Μεγαλώνοντας με την εικόνα του «ατέλειωτου θαλάσσιου μετώπου» της Θεσσαλονίκης μπροστά στο οποίο συναντιούνται και αναδιπλώνονται αενάως διάφοροι μικρόκοσμοι, ο Δημήτρης Τόλης μυήθηκε από μικρός στη μαγεία της τέχνης. Ήταν σχεδόν αναπόδραστο το να ασχοληθεί επαγγελματικά με την οικογενειακή γκαλερί, παρότι σπούδασε στο Πολυτεχνείο. Το ιντελεκτουέλ στιλ που τον διακρίνει αποτελεί μια ακόμη ιδιαίτερη νότα σε μια εναλλακτική, πολύπλευρη κι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Το πατρικό μου βρίσκεται ανατολικά κάπου ανάμεσα στη Φλέμινγκ και την Παλιά Σαλαμίνα. Μια ήσυχη και μάλλον πράσινη γειτονιά. Με αυτή ως αφετηρία άρχισα να περπατώ συστηματικά παρέα με τη μητέρα μου κι έτσι από πολύ νωρίς ανακάλυψα τα όσα όμορφα βρίσκονται στα πέριξ, τα αρχοντικά στην οδό Σπάρτης και την Ευζώνων, τα παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο, τις βίλες της Βασιλίσσης Όλγας. Αυτά τις καθημερινές. Τα Σάββατα απαρέγκλιτα ακολουθούσα τον πατέρα μου στον Ειρμό. Μια εβδομαδιαία συνήθεια που έγινε ιεροτελεστία και παρότι κάποια στιγμή σταμάτησε, φαίνεται πως η επίδρασή της ήταν αναπόδραστη! Έτσι, από μικρός ήμουν μοιρασμένος ανάμεσα στο κέντρο, το οποίο έμελλε να διεκδικεί σταθερά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου και στη γειτονιά όπου πήγαινα σχολείο, συναντούσα τους φίλους μου, ένιωθα σπίτι μου.
Λατρεύω το κέντρο όπου και ζω τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια. Λόγω συγκυριών έχω αλλάξει αρκετές φορές σπίτια κι έτσι είχα την ευκαιρία να ζήσω τις διαφορετικές εκδοχές του, όπως οριοθετούνται από λεπτά όρια που ορίζουν μικροκλίματα και στοιχειώδεις, κατά το μέγεθος, «γειτονιές». Βαδίζοντας κανείς πάνω στους μεγάλους οριζόντιους αλλά κυρίως κάθετους άξονες, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει δρόμο, βλέπει την ανθρωπογεωγραφία να αλλάζει, τις υφές να τροποποιούνται, συχνά μέσα σε αποστάσεις λίγων βημάτων. Να κάτι πραγματικά ξεχωριστό σε αυτή την πόλη.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα με έναν γενικό τρόπο να γίνω επιστήμονας ή εξερευνητής, στα χνάρια των ηρώων των βιβλίων του Ιουλίου Βερν. Μεγαλώνοντας αποφάσισα και ανακοίνωσα πως θα γίνω αρχιτέκτονας. Εν τέλει μπήκα στο Πολυτεχνείο αλλάζοντας ελαφρώς την κατεύθυνσή μου σε Αγρονόμο Τοπογράφο, καθώς μου φάνηκε ιδιαίτερα θελκτική η τεχνολογική διάσταση του κλάδου. Δεν άργησα βέβαια να καταλάβω πως η αγάπη για την Τέχνη, που ήταν θηριώδης, δε μπορούσε να καλουπωθεί στο πλαίσιο ενός χόμπι και του απλού ενδιαφέροντος. Έπρεπε με κάποιον τρόπο αυτό που καταλάμβανε τόσες ώρες από τη ζωή μου και για το οποίο δαπανούσα τόση ενέργεια και σκέψη να γίνει η καθημερινότητά μου κι επαγγελματικά. Υπήρξα ιδιαίτερα τυχερός λοιπόν, έχοντας άμεση πρόσβαση σε μια γκαλερί στην οποία μέσα μεγάλωσα. Έτσι αλλά και με τον τρόπο σκέψης του μηχανικού αφομοιωμένο, ανέλαβα πριν μια δεκαετία σχεδόν τον Ειρμό. Ήταν μια συνειδητή, στοχευμένη και σαφώς όχι ανέξοδη απόφαση.
Η γκαλερί είναι μια δουλειά ειδικών προδιαγραφών και σίγουρα όχι «πρώτης ανάγκης», απαιτητικός συνδυασμός μέσα σε μια οικονομική συγκυρία που περιπλέκει τα πράγματα. Είναι επίσης μια δουλειά εξαιρετικά προσωπική, με μεγάλες ανάγκες υποδομής και απαραίτητα γεμάτες δεξαμενές υπομονής. Συνεχίζοντας μια ιστορία 35 και πλέον χρόνων, οι ισορροπίες που έπρεπε να διατηρηθούν ήταν πολλές αλλά οι αλλαγές και οι εξελίξεις που έπρεπε να δρομολογηθούν ίσως ακόμη περισσότερες. Θέλω να πιστεύω πως το «στοίχημα το κερδίσαμε» αλλά αυτό μένει να κριθεί από το κοινό της πόλης.
Η φιλότεχνη σκηνή της Θεσσαλονίκης ήταν και παραμένει αρκετά ιδιόμορφη, όπως τα περισσότερα πράγματα άλλωστε! Ένα κοινό «υποψιασμένο» με σκληρές θέσεις και αμετακίνητες απόψεις ειδικά κατά το παρελθόν. Βέβαια οι εντάσεις λειάνθηκαν, τα στεγανά καταργήθηκαν και το τοπίο διαμορφώθηκε και αναδιαμορφώθηκε πάνω σε διαφορετικές βάσεις.
Ανάμεσα σε όλες τις ξεχωριστές στιγμές και τις υπέροχες συναντήσεις που αυτή η δουλειά μού προσφέρει απλόχερα ξεχωρίζω τις κουβέντες για τον Όμηρο με τον τεράστιο Δημήτρη Μαρωνίτη που τις συνόψισε με τρομερή ευγένεια στη φράση που μου έγραψε κάπου «Φίλος, σε φίλο του Ομήρου», τα υπερρεαλιστικά ραντεβού με τον «ποταμό» Νάνο Βαλαωρίτη, το δείπνο με τον Δημήτρη Μυταρά στη βίλα του Ugo Foscolo στη Φλωρεντία και πάντα κρατώ μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου για την ξενάγηση που μού έκανε με πολλή υπομονή, όντας εγώ μικρό παιδί, ο Παναγιώτης Τέτσης στη Βεργίνα.
Δε μου είναι εύκολο να ξεχωρίσω κάποιο project ή κάποια συνεργασία, το πλήθος και των δύο είναι μεγάλο και οι ιδιαιτερότητες που φέρει ως αποσκευή η καθεμιά μαζί της ποικίλες. Πιο εύκολα μπορώ να μιλήσω για την τρέχουσα (Νοέμβριος - Δεκέμβριος) έκθεση του Ειρμού «Γιάννης Τσαρούχης: ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ» η οποία και ήταν αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας κι έρευνας εδώ και αρκετούς μήνες. Μέσα από σπάνια ντοκουμέντα, σχέδια, χαρακτικά και livres d’artiste παρακολουθεί κανείς το πώς αρθρώνεται μια από τις χαρακτηριστικότερες φωνές της ελληνικότητας και πώς ορίζεται ένας από τους κύριους άξονες του ελληνικού μοντερνισμού.
Δε μπορώ επίσης να πω με σιγουριά, ποιο είναι το αγαπημένο μου σημείο στην πόλη. Η Θεσσαλονίκη δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει. Περπατώ συχνά και κάθε φόρα ανακαλύπτω και κάτι καινούριο, άλλες φορές ελάχιστο (μια αρχιτεκτονική λεπτομέρεια, ένα μικρό αστικό παλίμψηστο), άλλες φορές πολύ μεγαλύτερο (ένας δρόμος, μια στοά, μια αλέα) σχεδόν όμως πάντα με μια σταγόνα μαγική.
