fbpixel

Search icon
Search
Νίκος Αλιάγας: Μιλήσαμε λίγο πριν και λίγο μετά τα εγκαίνια της έκθεσης “Regards Vénitiens” στη Βενετία
MAGAZINE

Νίκος Αλιάγας: Μιλήσαμε λίγο πριν και λίγο μετά τα εγκαίνια της έκθεσης “Regards Vénitiens” στη Βενετία

Καταθέτει τη γεμάτη ψυχή και συναίσθημα προσωπική του ματιά μέσα από τον φωτογραφικό του φακό


Όσοι τον γνωρίζουν προσωπικά, μιλούν για έναν άνθρωπο που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή για την αμεσότητα και την αίσθηση οικειότητας κι αυθεντικότητας που εκπέμπει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ισορροπεί τόσο υπέροχα ανάμεσα στον κόσμο της τηλεόρασης, στον οποίο είναι εκτεθειμένος καθημερινά στο Παρίσι, όπου ζει με την οικογένειά του, και στη γνωστή σε όλους πια αγάπη του για τη φωτογραφία, αλλά και σε πολλά άλλα;

Πώς ξεκίνησε αυτός ο έρωτας; Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με την τέχνη της φωτογραφίας; 

Στην ουσία, πάντοτε, από μικρό παιδί, παρακολουθούσα τον κόσμο μέσα στην ημέρα, δημιουργώντας αόρατες φωτογραφίες, δίχως μηχανή, αποτυπώνοντας στιγμές μέσα στο μυαλό μου, τις οποίες το βράδυ, πριν κοιμηθώ, ξετύλιγα σαν κουβάρι κι έλεγα: «Τι θυμάσαι από σήμερα;» Το περίεργο ήταν ότι φωτογράφιζα νοερά πράγματα τελείως ασήμαντα για τον περισσότερο κόσμο, όπως χέρια που δουλεύανε - τα χέρια του μανάβη, του πατέρα μου του ράφτη. Προσπαθούσα έτσι να κρατήσω στιγμές, μικρά στιγμιότυπα, σαν να ήταν βγαλμένα από ένα μπαλέτο ζωής, σαν ένας χορός χωρίς χρώματα. Όλα ασπρόμαυρα. Ένας κόσμος σχεδόν κινηματογραφικός, που «πάντρευε» την αλήθεια και τη φαντασία. Η μνήμη μου είναι φωτογραφική. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πρόσωπα, την αφή των χεριών, του δέρματος, που φανταζόμουν μέσα από μια εικόνα. Προσπαθούσα να μαντέψω πώς έλεγαν την κυρία στον φούρνο που μου έδινε το κρουασάν κάθε μέρα, πηγαίνοντας σχολείο ή πώς να ήταν άραγε στα παιδικά του χρόνια ο παππούς στη βεράντα. Προσπαθούσα να μαντέψω αυτό που δεν έλεγε η εικόνα μπροστά μου. Έτσι ξεκίνησα. Το ασπρόμαυρο ίσως ήταν και η πρώτη συγκίνηση που αισθάνθηκα, όταν, ερχόμενος τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, στο χωριό του πατέρα μου στη Σταμνά, βρήκα ένα χάρτινο κουτί από παπούτσια με πολλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Για μένα, οι άνθρωποι ήταν όλοι ξένοι, αλλά οι δικοί μου ξένοι. Δεν τους αναγνώρισα με την πρώτη ματιά, γιατί ήταν νέοι στις φωτογραφίες. Οι θείες μου, ο μπαμπάς μου μικρός, ο παππούς και η γιαγιά μου στα χωράφια τους. Εκεί κατάλαβα -ήμουν 6-7 χρονών- την ακαταμάχητη ροή του χρόνου κι ότι τελικά όλοι θα γεράσουν και θα πεθάνουν. Υποσυνείδητα ίσως να προσπάθησα με τον αόρατο φακό της ανέμελης νιότης να τους κρατήσω ακόμη ζωντανούς στο μυαλό μου. Όταν έκλεισα τα 12, ο πατέρας μου μού αγόρασε μια μικρή φωτογραφική μηχανή Kodak με τετράγωνο φλας κι άρχισα να φωτογραφίζω. Έπειτα από ένα κυριακάτικο τραπέζι, μου άρεσε να φωτογραφίζω τα πράγματα που έμεναν σ’ αυτό, ακόμη και τα τρίμματα από το ψωμί, τα άδεια πιάτα - πάντα μου κέντριζαν το ενδιαφέρον τα απομεινάρια του χρόνου. Αργότερα, άρχισα να ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία κι εκεί που φανταζόμουν τον κόσμο πίσω από έναν φακό, βρέθηκα μέσα στο κάδρο. Για λίγο καιρό, σταμάτησα να φωτογραφίζω, αλλά ποτέ να παρατηρώ, κι εδώ και μια δεκαπενταετία πήρα ξανά το μονοπάτι της φωτογραφίας, γιατί η ανάγκη μέσα μου ήταν αδιαπραγμάτευτη.

