Στο τρέχον status quo, οι εκθέσεις μόδας προσελκύουν εκατομμύρια επισκέπτες, οι σχεδιαστές αποκτούν τα δικά τους μουσεία, ενώ οι μεγαλύτεροι πολιτιστικοί οργανισμοί του κόσμου συναγωνίζονται για το ποιος θα διοργανώσει την πιο θεαματική έκθεση γύρω από ένα brand ή έναν θρυλικό δημιουργό. Αλλά γιατί; Γιατί η μόδα και τα μουσεία έχουν γίνει τόσο αλληλένδετα.
Τι κάνει τα µουσεία να αγαπούν τόσο πολύ τη µόδα;
Κάποτε, η μόδα ζούσε αποκλειστικά στους δρόμους, στα περιοδικά, στις πασαρέλες. Σήμερα, βρίσκει τη θέση της δίπλα και σε κλασικά έργα Τέχνης, εκτεθειμένη σε επιβλητικές αίθουσες μουσείων. Παρόλο που τα ιστορικά ρούχα εκτίθενται από τον 18ο αιώνα, οι εκθέσεις μόδας στα μουσεία θεωρούνται επινόηση του 20ού αιώνα. Σημαντικοί χώροι όπως το Victoria & Albert Museum και το Metropolitan Museum συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της τάσης. Νεότερα ιδρύματα, όπως το Mode Museum στην Αμβέρσα και το Fashion & Textile Museum στο Λονδίνο, προσέθεσαν νέες προοπτικές σε τέτοιες παρουσιάσεις. Οι εκθέσεις μόδας ξεδιπλώνουν μια ζωντανή ιστορία για το πώς η ένδυση αλλάζει και τι σημαίνουν τα ρούχα για τον κόσμο γύρω μας. Η γλυπτική του σώματος και η δημιουργία γύρω από αυτό είναι μια από τις πιο σημαντικές μορφές Τέχνης, καθώς η κοινωνία μπορεί να καταλάβει τι ορίζει το πνεύμα ή τη διάθεση μιας εποχής - γεγονός που καθιστά τη μόδα πολιτιστικό «ντοκουμέντο». Όμως, υπάρχει και το πρακτικό κομμάτι: η μόδα είναι εμπορικό «χαρτί» και έλκει χιλιάδες επισκέπτες στα μουσεία. Μια μεγάλη έκθεση εστιασμένη σε αυτή σημαίνει χιλιάδες πωλημένα εισιτήρια, μακρές ουρές και μια τεράστια δυναμική στα social media. Όταν το Victoria & Albert στο Λονδίνο παρουσίασε το “Christian Dior: Designer of Dreams”, και πριν καν ανοίξει τις πόρτες του, είχε ήδη πουλήσει 37.000 εισιτήρια. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε γίνει sold out.
Αλλά το πιο εντυπωσιακό case study είναι το Metropolitan Museum of Art στη Νέα Υόρκη. Το Met Gala, που ξεκίνησε από την Eleanor Lambert ως μια απλή φιλανθρωπική βραδιά το 1948, έχει μετατραπεί στο πιο διάσημο event μόδας στον κόσμο. Μια φορά τον χρόνο, λοιπόν, ο ήσυχος χώρος του δημόσιου μουσείου δίνει τη θέση του σε ένα φεστιβάλ μόδας στο οποίο οι πλούσιοι και διάσημοι ζητούν διακαώς να συμμετάσχουν. Η σχετική έκθεση που συνοδεύει το gala σπάει κάθε φορά ρεκόρ επισκεψιμότητας: η “Heavenly Bodies: Fashion and the Catholic Imagination” (2018) έφτασε τα 1,6 εκατομμύρια επισκέπτες και θεωρείται η πιο επιτυχημένη στην ιστορία του Μουσείου.

