Ο Δημήτρης Μουδιός, αν και σε νεαρή ηλικία, έχει καταφέρει να κάνει πολλές από τις γωνιές του κόσμου να μιλούν με τον καλύτερο τρόπο για τα πιάτα του. Ξεκίνησε από το Atelier στο Μόναχο, συνέχισε στο Alchemist και η υπόλοιπη πορεία ξετυλίγεται στην παρακάτω συνέντευξη. Πρόσφατα, μάλιστα, μαγείρεψε στην Ελλάδα για πρώτη φορά, στο πλαίσιο του Pharaoh Fire Nights, όπου διακεκριμένοι chefs από το εξωτερικό παρουσίασαν τη δουλειά τους στο αθηναϊκό εστιατόριο. Παράλληλα, ο ίδιος μιλάει για τη δική του Θεσσαλονίκη, την πόλη απ' όπου ξεκίνησαν όλα.
Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Σίνδο, σε μια περιοχή που όταν εγώ ήμουν ακόμα παιδί ήταν αρκετά ήσυχη - παίζαμε έξω από το πρωί έως το βράδυ. Πλέον, δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα ακόμα και σε έναν τόπο όπως η Σίνδος, διότι όλα τα πάρκα έχουν καταστραφεί.
Νομίζω πως η αγαπημένη μου περιοχή της Θεσσαλονίκης είναι τα Λαδάδικα. Κάθε φορά που έρχομαι ψάχνω κάποιο Airbnb εκεί κοντά, για να έχω τη δυνατότητα να πηγαίνω στα εστιατόρια και γενικά να περπατάω στη γύρο περιοχή.
Όταν ήμουν πιο μικρός ήθελα να γίνω προπονητής, μετακομίζοντας όμως στο εξωτερικό έτυχε να ασχοληθώ με τη μαγειρική για πλάκα, κι έτσι μετά από 10 χρόνια κάνω ακόμα αυτό. Έγινε όλο τελείως τυχαία και για βιοποριστικούς λόγους, οπότε όσο εμένα στη δουλειά τόσο περισσότερο μου άρεσε.
Μεγαλώνοντας στην πόλη έχω έναν δυνατό δεσμό με αυτήν, όχι τόσο λόγω της ίδιας της πόλης αλλά λόγω των ανθρώπων που ζουν εκεί. Όλοι οι φίλοι μου και η οικογένειά μου είναι εκεί, κι εννοείται πως έρχομαι αρκετά συχνά.
Η δουλειά του chef είναι αυτό που έχω επιλέξει να κάνω στη ζωή μου. Μεγαλώνοντας μαθαίνω πώς να έχω μια πιο ισορροπημένη σχέση με τη μαγειρική, και αυτό με κάνει καλύτερο, βλέποντας τα πράγματα πιο σφαιρικά και απ' έξω κάποιες φορές.
Έχω δουλέψει σε αρκετά σημαντικά εστιατόριο από όταν ήμουν ακόμα παιδί. Γι' αυτό και στα 23 μου ήμουν επικεφαλής του R&D στο Borago στη Χιλή. Αυτήν τη στιγμή έχω δύο τελείως διαφορετικά concepts στην Bangkok: Το Lahnyai, που βασίζεται μόνο σε συνταγές από τη Βασιλική οικογένεια της Ταϊλάνδης που παρουσιάζονται με πιο σύγχρονο περιβάλλον και αισθητική. Και το Ōre, που είναι ένα counter 8 θέσεων το όποιο βασίζεται κυρίως στα προϊόντα. Είναι ένα πιο σύγχρονο project με ένα tasting menu από 30 πιάτα, που κάποια από αυτά είναι πολύ απλά, όπως μια γλυκοπατάτα μαγειρεμένη σε νερό, με σαλάτα που είναι στην ουσία το νερό όπου μαγειρεύτηκε η γλυκοπατάτα.
Η εμπειρία μου από το Pharaoh Fire Nights μου έδωσε την ευκαιρία να μαγειρέψω για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Κατάφερα να μεταδώσω τα πάντα και να μιλήσω με όλους τους πελάτες στα ελληνικά, μοιράστηκα τα συναισθήματά μου μέσα από τα πιάτα μου.
Η ελληνικά κουζίνα για μένα είναι ίσως η πιο αγαπημένη μου στον κόσμο. Λατρεύω τη φέτα και είναι κάτι που μου λείπει πολύ. Έχοντας ζήσει σε πάνω από 7 χώρες σε όλες τις Ηπείρους (εκτός από Αφρική), έχω επιρροές από παρά πολλές κουλτούρες, κάτι που αποτυπώνεται στα πιάτα μου.
Το αγαπημένο μου φαγητό ever είναι τα κολοκυθάκια γεμιστά από τη μητέρα μου.
Αν το ελληνικό καλοκαίρι ήταν γεύση, θα ήταν παγωτό φράουλα και σοκολάτα από ένα παλιό ζαχαροπλαστείο που πηγαίναμε ως παιδιά.
Ένας chef τη δουλειά του οποίου θαυμάζω είναι ο René Redzepi.
Στο μέλλον θα ήθελα να μπορώ να περνάω περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου, σίγουρα πίσω στην Ευρώπη, μπορεί full time - μπορεί και όχι. Όσον αναφορά στην κουζίνα μου, να την απλοποιήσω όσο μπορώ χωρίς να πρέπει ή να θέλω να ακολουθήσω κάποιο trend.
Οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετώπισαήταν όταν έπρεπε μικρότερος να ακολουθήσω τους ρυθμούς μιας κουζίνας με άτομα τα οποία όλα ήταν 25+ κι εγώ ήμουν 18. Αυτό εννοείται με εξέλιξε απίστευτα γρήγορα αλλά τότε ήταν δύσκολο.
Ένα μέρος που επισκέπτομαι συχνά στη Θεσσαλονίκη είναι η +Τροφη, που είναι το αγαπημένο πιο εκλεπτυσμένο εστιατόριο, αλλά και μια ταβέρνα για φοιτητές που λέγεται «Γιαννούλα».
Όταν έρχομαι στην πόλη όλοι οι δρόμοι με οδηγούν στα escape rooms - στην Ελλάδα έχουμε τα καλύτερα.
Αυτό που με έχει κουράσει στη Θεσσαλονίκη είναι η κατάσταση με το μετρό. Φαντάζομαι ότι για τους μόνιμους κατοίκους της πόλης είναι ακόμα πιο έντονο αυτό το συναίσθημα.
Οι τρεις λέξεις με τις οποίες θα τη χαρακτήριζα: Αναμνήσεις, ομορφιά, αστείες στιγμές.