104-nikos-aliagas-a-palazzo-vendramin-grimani-regards-venitiens-venise-2022.jpg

Τι σας γοητεύει περισσότερο στη φωτογραφία: το γεγονός ότι υπάρχει μια ακόμη ενδιαφέρουσα δίοδος δημιουργικής έκφρασης ή ότι πρόκειται για ένα μονοπάτι, όπου επιτέλους βαδίζετε μόνος σας;

Έχει ενδιαφέρον η μοναξιά του φωτογράφου, διότι είσαι μόνος μέσα σ’ ένα σύνολο. Όταν είσαι μπροστά στον φακό, είτε κάνοντας ρεπορτάζ είτε ψυχαγωγία, είσαι με πολλούς, είσαι σε μια μάζα χρωμάτων, ανθρώπων. Αλλά το «φαίνεσθαι» δεν αποτυπώνει αναγκαστικά το «γίγνεσθαι». Δεν ξέρει ο άλλος ποιος είσαι. Απλά λες αυτά που πρέπει να πεις σε σχέση με την εκπομπή σου και ο λόγος εκείνη τη στιγμή σε συνδυασμό με την εικόνα, όταν είσαι μέσα στο κάδρο, είναι μονόδρομος. Εσύ δίνεις, ο άλλος εισπράττει ή όχι, αλλά δεν ξέρεις τι σκέφτεται. Η φωτογραφία, όμως, είναι διάλογος. Αλλά πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να το καταλάβεις. Ένας διάλογος με τον εσωτερικό σου κόσμο. Μια μέρα έρχεται μια κυρία σε μία από τις εκθέσεις και μου λέει: «Επιτέλους, σας μάθαμε». «Μα», λέω, «δε φαίνομαι στις φωτογραφίες μου». «Κι όμως, φαίνονται τα συναισθήματά σας, αυτά που σκέφτεστε, όσα εκφράζετε», απάντησε. Αυτό το παιχνίδι είναι σαν κρυφτούλι, έρχεται σε ρήξη με την εικόνα, γιατί ο καθένας ερμηνεύει και βλέπει αυτό που θέλει, αλλά στο τέλος τα σαρώνει όλα ο χρόνος. Όταν δε φωτογραφίζω, δεν αναπνέω. Χθες ήμουν στο στούντιο μέχρι τις τρεις το πρωί, μετά πήγα τα παιδιά μου σχολείο, πήρα τη μηχανή μου, έκατσα στην πλατεία να πιω ένα καφεδάκι κι άρχισα να φωτογραφίζω, να ταξιδεύω. Όταν κοιτάζω τον κόσμο μέσα από τον φακό μου, αισθάνομαι αόρατος κι ελεύθερος. Μπορώ να αισθανθώ και να εκφράσω πράγματα που δεν μπορώ να πραγματοποιήσω, όταν βρίσκομαι εκτεθειμένος μπροστά στις κάμερες. Είναι λίγο παράδοξο όταν κάνεις δουλειά σαν τη δική μου να μη θέλεις να φαίνεσαι, αλλά σίγουρα κάτι σημαίνει και πρέπει να το σεβαστείς, για να μη γίνεις καρικατούρα του ίδιου σου του εαυτού. Δεν αναιρώ τίποτα, αλλά δε μου αρκεί η εικόνα της δημοσιότητας. Δε μου ανήκει στην τελική, ο κόσμος μάς τη δανείζει. Βρίσκω πιο ενδιαφέρον να παρατηρώ τα μάτια του κόσμου από το να βλέπουν εμένα, εκεί μπορώ να συγκινηθώ, να συγκινήσω - ή τουλάχιστον να το προσπαθήσω. Μου αρέσει το γεγονός ότι δεν ξέρω πού πάω όταν ξεκινάω μια περιπλάνηση φωτογραφική. Δεν έχω ιδέα. Δεν κάθομαι να σκεφτώ «θα κάνω αυτό». Ούτε το πρωί λέω: «Τι ωραία φωτογραφία θα βγάλω σήμερα! Να τη σκεφτώ, να τη στήσω». Αντιθέτως, κάθε πρωί που ξυπνάω, κάθε φορά που ταξιδεύω ακόμη και σ’ ένα ταξί, σ’ ένα λεωφορείο, λέω: «Πάλι την έχασα αυτήν τη φωτογραφία». Άρα, το ερώτημα δεν είναι «ποια καλή φωτογραφία θα βγάλω σήμερα», αλλά «πόσες θα δω, θα αισθανθώ, αλλά δε θα καταφέρω να αποτυπώσω, γιατί εκείνη τη στιγμή μπορεί να μην έχω μηχανή». Τα κρατάω όλα στον σκληρό δίσκο του μυαλού μου, στο θολωμένο μου μυαλό, όπως λέει κι ο Άκης Πάνου.

