Η Καλλιόπη Πασιά γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Ούσα ανήσυχο πνεύμα, η ίδια σπούδασε Νομική, Δημοσιογραφία και Δημιουργική Γραφή. Όνειρα και αμφιβολίες της ταξιδεύουν μέσα σε συλλογές διηγημάτων, που συνεπαίρνουν τον αναγνώστη και τον μεταφέρουν σε αλλιώτικους κόσμους, γεμάτους ενδιαφέρον και ζωή. «Από το τέλος ξεκινά η αρχή» είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.
Παρακάτω μας ξεναγεί στην πόλη που μεγάλωσε, ζει και αγαπά μέσα από τα μάτια της.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, σε μια γειτονιά της Καλλιθέας, από την οποία θυμάμαι πολύ έντονα την ισόγεια αυλή των συμμαθητών μου, εκεί που μαζευόμασταν να παίξουμε σκοινάκι, μήλα, κρυφτό, χωρίς φόβο, με μπόλικες φωνές και γέλια, με ζωηρή φαντασία, με τον Κώστα, τον Σταμάτη, τον Γιώργο, τον Αχιλλέα, την Πετρούλα, τη Σοφία και την Πόπη. Όλη η γειτονιά στο πόδι κι εμείς να φτιάχνουμε καινούριους κόσμους. Θυμάμαι το απέναντι μπαλκόνι από το οποίο χαιρετούσα τα ξαδέρφια μου, αλλά και το δικό μας μπαλκόνι, η πρασιά του οποίου είχε γίνει ένας τόπος χαμένων μικρών θησαυρών, παιχνίδια και αντικείμενα ξεχασμένα στον χρόνο. Θυμάμαι το ρετιρέ μπαλκόνι στο οποίο πανηγυρίζαμε την πρωτιά της Εθνικής Μπάσκετ, όλη η Ελλάδα μια γιορτή. Θυμάμαι τα πρόσωπα των συμμαθητών μου και τα χέρια τους δεμένα στο δικό μου στη διαδρομή προς το σχολείο. Θυμάμαι τον πατέρα μου να περιμένει στη γωνιά έξω από τα «αγγλικά» και τη δική μου περηφάνια να τον κρατώ από το χέρι και όλοι να μου λένε πόσο του μοιάζω. Εκεί μεγάλωσα, στις γειτονιές της Καλλιθέας, και όσες φορές και αν επιστρέφω στην Αθήνα που αγαπώ, γι’ αυτούς τους δρόμους θα κρατώ μέσα μου ένα λευκό λουλούδι κι ένα κουτάλι μέλι.
Από τότε άλλαξα πολλές γειτονιές. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, επιλέγοντάς την συνειδητά, με την έλξη του αναπόφευκτου, ίσως και του μοιραίου. Δε θα μπορούσα να φανταστώ τα φοιτητικά μου χρόνια αλλού, πέρα από δω, από τη Μελενίκου και το Ναυαρίνο, πέρα από το Λούκι Λουκ και τον Θερμαϊκό, τα σκαλιά της Νομικής και το κυλικείο της Φιλοσοφικής, πέρα από τις ερωτικές βόλτες στην Κρήνη, τις συναυλίες και τις παραστάσεις στο Θέατρο Δάσους, τα άγουρα ξημερώματα στα παγκάκια της παραλίας, τις ιδρωμένες νύχτες στα καλοκαιρινά μαγαζιά.
Έχω ζήσει στις περισσότερες γειτονιές της Θεσσαλονίκης, την έχω περπατήσει στους περισσότερους δρόμους της, κάθε γωνιά της την αγάπησα και με έχει γεμίσει εικόνες και συναισθήματα, με έχει γεμίσει ζωή. Με έχει «ποτίσει» η αλμύρα και η υγρασία της, η μυρωδιά των νυχτολούλουδων, έχω σκοντάψει και πέσει στα πλακόστρωτα της Άνω Πόλης, κι έχω ξανασηκωθεί στα στενά της Κάτω Τούμπας, έχω ιδρώσει κάτω από τα πεύκα στο Πανόραμα κι έχω στερέψει από λέξεις μπροστά στο ηλιοβασίλεμα του Θερμαϊκού. Αυτήν την περίοδο ζω στην καρδιά του κέντρου, σε ένα στενό της γειτονιάς Ναυαρίνο, εκεί όπου όλοι οι άνθρωποι ζουν στα μπαλκόνια τους. Κοιμάμαι και ξυπνάω με ανοιχτά παραθυρόφυλλα και παντζούρια, με τους ήχους και τις μυρωδιές της πόλης, με το κλάμα της μικρής απέναντι που γεννήθηκε τις πρώτες μέρες της μετοίκησής μου σε αυτή τη γειτονιά, και τη βλέπω να κάνει τα πρώτα βήματά της, με τις ντροπαλές κουβέντες των αλλοδαπών γειτόνων μου στην οθόνη του κινητού τους, με τα γέλια και τα τραγούδια της φοιτητοπαρέας κάπου εκεί στον 3ο όροφο, με τη θέα του πεντακάθαρου -γεωμετρικού σχεδιασμού- μπαλκονιού του 2ου ορόφου, και με τα χρώματα των λουλουδιών του φίλου γείτονα εκεί στον 8ο όροφο.
