Το όνομά της ταυτίζεται με μια από τις πιο πολυσυζητημένες σειρές ελληνικής υπογραφής, η οποία συνεχίζει να κλέβει θετικές εντυπώσεις στην παγκόσμια πλατφόρμα του Netflix. Το Maestro του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, μας μυεί στη σύγχρονη δραματική noir φύση του, με ένα από τα πιο σημαντικά δομικά συστατικά της επιτυχίας του να αφορά στην αποδόμηση της ελληνικής κοινωνίας και των στερεοτύπων που περιλαμβάνει. Από τα πρώτα επεισόδια της κυκλοφορίας του, άνοιξε τον δημόσιο διάλογο, προβάλλοντας καίρια κοινωνικά ζητήματα, με κυρίαρχα αυτά της πατριαρχίας και της ενδοοικογενειακής βίας, της κατάχρησης εξουσίας και της σύνδεσής της με τη διαχείριση της πολιτικής ισχύος, της απαγόρευσης μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο νεαρά ομόφυλα αγόρια, καθώς και του έρωτα με αρκετά μεγάλη διαφορά ηλικίας.
“Born to..., forced to...”: H viral φράση στο Tik Tok ως ένα κοινωνικό δίπολο
“Born to..., forced to...” αποτελεί μια από τις φράσεις - «κλειδιά» οι οποίες πρωταγωνιστούν στα διεθνή trends του Τik Tok, κατασκευασμένη και εκπροσωπούμενη κυρίως από τη Gen Z γενιά κοριτσιών και γυναικών, με το σχετικό hashtag να αναδεικνύει συγκρίσεις ανάμεσα σε όσα πραγματικά επιθυμούν και στα ρεαλιστικά γεγονότα που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους. Μεταφερόμενοι στα ελληνικά δεδομένα της πλατφόρμας και στη σχέση του με το Maestro, ήδη από την κυκλοφορία των πρώτων επεισοδίων του δεύτερου κύκλου του, κατέκτησε έδαφος και στην τάση αυτή, η οποία είναι προσαρμοσμένη στους κεντρικούς του χαρακτήρες και με το νεανικό γυναικείο κοινό να παραδέχεται την ταύτιση ή τη μη ταύτιση μαζί τους. Έτσι, για παράδειγμα μπορούμε να παρακολουθήσουμε τα σχετικά videos με φράσεις, όπως «Born για να έχω κάτι σαν της Κλέλιας και του Ορέστη, forced να αναγκάζομαι να αντιμετωπίζω μόνο Θάνους».
Είναι αλήθεια ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα έχει ταυτιστεί με την καθιέρωση και την υποστήριξη επίκαιρων φαινομένων και συνθηκών, όπως το political correctness, θίγοντας ζητήματα, τα οποία μπορούμε να πούμε ότι είναι όμοια με όσα θέτει σε πρώτο πλάνο η δημοφιλής ελληνική σειρά. Ειδικά, αν θέλουμε να δούμε πιο βαθιά την ερμηνεία της παραπάνω φράσης, αυτή αντανακλά ένα ισχυρό κοινωνικό δίπολο όσον αφορά στις ερωτικές σχέσεις των κοριτσιών αυτών, στις οποίες, όπως παρακολουθούμε μέσα από τις επιλογές των λέξεών τους, κυριαρχεί ο τοξικός χαρακτήρας του συντρόφου τους, ενώ οι ίδιες αναζητούν μια μη κακοποιητική προσωπικότητα δίπλα τους.
Η ανάγκη σύγκρισης και η άλλη πλευρά
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η πλειονότητα των κοριτσιών ταυτίζεται με τον χαρακτήρα της Κλέλιας. Το πρώτο ζήτημα προβληματισμού, προτού προχωρήσουμε στην ανάδειξη της μορφής των ερωτικών τους σχέσεων, είναι το εξής: Ποιοι αποτελούν τους κεντρικούς λόγους, για να δημιουργηθεί μέσα τους αυτή η ανάγκη σύγκρισης; Αφορά στο γεγονός ότι προέχεται από ένα οικονομικά ισχυρό κοινωνικό background ή αφορά σε παρόμοια συναισθηματική κατάσταση; Όπως παρακολουθούμε στη σειρά, παρόλο που το πρόσωπο αυτό έχει μεγαλώσει με μηδενικές στερήσεις σε μια ευκατάστατη οικογένεια, οι συνδέσεις μεταξύ τους όταν κλείνει η πόρτα δεν συνοδεύονται από χαρά, αγάπη και στοργή, αλλά από ψυχολογική κακοποίηση και μη βαθιά επικοινωνία.
Προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα το trend, παρακολουθούμε μια επίσης αμφιλεγόμενη διάθεση σύγκρισης μέσα από τη νέα φράση που έχει δημιουργηθεί: «Γεννήθηκα για να ζω σε ένα νεοκλασικό στην Αθήνα, αλλά μένω στη Νεάπολη», το οποίο γεννά προβληματισμό από τη δική μας μεριά ως δέκτες των μηνυμάτων αυτών. Όπως παρακολουθούμε στη σειρά, το συγκεκριμένο σπίτι ανήκει στο αγόρι της Κλέλιας, ο οποίος αποδεικνύεται σε κάθε επεισόδιο ότι παρόλο που διαθέτει οικονομική ευχέρεια, προσπαθεί να την χειραγωγεί, να την ελέγχει και να την κακοποιεί συναισθηματικά, ακολουθώντας ένα χαρακτηριστικό ψυχολογικά μοτίβο συμπεριφοράς. Και αναρωτιόμαστε, λοιπόν, για το πώς γίνεται σε μια σειρά, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί Gen Z friendly, να μην αναλύονται βαθιά και να απασχολούν αυτή τη γενιά οι δεύτερες αναγνώσεις στις ζωές των προσώπων και παραμένουν σε επιφανειακά ζητήματα, όπως είναι ξανά η οικονομική άνεση; Μήπως αποτελεί αυτή η φράση μια ανάγκη ειρωνείας της συγκεκριμένης συνθήκης και είναι καυστικό σχόλιο από την πλευρά των προσώπων που αναπαράγουν το trend, στοιχείο που και ευχόμαστε!
Εκεί, λοιπόν, όπου στην πρώτη φάση του trend παρατηρούμε την παραδοχή μιας ταύτισης, σταδιακά είναι πολύ περίεργο ειδικά από την πλευρά μιας γενιάς, η οποία διακρίνεται για την ενεργή κοινωνική της συμμετοχή, να καταλήγει να προσκολλάται σε «ζητήματα βιτρίνας». Ένα trend έχει τη δύναμη να φέρει στην επιφάνεια μια ολόκληρη κουλτούρα πεποιθήσεων. Το θέμα είναι ο τρόπος που θα καταφέρει να τη μεταφέρει και το κίνητρο που κουβαλά. Ας σκεφτόμαστε ξανά και ξανά με τι θέλουμε να ταυτιστούμε, τι επιθυμούμε να ερευνήσουμε, ώστε να ανοίξουμε διαύλους επικοινωνίας...