Ως artist-on-residence, τι νέο έφερε το δικό σας κλικ στις εικόνες της ατμοσφαιρικής Βενετίας; Με ποιον τρόπο σάς «παρακολούθησε» η πόλη ν’ αποτυπώνετε στιγμιότυπά της και τι είδους μυστικά σάς εκμυστηρεύτηκε; 

Δεν ξέρω αν έφερα κάτι καινούριο, για να είμαι ειλικρινής. Προσπάθησα απλά με ένα παρθένο βλέμμα να εκφράσω αυτό που αισθάνθηκα στη βασίλισσα της Αδριατικής, μια πόλη με τόση Ιστορία, έναν από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς προορισμούς στον κόσμο. Η Βενετία στο υποσυνείδητο καθενός σε όλο τον κόσμο σημαίνει ρομαντισμός, Ιστορία, ερωτευμένους, γόνδολες. Εγώ δεν αισθάνθηκα τίποτε από όλα αυτά και δεν είχα ξαναέρθει ποτέ στη Βενετία. Η πρώτη μου εντύπωση, μπαίνοντας στο μεγάλο κανάλι και φτάνοντας στη γέφυρα Rialto, στη μεσαιωνική εκκλησία San Giacomo di Rialto, ήταν ότι μας παρακολουθούσαν. Είναι μια πόλη που δε σε περιμένει, μια πόλη σαν παλίμψηστο, όπως αυτά τα μεσαιωνικά βυζαντινά θρησκευτικά βιβλία, όπου κάθε σελίδα είχε μέσα της λέξεις από τον προηγούμενο αιώνα… Ερχόταν άλλος, ξανάγραφε από πάνω από την ίδια σελίδα… Σαν ένα μεγάλο μυστήριο μωσαϊκό, που δεν είναι ολοκληρωμένο, που όλο εξελίσσεται, γιατί πάνω στο νερό υπάρχει αυτή η κίνηση. Όλα κινούνται και τίποτε δεν αλλάζει. Ένα παράδοξο συναίσθημα έχεις πάντα φτάνοντας στη Βενετία: ότι σε παρακολουθεί η Ιστορία με τα μυστικά της, αυτά που δε θέλει να σου δώσει και θα εξαρτηθεί στην ουσία από σένα, αν θα διαισθανθείς αυτό το βλέμμα. Δεν πήγα στη Βενετία ν’ αποτυπώσω μια καρτ ποστάλ. Αυτό το έχουν κάνει οι μεγαλύτεροι φωτογράφοι στον κόσμο και σίγουρα καλύτερα από μένα και θα το ξανακάνουν. Πήγα απλά να καταλάβω ποια είναι αυτά τα μάτια που σε παρακολουθούν, και συνήθως είναι οι αληθινοί Βενετσιάνοι, αυτοί που ζουν εκεί, αυτοί που δε βλέπεις. Περισσότερο τουρίστες θα δεις στη Βενετία, όταν ξέρεις ότι κάθε χρόνο έρχονται 30 εκατομμύρια άτομα. Τρεις φορές η Ελλάδα σε μια μικρή πόλη, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, στο παλάτι των Δόγηδων, σ’ αυτό το γοτθικό σύμβολο. Δεν πας όπως πας στην Disneyland. Στη Βενετία πας ίσως για να χαθείς. Χάθηκα κι εγώ στους δρόμους, δεν ήξερα πού πήγαινα και, κάνοντας αυτήν την περιήγηση, όπως θα την έκανε ένας Οδυσσέας που ψάχνει τον δρόμο της επιστροφής ή ένας Θησέας που δε βρίσκει το νήμα της Αριάδνης, συνάντησα έναν καφετζή μ’ ένα πανάρχαιο βλέμμα που μου λέει: «Τι θέλει αυτός, τουρίστας είναι;» Όπως στα χωριά τα δικά μας στην Ελλάδα. Είδα μια γυναίκα σ’ ένα μικρό εργαστήριο που έφτιαχνε παπούτσια. Είδα έναν μικρό εκδότη που μεταφράζει ποιήματα του Apollinaire και του Σαίξπηρ και τα εκδίδει μόνος του σε χαρτί καλλιτεχνικό. Είδα στο Campo San Polo την κυρία που σου προσφέρει ένα γλυκό, το βενετσιάνικο, το αληθινό, με ένα μυστήριο χαμόγελο. Μοιάζουμε με τους Ιταλούς με έναν περίεργο τρόπο. Όπως έλεγε η γιαγιά μου: “Una fatsa, una ratsa”. Δεν ήρθα με την πανοπλία του Δυτικοευρωπαίου. Μου ξύπνησε ένα άλλο ένστικτο, πιο ανατολίτικο, κάτι μεταξύ ορατού και αοράτου. Προσπάθησα να δω ποια είναι αυτά τα βλέμματα, αν θέλαν κι αυτοί να κοιτάξουν στον φακό. Περπάτησα την πόλη, τη μύρισα, προσπάθησα να τη φανταστώ, να αναγνωρίσω και τα μονοπάτια των Ελλήνων που έζησαν εκεί. Για να την αισθανθείς, πρέπει να τη φανταστείς στις πιο μυστήριες εκφάνσεις της. Στα απαγορευμένα μυστικά της, αυτά που έχει «θάψει» κάτω από τους πασσάλους εδώ και αιώνες κι, επίσης, προσπάθησα να βρω και οποιοδήποτε ελληνικό στοιχείο, ν’ αποκωδικοποιήσω κάτι που θα με έφερνε πιο κοντά στους Έλληνες. Ψάχνοντας για τις σχέσεις με το Βυζάντιο, βρήκα ένα ποιητικό ανθολόγιο, «Τα άνθη ευλαβείας», από Έλληνες του 16ου και 17ου αιώνα -μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως-, σε μια σχολή ελληνική, την οποία είχαν κάνει εκεί οι ομογενείς, και είχε ποιήματα –σονέτα- στα βενετσιάνικα, στα λατινικά και στα ελληνικά, και συγκινήθηκα πάρα πολύ. Είδα τον ναό του Αγίου Γεωργίου που έχτισαν Έλληνες, προσπαθώντας να συνδεθώ σ’ έναν κόσμο του χθες και του σήμερα.

263-nikos-aliagas-a-palazzo-vendramin-grimani-regards-venitiens-venise-2022.jpg

Ποια είναι η αγαπημένη σας φωτογραφία στην έκθεση; Μπορείτε να μας διηγηθείτε την ιστορία της και κάποια στιγμιότυπα κατά τη διάρκεια της παραμονής σας εκεί;