Ωστόσο, δεν ξεχωρίζω καμιά από όλες τις γειτονιές μου, ίσως μόνο αυτή που δε γνωρίζω ακόμη και στην οποία δεν έχω ακόμη μείνει, μιας και είμαι πάντα έτοιμη για αλλαγή. Την αναζητώ και την επιδιώκω. Κάποια στιγμή θα γράψω μια μεγάλη ιστορία για όλες αυτές μου τις μικρές και μεγάλες αλλαγές και μετακομίσεις.
Είχα πάντα ερωτική σχέση με τις λέξεις, όλη μου η ζωή κυβερνάται από αυτές. Στην ηλικία των 4 ερωτεύτηκα τη λέξη δικηγόρος, χωρίς να γνωρίζω καν τι σημαίνει, στα σχολικά χρόνια τη φράση «γενική απόλυτη κατηγορηματική μετοχή», κοιμόμουν και ξυπνούσα μεταφράζοντας άγνωστο στ’ αρχαία, και όλα οδήγησαν σε 3 σχολές στο μηχανογραφικό, με πρώτη και επιτυχή αυτή της Νομικής. Την αγάπησα με πάθος τη νομική επιστήμη για πολλά χρόνια. Αλλά την απατούσα πολλάκις. Ανάμεσα στους Κώδικες και στα δικόγραφα ερωτοτροπούσα με τον Καζαντζάκη, τον Έσσε, τον Πασκάλ Μπρυκνέρ. Πίσω από τα έδρανα αναρωτιόμουν που μπορεί να βρίσκεται κρυμμένος ένας νέος Καμύ ή ένας Εμπειρίκος. Διατύπωνα ενστάσεις αλλά ταυτόχρονα σημείωνα στίχους της Γώγου και της Αγγελάκη Ρουκ. Απέφευγα το ποινικό δίκαιο, από την πρώτη στιγμή που πέρασα την πόρτα των φυλακών ως ασκούμενη δικηγόρος, καθώς με έπνιγε αυτή η στέρηση ελευθερίας, βρήκα όμως τον τρόπο να δώσω φτερά σε αυτούς τους ανθρώπους, στη θέση των οποίων θα μπορούσα να είμαι κι εγώ υπό άλλες συνθήκες. Μοιράστηκα τη γνώση της γραφής και των ιστοριών με τους έγκλειστους μαθητές των φυλακών κι έγινα η καλύτερη μαθήτριά τους, επιβεβαιώνοντας στο μέσα μου ότι αν ένας άνθρωπος λάβει το κατάλληλο ερέθισμα μπορεί να γίνει ο πιο ευφάνταστος δημιουργός. Οι ιστορίες που έγραψαν οι άνθρωποι αυτοί, μέσα από τα μαθήματά μας, είναι το πιο σημαντικό βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου.
Η βιβλιοθήκη μου είναι γεμάτη με βιβλία που τα αγαπώ και τα κουβαλώ μαζί μου όπου κι αν με πηγαίνει η ζωή. Γιατί απλά δε θα μπορούσα να ζω χωρίς αυτά. Και χωρίς τις λέξεις. Χωρίς τη γραφή. Είναι ο δικός μου παράλληλος κόσμος, ένας κόσμος μέσα στον άλλον, εκεί όπου μπορώ και ονειρεύομαι και δημιουργώ και βάζω σε σειρά τα χαώδη μου και που επαναπροσδιορίζω κι επαναπροσδιορίζομαι, εκεί όπου δίνω φωνή στη σιωπή. Πάντα με ακολουθεί ένα -ή περισσότερα- μικρό σημειωματάριο όπου καταγράφω λέξεις, σκέψεις, ερεθίσματα, μια φράση, ένα άγγιγμα, ένα όνειρο, μια μελωδία, και με όλα αυτά κάπου, κάπως, κάποια στιγμή πλάθω μια ιστορία. Κάπως έτσι γεννήθηκαν και τα ποιήματά μου, είτε αυτά της «αλφαβήτας» στην πρώτη συλλογή μου «πού πάει το λευκό όταν το χιόνι λιώνει;», είτε οι ιστορίες στις συλλογές διηγημάτων, είτε τα «καρκινικά» ποιήματά μου, αυτά που κατοικούν στη νέα συλλογή.
