθελα, αν μπορούσα, να αλλάξω τη δυνατότητα των ανθρώπων να συνεργάζονται. Να συνδυάζεται η σκέψη μας για ένα κοινό καλό, είτε αυτό είναι ένα καλύτερο δημιουργικό project ή απλά πώς θα παρκάρουμε τα μηχανάκια στον δρόμο με μεγαλύτερη επιτυχία. Πιστεύω ότι μπορούμε, απλά για κάποιο λόγο δε μπορούμε κιόλας.

    Φωτογραφία πορτέτου: Κωστής Παππάς