Μπορεί να με συναντήσει κανείς στα καφέ της Παύλου Μελά με φίλους, κυρίως νωρίς το πρωί.
Αγαπώ πολύ το Μουσείο Φωτογραφίας και τους ανθρώπους του με τους οποίους έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές μέσα στα χρόνια σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες δουλειές, το βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ στην Τσιμισκή για την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά του και τον κινηματογράφο Ολύμπιον για τις ατέλειωτες ώρες που έχω περάσει εκεί και για όλες τις μορφές που είδα από κοντά στους χώρους του (Wenders, Νικολαΐδης, Jarmusch μεταξύ πολλών άλλων).
Ωραιότερο έργο τέχνης σε δημόσιο χώρο θεωρώ τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, έναν θαυματουργό συνδυασμό απλότητας και αφηγηματικότητας που εξελίχθηκε δικαίως σε τοπόσημο και σύμβολο της Θεσσαλονίκης. Δε μπορώ βέβαια να μην αναφέρω ακόμη την αινιγματική Ροτόντα που ασκεί πάνω μου πάντοτε έναν ειδικό μαγνητισμό με τους όγκους της και τους τροπισμούς τους καθώς το φως αλλάζει και οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη.
Μέσα στις συνήθειές μου (ίσως όχι καθημερινές, αλλά συχνές) βάζω τα γεύματα -μεσημεριανά διαλείμματα σε χώρους που ξεχωρίζω, όπως το Βαρύ Πεπόνι και το Καφενείο Πύργος, κυρίως τις καθημερινές και τον Οινοχόο τα Σαββατοκύριακα. Αυτό που σίγουρα λείπει πια είναι το εμβληματικό Ουζερί Αριστοτέλους, γνωστότερο ως Λεπέν αλλά και ο «ειδικού βάρους» Ερμής.
Δε βγαίνω πια συχνά το βράδυ, αλλά όταν το κάνω υπάρχει μια καλή περίπτωση κανείς να με βρει στο Φλου ή στο Residents, χωρίς να ξεχνώ βέβαια τον Βασίλη και τα υπέροχα ποτά του στο Don’t Tell Mama.
Σίγουρα δεν είναι μυστικά αλλά τα μέρη στα οποία βρίσκω συχνά καταφύγιο για να αναδομήσω σκέψη και διάθεση είναι η Εκκλησία του Άγιου Νικολάου του Ορφανού και το υπέροχο προαύλιό της, η πλατεία Τερψιθέας με τον Τουρμπέ του Μουσά Μπαμπά, καθώς και το επιβλητικό Λαογραφικό Μουσείο με το καφέ στον όμορφο κήπο του.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει η εγγύτητα των πραγμάτων και η αίσθηση ότι βαδίζουμε διαρκώς ανάμεσα σε ένα άθροισμα από μικρόκοσμους που συναντιούνται και αναδιπλώνονται αενάως μπροστά στο «ατελείωτο» θαλάσσιο μέτωπο.
Την πόλη μου θα την ήθελα περισσότερο πράσινη και λειτουργική και σίγουρα με λιγότερο οπτικό θόρυβο στο επίπεδο του δρόμου. Θα μου άρεσε αν μια μέρα συνειδητοποιούσαμε ότι ζούμε και κινούμαστε σε μια μητρόπολη που μετρά αιώνες και στη συνέχεια εναρμονίζαμε τις συμπεριφορές μας ανάλογα, προς την ίδια, τους άλλους και εν τέλει τους εαυτούς μας. Ως τότε ας είμαστε ειλικρινείς ως προς τις τρέχουσες συνθήκες και τις προθέσεις μας συνοψίζοντάς τες με τρεις λέξεις: Ασκήσεις επί Αμμοδόχου.
Κεντρική Φωτογραφία: Αριστερά: έργο του Τσαρούχη, Πορτρέτο: Δημήτρης Ανδρίτσος