Δεν ξέρω αν μπορώ να πω ποια είναι η αγαπημένη μου, γιατί αυτά αλλάζουν με τον χρόνο. Ο χρόνος θα μου πει κάποια στιγμή τι αντέχει και τι ανασταίνεται. Αυτό είναι και το μυστήριο της φωτογραφίας. Η αισθητική της στην ουσία μάς ξεπερνάει. Όταν είσαι σίγουρος για κάτι, είναι τελειωμένο το παιχνίδι. Ο χρόνος θα σου πει αν είσαι τυχερός, ότι η φωτογραφία σου άντεξε και μιλάει ακόμη και στον επόμενο, σε μια άλλη γενιά, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Απλά εσύ τη «ζωγραφίζεις». Υπάρχει, όμως, ήδη, η φωτογραφία, σε περιμένει. Ίσως να είναι αυτός ο παππούς του οποίου δεν ξέρω το όνομα. Ήταν λίγο παπαρατσική, προσπάθησα να τον ξαναβρώ την επόμενη μέρα. Καθόταν σ’ ένα μπαλκονάκι, πάνω από μια γέφυρα, με μια σημαία με έμβλημα το λιοντάρι της Βενετίας. Υπήρχαν φυτά και κάπνιζε σαν φουγάρο. Μου θύμισε τα καράβια, όπως τα περιγράφει ο Καββαδίας. Είχε τόσο καπνό, που χανόταν το πρόσωπό του κι, αν παρατηρήσεις και την αισθανθείς, θα δεις δυο ματάκια, δυο γυαλάκια, παλιά, κοκάλινα, με έναν χοντρό σκελετό, να ξεχωρίζουν και τον τύπο να καπνίζει αδιάφορος. Μου άρεσε πολύ η αδιαφορία του, που ενσαρκώνει τη μελαγχολία του Βενετσιάνου. Ναι μεν θα υποδεχτεί εκατομμύρια άτομα κάθε χρόνο, αλλά από την άλλη θα είναι στο σπίτι του, θα βαρεθεί στο τέλος αυτήν την κίνηση. Οι Βενετσιάνοι το πρωί σχεδόν σπρώχνουν τους τουρίστες για να πάνε στη δουλειά τους.

Πώς ξεκίνησε η δημιουργική συνάντηση με το Fondazione dell'Albero d'Oro; Ποια είναι τα κοινά σημεία αναφοράς σας και τι άλλο μπορεί να ακολουθήσει; 

Κάνουν καταπληκτική δουλειά. Είμαι τυχερός, γιατί έπειτα από τριάντα εκθέσεις σε Γαλλία, Ελβετία και δημοσιεύσεις, η φωτογραφική μου δουλειά άρχισε να ενδιαφέρει το κοινό. Είναι άλλη πνοή, άλλος ρυθμός, άλλος λόγος. Προσπαθώ να προστατέψω τη φωτογραφία από την τηλεόραση. Ζήσαμε ουσιαστικές στιγμές δημιουργίας, αλλά και ωραία εγκαίνια. Με συγκίνησε το γεγονός ότι παραβρέθηκε και η οικογένειά μου εκεί - από τη μεγαλύτερη της οικογένειας, τη μάνα μου, μέχρι τον μικρότερο, τον ανιψιό μου, που είναι 2 ετών. Ο γιος μου δεν καταλαβαίνει γιατί δε βάζω χρώμα στις φωτογραφίες μου και μου λέει να πάω στον οφθαλμίατρο, γιατί κάτι έχουν τα μάτια μου. Πολύ γέλιο. Θα συνεχίσω να φωτογραφίζω τη Βενετία. Είναι μόνο η αρχή. Και να μοιράζομαι στιγμές. Έχω συναντήσει και με έχουν εμπνεύσει ο Salgado, ο Κουντέλκα ή η φίλη μου Sabine Weiss, που πέθανε πρόσφατα 96 ετών. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο ταπεινοί μέσα τους. Όταν τους πεις «είστε καλλιτέχνης», λένε «όχι, είμαι μάρτυρας, απλά προσπαθώ να πω τι είδα». Έτσι, η δουλειά μου προσέλκυσε το Fondazione, γνώρισα τους υπευθύνους. Τους άρεσε η ιδέα ότι δεν είχα έρθει ποτέ στη Βενετία. Έκανα τρία μικρά ταξίδια, δεν είχα και πολύ χρόνο, τους άρεσε αυτή η πίεση που είχα. Από την άλλη, έλεγα: «Δε θα το κάνω άρον άρον. Αν το βρω, θα το φωτογραφίσω, αν όχι, δεν το κάνω». Με συγκίνησαν που με εμπιστεύτηκαν και προσπάθησα κι εγώ με τον τρόπο μου να μοιραστώ μαζί τους αυτά που αποτύπωσα από τη Βενετία. Και νομίζω, μέχρι στιγμής, το ταξίδι πάει καλά.