«Από το τέλος ξεκινά η αρχή». Αυτή είναι η φράση που επέλεξα ως τίτλο για τη συλλογή των καρκινικών ποιημάτων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Ο ίδιος ο τίτλος αποδίδει τη λογική των ποιημάτων, τα οποία διαβάζονται και ανάποδα. Ο «περιορισμός» της καρκινικής (παλίνδρομης) γραφής μου δίνει πολλή ελευθερία. Ορίζει και ταξινομεί την έμπνευσή μου, η οποία έχει την τάση προς το χάος. Έτσι τα ποιήματα αυτά διαβάζονται αρχικά με τη συνήθη σειρά, στίχος στίχος από πάνω προς τα κάτω, αλλά και αντίστροφα, από κάτω προς τα πάνω. Ενίοτε αλλάζει το νόημα, πάντα όμως παραμένει πηγή η φύση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η απώλεια, η φυγή, το όνειρο. Ο τίτλος της συλλογής αυτής ανήκει σε ένα από τα ποιήματα που μιλούν για τις δυο μου πόλεις, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα αντανακλά και την πίστη μου για τη ζωή. Ότι σε κάθε τέλος κρύβεται μια νέα αρχή και ότι σε κάθε λάθος ενυπάρχει η αρχή μιας ιστορίας.
Από τα λάθη εμπνέομαι. Και από τις ατέλειες. Και όσο μεγαλώνω τις αγαπώ πιο πολύ. Είτε αφορούν το ανθρώπινο σώμα είτε το φυσικό περιβάλλον. Και η πόλη μας είναι γεμάτη από αυτές. Από παρατημένα –στοιχειωμένα σπίτια στα οποία ενοικούν παράτολμες ιστορίες, από ερειπωμένα μαγαζιά με ταμπέλες ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ή ΠΩΛΕΙΤΑΙ, να μου θυμίζουν τη δυσκολία των ημερών μας, από πεταμένα έπιπλα στη μέση του δρόμου, από σπασμένα πλακόστρωτα, από ξύλινες πόρτες φαγωμένες από τον χρόνο που κρύβουν πίσω τους απροσδόκητα μυστικά.
Έχω κι εγώ πολλά μυστικά. Κι ένα από αυτά είναι το μέρος όπου κρύβομαι όταν όλα μοιάζουν δύσκολα ή όταν όλα ζητούν μια παραπάνω ανάσα. Αν το έλεγα, θα έπαυε να είναι μυστικό, και είμαι ενίοτε πολύ κρυψίνους! Μου είναι όμως πολύ εύκολο να μοιραστώ ότι η γωνιά του μπαρ με τον σκύλο και το γραμμόφωνο στον τοίχο (Bulldogs and the Beast) είναι το σημείο στο οποίο βυθίζομαι κάποια πρωινά Κυριακής, βάζοντας τέλος σε κάποια ποιήματα και ξεκινώντας νέες ιστορίες, απολαμβάνοντας δροσερό καφέ, γευόμενη μια από τις πιο νόστιμες ομελέτες της πόλης. Αγαπώ να κατεβαίνω τα σκαλιά της Stereosis, του αγαπημένου φωτογραφικού κέντρου στη Ζεύξιδος, χρόνια τώρα και να συναντώ αγαπημένους φίλους, να ξεφυλλίζω μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα φωτογραφικά λευκώματα, να εισπνέω αυτή την τόσο χαρακτηριστική μυρωδιά του χώρου, να αράζω στον κόκκινο καναπέ και να εμπνέομαι. Πλέον, τον περισσότερο χρόνο της εβδομάδας μου τον περνώ στο νέο μου «σπίτι», τον πολυχώρο Τέχνης «Alte Fablon», στη γωνιά Φιλίππου με Χριστοπούλου, εκεί όπου συντονίζουμε εργαστήρια θεάτρου, φωτογραφίας, δημιουργικής γραφής, λέσχες ανάγνωσης, παιδικά εργαστήρια, κυρίως όμως συναντιόμαστε φίλοι που έχουμε γίνει μια παρέα, πιο δυνατή και από οικογένεια και μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για ζωή και δημιουργία.