Πώς προωθήθηκε η µόδα ως Τέχνη;
Αν δεχτούμε ότι η Τέχνη έχει ως στόχο να αφηγηθεί μια ιστορία, να προκαλέσει συναίσθημα και να επηρεάσει την κοινωνία, τότε η μόδα είναι αναμφίβολα Τέχνη. Κάποιοι σχεδιαστές το κατάλαβαν νωρίς, όπως ο Alexander McQueen, που έφερε το θέατρο στις επιδείξεις του, δημιουργώντας εμπειρίες που έμοιαζαν περισσότερο με performances παρά με κλασικά catwalk shows. Γι’ αυτό και η έκθεση “Alexander McQueen: Savage Beauty” στο V&A έγινε η πιο δημοφιλής στην ιστορία του Μουσείου. Πολλοί άλλοι οίκοι αναγνώρισαν από μόνοι τους την καλλιτεχνική διάσταση του έργου των δημιουργών τους και έφεραν τα δικά τους μουσεία. Το 2017, το Μουσείο Yves Saint Laurent στο Παρίσι άνοιξε τις πόρτες του στη Λεωφόρο Marceau 5, μέσα σε ένα ιδιαίτερο ξενοδοχείο που στεγάζει το Fondation Pierre Bergé - Yves Saint Laurent. Το τυπικό νορμανδικό σπίτι στο Granville του Christian Dior στέγασε το ομώνυμο μουσείο του στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με εκθέσεις αφιερωμένες στην ιστορία του οίκου του και στους δεσμούς που είχε με προσωπικότητες που φόρεσαν τις δημιουργίες του, από τη Μέριλιν Μονρόε, μέχρι την Γκρέις Κέλι. Το Μουσείο Cristóbal Balenciaga, που άνοιξε το 2011 στη γενέτειρα του Ισπανού μόδιστρου, αποτίνει φόρο τιμής στο έργο του. Αλλά δεν είναι πλέον μόνο οι μεγάλοι οίκοι μόδας που διοργανώνουν εκθέσεις· μικρότερα μουσεία και γκαλερί στηρίζουν ανερχόμενους σχεδιαστές, όπως το National Museum of Women in the Arts με την έκθεση για τον οίκο Rodarte και η Now Gallery στο Λονδίνο με παρουσιάσεις νέων ταλέντων.
Είναι η µόδα στα µουσεία το νέο “slow marketing”;
Η μόδα κινείται με φρενήρεις ρυθμούς, αλλά τα μουσεία έρχονται να προσφέρουν μια αίσθηση διάρκειας. Μια έκθεση μόδας εξελίσσεται σ’ ένα πολυτελές, μακροχρόνιο αφήγημα. Luxury brands όπως ο Dior, η Chanel και η Louis Vuitton έχουν καταλάβει ότι η δύναμή τους βασίζεται κυρίως στην ιστορία, τον πολιτισμό και την κληρονομιά τους. Τα μουσεία είναι οι ιδανικότεροι χώροι για να περιαυτολογήσουν. Και τελικά, αυτό είναι το επόμενο βήμα της μόδας: μια στρατηγική όπου η πολυτέλεια δεν είναι απλώς μια ετικέτα, αλλά μια πολιτιστική εμπειρία.
Κείμενο: Μαρία Αραμπατζίδου
INSIDER VIEW ON: Museum, Art & Fashion

Έχει το ταλέντο να κάνει οτιδήποτε avant-garde να φαίνεται relevant. Ο φανταστικός της κόσμος είναι γλυπτικός και τρισδιάστατος, έχει σκοτάδι και φως, βασίζεται στο όνειρο και τον εφιάλτη, εκθειάζει τα πλάσματα του βυθού και του δάσους, διαθέτει βάθος ώστε να συμπληρώνει χώρους μουσείων. Η Ελένη Καββάδα παίζει με τους όγκους και ξεγελά τη γεωμετρία, ανάγοντας τη μόδα σε Τέχνη.
Επικρατεί μια... δημιουργική αναλωσιμότητα, με τις όλο και πιο σύντομες χρονικά υπηρεσίες των επικεφαλής σχεδιαστών στους μεγάλους οίκους και πιστεύω πως αυτό συνδέεται άρρηκτα με την πρόσφατη ανάγκη του κοινού για νέες προσλαμβάνουσες σε συνεχή ρυθμό. Σε μία άλλη πλευρά, λόγω ακριβώς αυτής της συνεχούς αλλαγής δεδομένων και trends που επιβιώνουν το πολύ για 3 μέρες, βλέπω το κοινό που πραγματικά ενδιαφέρεται να αποζητά απεγνωσμένα μια ποιοτική, διαχρονική άγκυρα. Ο κόσμος, από τη μία, έχει την ανάγκη της μαζοποίησης (από αρχαιοτάτων χρόνων) και, από την άλλη, την ανάγκη να νιώθει ξεχωριστός. Τα brands παίζουν «κουτσό» στα τετραγωνάκια των δύο αυτών γηπέδων.

