Η ενδομητρίωση είναι μία κατάσταση κατά την οποία αναπτύσσεται ιστός παρόμοιος με αυτόν του ενδομητρίου της μήτρας σε διάφορες θέσεις εκτός αυτής, όπως -πιο συχνά- στις ωοθήκες, αλλά και -σπανιότερα- οπουδήποτε μέσα στην πύελο ή ακόμη και στο έντερο ή και την ουροδόχο κύστη. Περίπου μία στις δέκα γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας έχουν κάποιο βαθμό ενδομητρίωσης.
Ποια είναι τα συμπτώματά της;
Αρκετές γυναίκες με ενδομητρίωση μπορεί να μην παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα. Παρ’ όλα αυτά, το πιο συχνό είναι το χρόνιο πυελικό άλγος αλλά και ο έντονος πόνος κατά τη διάρκεια της περιόδου ή και της σεξουαλικής επαφής. Η ενδομητρίωση μπορεί επίσης να σχετίζεται με υπογονιμότητα ή και σπανιότερα με καταστάσεις όπως διαταραχές του κύκλου, συμπτώματα δυσουρίας, αιματουρίας ή και κόπωσης. Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε γιατί αυτή η πάθηση έχει σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής των ασθενών, με αρνητικές συνέπειες στην καθημερινότητά τους.
Παρ’ όλα αυτά, στο μυαλό της γυναίκας εξακολουθεί η ενδομητρίωση να σημαίνει υπογονιμότητα. Πόσο σωστό είναι αυτό;
Η ενδομητρίωση δεν είναι συνώνυμη της υπογονιμότητας. Το 70% των γυναικών που πάσχουν μπορούν να μείνουν έγκυες φυσιολογικά και να αποκτήσουν παιδιά. Αυτό που παίζει σημαντικό ρόλο είναι η βαρύτητα της νόσου, δηλαδή η έκταση των ενδομητριωσικών εστιών. Επειδή η βαρύτητά της δεν σχετίζεται αναλογικά με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η λαπαροσκόπηση στη διαγνωστική προσέγγισή της, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι δυνατή η σταδιοποίηση της νόσου.
Με ποιον τρόπο, λοιπόν, μπορούμε να διαγνώσουμε την ενδομητρίωση;
Δυστυχώς πρέπει να πούμε ότι η διάγνωσή της ενδέχεται να καθυστερήσει αρκετά, καθώς τα συμπτώματα της νόσου είναι πολύ γενικά και μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένες εκτιμήσεις μέχρι να φτάσουμε στη σωστή. Η διαγνωστική προσέγγιση της ενδομητρίωσης ξεκινά πάντα με ένα αναλυτικό ιστορικό της ασθενούς σε σχέση με την έναρξη και τη μορφή των συμπτωμάτων που παρουσιάζει, καθώς και τη συσχέτισή τους με τον εμμηνορυσιακό κύκλο, και θα συνεχιστεί με τη γυναικολογική εξέταση που θα αναδείξει τον πιθανό εντοπισμό των συμπτωμάτων. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος μπορεί εύκολα να εντοπίσει ενδομητριωσικές κύστεις στις ωοθήκες. Σε δεύτερο επίπεδο μπορεί να βοηθήσει η μαγνητική τομογραφία κάτω κοιλίας, όπως και η μέτρηση του δείκτη Ca125 στο αίμα, αλλά η οριστική διάγνωση θα εξαχθεί με τη λαπαροσκόπηση, κατά τη διάρκεια της οποίας θα εντοπιστούν οι ενδομητριωσικές εστίες και θα εκτιμηθεί και η έκταση της νόσου, γεγονός πολύ σημαντικό για την επίπτωση που θα έχει στην υγεία της ασθενούς.
Ποια είναι η θεραπεία της ενδομητρίωσης;
Η φαρμακευτική θεραπεία περιλαμβάνει ορμονικά σκευάσματα, τα οποία έχουν ως στόχο την υποχώρηση των συμπτωμάτων μέσω της καταστολής της ορμονικής λειτουργίας της ασθενούς, και απευθύνεται σε γυναίκες που δεν επιθυμούν άμεσα εγκυμοσύνη.
Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει τον καυτηριασμό των ενδομητριωσικών εστιών, την αφαίρεση των ενδομητριωσικών κύστεων στις ωοθήκες, όπως και τη λύση των συμφύσεων, που δημιουργούνται συχνά από τη νόσο. Σαν τελευταία λύση, σε πολύ βαριές μορφές της νόσου και σε γυναίκες που έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία της τεκνοποίησης, δίνεται η επιλογή της ολικής υστερεκτομής και των σαλπίγγων-ωοθηκών.
Ευχαριστούμε τη Χριστίνα Μαυροματάκη, Μαιευτήρα - Χειρουργό Γυναικολόγο, Συνεργάτιδα Euromedica Γενική Κλινική Θεσσαλονίκης, για τις πληροφορίες.
Info: Μαρίας Κάλλας 11, 546 45 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 895100, 2310 252108