347-nikos-aliagas-a-palazzo-vendramin-grimani-regards-venitiens-venise-2022.jpg

Αγαπάτε περισσότερο να παρακολουθείτε την κίνηση, τη ζωή, τους ανθρώπους μέσα από το φακό σας ή τα τοπία;

Τα μάτια με συγκινούν! Έμαθα να φωτογραφίζω τοπία, αλλά το έβρισκα βαρετό. Η τεχνική για μένα είναι το τελευταίο, αν και πρέπει να τη γνωρίζεις, για να γίνει τελευταίο. Πρώτα είναι το συναίσθημα, τι αισθάνεσαι. Βρέθηκα σε ξένη χώρα, σ’ ένα μικρό γκαράζ με κάτι αυτοκίνητα διαλυμένα, δίπλα, βίδες, κατσαβίδια κι από πάνω μια Παναγία ζωγραφισμένη, ένα καναρίνι, μια γυναίκα με ένα μωράκι στο στήθος της νεογέννητο. Τελικά, η φωτογραφία δεν είναι παρά η ζωή των ανθρώπων που είναι αδέλφια και δεν το ξέρουν. Όλοι θρηνούν, όλοι αγαπούν, όλοι λατρεύουν, όλοι ονειρεύονται. Στα μάτια των ανθρώπων, όταν δε γνωρίζω ούτε τη γλώσσα τους, ούτε τις παραδόσεις τους, προσπαθώ να μεταφράσω την ανθρωπιά τους. Αυτό με εμπνέει πάρα πολύ. Και τα χέρια λένε περισσότερα από τον λόγο, μαρτυρούν, είναι «ρουφιάνοι». Μπορείς να αλλάξεις την κοινωνική σου μάσκα, το όνομά σου, τη ζωή σου, αλλά δεν μπορείς να αλλάξεις το DNA που έχεις στα χέρια σου, την κληρονομιά σου. Η κίνηση των χεριών, αν παρακολουθήσεις, λέει τα πάντα και βρίσκεται πολύ συχνά σε αντίθεση με αυτά που λένε οι άνθρωποι.

Ποια τα επόμενά σας βήματα ως φωτογράφος; Εντάσσεται με κάποιον τρόπο και η Ελλάδα σ’ αυτά; 

Μακάρι να κάνω και μια ωραία έκθεση στην Ελλάδα, την οποία έχω φωτογραφίσει τόσο πολύ. Έχω φωτογραφίσει παλιές ελιές εδώ και χρόνια εκατοντάδες -ελιές στη Μάνη, στο Μεσολόγγι-, τους ψαράδες, τα ηλιοκαμένα πρόσωπα. Μια Ελλάδα που δε θα έλεγα στερεότυπη, που δε βλέπει ίσως ούτε ο Έλληνας και που αντιστέκεται στα των ανθρώπων καμώματα, που λέει κι ο Σαββόπουλος. Αυτή η Ελλάδα, η ασπρόμαυρη, η σκληρή, του χωριού της υπαίθρου. Τα πρόσωπα που δεν έχουν ανάγκη το botox, που αποδέχονται τον χρόνο. Η Ελλάδα που αντιστέκεται μέσα από τη φωτογραφία μου είναι και αυτή που αποδέχεται αυτό που είναι. Τι είσαι μπροστά σε μια ελιά που είναι φυτεμένη στην αυλή εδώ και πεντακόσια χρόνια; Τίποτα. Ένα στατιστικό λάθος. Έχει «δει» ανθρώπους με αξιώματα, με τίτλους, με ιδεολογίες, με μεγάλες κουβέντες, με ντουντούκες. Πού είναι όλοι; Πουθενά. Η ελιά είναι εκεί ακόμη. Αυτή είναι η Ελλάδα για μένα. Μακάρι κάποια στιγμή να αξιωθώ να γίνει μια ωραία πρόταση και να μοιραστώ τις εικόνες αυτές που εκθέτω σ’ όλο τον κόσμο και στην πατρίδα μου. Μακάρι να αξιωθώ να έρθω και στη Θεσσαλονίκη, έχω φωτογραφίσει λίγο την πόλη σας. Θα ήθελα, για παράδειγμα, στο λιμάνι να φωτογραφίσω εκατό πρόσωπα - από τη γιαγιά, τον ψαρά, τον φοιτητή... Γενικά με ενδιαφέρουν μπροστά στον φακό μου τα άτομα που δε ζητούν τίποτα, που δε θέλουν το φως. Σε μια περίοδο απόλυτης πολυφωνίας και κακοφωνίας, που καθένας λέει το δικό του, δε συμμετέχουν σ’ αυτό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη. Αυτοί οι άνθρωποι με συγκινούν. Την ταπεινότητά τους θέλω να βάλω μπροστά στον φακό, για να δείξω τη μοναδικότητά τους!

Ανατρέξτε στη gallery για περισσότερες φωτογραφίες! 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2023