Παρατηρώ όλο και περισσότερη... συντηρητικότητα στα mega brands και όλο περισσότερη δημιουργικότητα και οξύτητα στα νέα, ανεξάρτητα projects. Οι μεγάλοι οίκοι είναι γνωστό πως οικονομικά βασίζονται στην παραγωγή των καλλυντικών, των αρωμάτων και των αξεσουάρ τους, οπότε, όσο περνάει ο καιρός, αυτό έχει αντίκτυπο και στο τι βλέπουμε στις συλλογές. Στους νέους δημιουργούς υπάρχει πολύ υλικό, το θέμα είναι πώς να κρατήσεις μια βιωσιμότητα και ρευστότητα στην επιχείρησή σου, εάν παράγεις μόνο avant garde κομμάτια που αφορούν έναν στους 20 ανθρώπους.
Για μένα, μόδα και Τέχνη... είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες. Πάντα τις αντιμετώπιζα έτσι, οπότε διαμορφώθηκα και με αυτόν τον τρόπο σαν καλλιτέχνιδα. Κατά την προσωπική μου άποψη, βέβαια, οποιοδήποτε πόνημα είναι Τέχνη. Τώρα, σε ποιον αναφέρεται και εάν είναι τυχερό να συνδεθεί και με την εποχή του, είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία.
Οι εκθέσεις μόδας στα μουσεία... είναι μια διαδικασία απολύτως φυσική και αναγκαία, είναι κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς και ζωτικής σημασίας να υπάρχουν τα κομμάτια αυτά σε μουσειακά αρχεία. Αν σκεφτείτε τα λαογραφικά μουσεία, για παράδειγμα, είναι κατά κόρον προορισμός στον οποίο θα βρει κάποιος ενδυμασίες και φορεσιές χαρακτηριστικές των πολιτισμών και των επιταγών τους ανά τα χρόνια. Ένας λόγος, λίγο διαφορετικός, που πιστεύω πως παίζει έναν ρόλο σε αυτήν την κίνηση αλλά και την επιθυμία του κοινού να παρακολουθεί τέτοιου είδους εκθέσεις, είναι και το rock and roll των πιο πρόσφατων σχεδιαστών, όπως του Alexander McQueen. Το κοινό θέλει ένα κομμάτι αυτών των ανθρώπων, που πέρασαν σαν αστραπές και άφησαν τέτοιο στίγμα, χρησιμοποιώντας τις συλλογές τους ως κοινωνικό σχολιασμό στα γενόμενα.

H μόδα δεν πρέπει να παραγκωνίζεται από... τις υπόλοιπες μορφές Τέχνης, είναι κάτι που συζητήσαμε και παραπάνω. Η μόδα έχει χρηστικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα, όπως έχει και η αρχιτεκτονική ή η γλυπτική. Έχει θέση και στην καθημερινότητά μας, έχει θέση και στο μουσείο της πόλης μας. Επαναλαμβάνω πως είναι στην επιλογή του κάθε σχεδιαστή να τον αφορά ή όχι το κομμάτι της μόδας που συνδέεται με την Τέχνη. Έναν κατά βάση εμπορικό σχεδιαστή δε θα τον επηρεάσει το κατά πόσο τα κομμάτια του είναι μουσειακής αξίας ή όχι. Ο επαγγελματίας αυτός έχει κύριο στόχο την πώληση του προϊόντος του. Έναν άλλο δημιουργό, που τον αφορά η καλλιτεχνική προσέγγιση στη δουλειά του, τον επηρεάζει, τον ενδιαφέρει και το βρίσκω απόλυτα λογικό κι επόμενο.
Θα ήθελα να βρούμε... έναν καλύτερο ορισμό από αυτόν του «σχεδιαστή μόδας», γιατί μου ακουγόταν πάντα γελοίος. Αφού λύσουμε αυτό, θα ήθελα να μπορεί το κοινό που είναι εκτός του χώρου να ξεχωρίσει τη μόδα από το lifestyle. Θα ήθελα η μόδα να στέκεται μόνη της, περήφανη, σαν μορφή Τέχνης αντάξια με άλλες. Θα ήθελα περισσότερη υποστήριξη από κρατικές δομές, με επιχορηγήσεις σε νέους δημιουργούς, για να ξεκινήσουν αξιοπρεπώς την πορεία τους.
Συνέντευξη: Ελεονώρα Κανάκη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025