Τα σινεμά και τα βιβλιοπωλεία, αυτοί είναι οι ναοί της τέχνης μου. Μπορώ να χάνομαι για ώρες στα ράφια των Ακυβέρνητων Πολιτειών, του Σαιξπηρικού, της Πρωτοπορίας, του Κεντριού, εξίσου απολαμβάνω να βυθίζομαι και να απολαμβάνω τις ιστορίες της μεγάλης οθόνης των θερινών και των συνοικιακών σινεμά. Αν πρέπει όμως να διαλέξω έναν χώρο τέχνης, αυτό είναι το Μουσείο Φωτογραφίας στο Λιμάνι. Ο κόσμος όλος μέσα σε εικόνες με ομορφότερη αυτήν του Θερμαϊκού.
Τα βράδια μου έχουν ήχο από τα γέλια των φίλων μου, άρωμα από το σώμα των εραστών μου, χρώμα από τα φώτα της πόλης, γεύση σοκολάτα ή κρέπα αλμυρή, την αίσθηση των μαγαζιών που θα μας βγάλει η καλή παρέα, κάπου εδώ στο κέντρο. Αυτό είναι που μου αρέσει και στη Θεσσαλονίκη. Και συνεχίζει να είναι η επιλογή μου. Ότι όπως κι αν είναι η μέρα μου, όσο γεμάτη κι αν είναι, σίγουρα θα χωρέσει λίγο από αγκαλιά φίλων, έστω σε τυχαίο συναπάντημα. Όσο μεγαλώνω τόσο η ποιότητα της ζωής μου καθορίζεται από τους ανθρώπους που έχω κοντά μου, και στη Θεσσαλονίκη έχω πολλούς δικούς μου αγαπημένους.
Αν κάτι θα άλλαζα σε αυτήν την πόλη είναι το χαρακτηριστικό της να ασχολείται με τους άλλους. Είτε αυτό αφορά σε συνολικό επίπεδο, να κοιτάμε πάντα τι κάνει η Αθήνα, είτε αυτό αφορά σε στενότερο κύκλο, να βλέπουμε τι κάνει ο διπλανός μας. Θα ήθελα να ξυπνήσουμε ένα πρωινό και αυτό να είναι διαφορετικό από τ’ άλλα, όπου η πόλη αυτή και οι κάτοικοί της να καταλάβουν ότι μπορούν και αξίζουν και μόνοι, χωρίς τη σύγκριση ή την κατακραυγή.
«πώς αλλιώς; ίσως έτσι». Αν θα έπρεπε κάπως να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη, θα της αφιέρωνα αυτό το ποίημά μου, να διαβάζεται λέξη λέξη και από το τέλος προς την αρχή:
«πόλη πληγή
γεννά ενοχές και απωθημένα
στάζει ενοχές και αψιμαχίες
αποχές και απουσίες
όλα μάταια και ανέλπιδα
αβίωτοι πειρασμοί και παγωμένα φιλιά
ερειπωμένα κτίρια και αδιάβατοι υπόνομοι
άχρωμα σοκάκια και κακόφημες γειτονιές
μουντζουρωμένοι τοίχοι και σφαλιστές πόρτες
γκριζωποί μήνες και δαιμονισμένοι αέρηδες
ατελέσφορες θρησκείες και ανέκφραστες προσευχές
ορθάνοιχτα στόματα και φιμωμένα αυτιά
πώς αλλιώς; ίσως έτσι
μελωμένα χείλη και αγαπησιάρικα λόγια
έγχρωμα γκράφιτι και γεμάτα τραπέζια
μυστικές συνοικίες και μαγεμένοι θρύλοι
χρυσαφί ηλιοβασιλέματα και ύμνοι πολυτραγουδισμένοι
παρέας συναντήσεις και φωτισμένα ρετιρέ
απαλά χάδια και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα
πυρίκαυστα λάθη και αμοιβαίες αμαρτίες
ολάκερη ζωντάνια και γεμάτη ελπίδα
γεννά ζωή και φως
γιατρικό πόλη».
Φωτογραφία Πορτρέτου: Εμμανούηλ Παπαδόπουλος