fbpixel

Search icon
Search
Η Ελληνογαλλίδα σκηνοθέτης Agnès Varda παραμένει πιο σύγχρονη από ποτέ
ARTS & CULTURE

Η Ελληνογαλλίδα σκηνοθέτης Agnès Varda παραμένει πιο σύγχρονη από ποτέ

Μια ματιά στη ζωή και το έργο της διαχρονικής εκπροσώπου της nouvelle vague


Τέλη Μαρτίου, η μεγαλύτερη Γαλλίδα δημιουργός αποφάσισε να «ελευθερωθεί» από τα δεσμά της και να ταξιδέψει στον κόσμο που πάντα επιθυμούσε: στον παράδεισο των ονείρων της. Κάπως έτσι είχε η ίδια στο μυαλό της τη μούσα της -αγαπητή από όλους, με το πιο ωραίο παριζιάνικο bob καρέ. 

Η γιαγιά της nouvelle vague ήταν αυθεντική και προσεγγίσιμη. Αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο και τις γυναίκες, αφού πάλεψε για τα δικαιώματα τους και τα αναδείκνυε με κάθε ευκαιρία.

agnes varda.jpg

Στιγμιότυπο από την ταινία, «Cleo de cinq à sept»,1961

Γεννημένη στις 30 Μαΐου του 1928, η Agnès Varda μπορεί να υπηρετούσε την βελγική καταγωγή της για χρόνια, ελάχιστοι όμως γνώριζαν ότι ήταν περήφανη και για την δεύτερη πατρίδα της, την Ελλάδα. Πράγματι, η γνωστή σκηνοθέτης και σεναριογράφος είχε ελληνικές ρίζες, από την πλευρά του πατέρα της, ο οποίος ήταν ο Ευγένιος Ιωάννης Βάρδας, από τη Σμύρνη. Μάλιστα, το 1970 η ίδια γύρισε ένα από τα λιγότερο δημοφιλή, αλλά αγαπημένο της φιλμ, που έχει άκρως ελληνικό χαρακτήρα, τη μεγάλη μήκους ταινία: «Ναυσικά».

naysikaa.jpg
Στιγμιότυπο από την ταινία Nausicaa, 1970

Η φυσική περιέργεια της Arlette -άλλαξε επίσημα το όνομα της σε Agnès όταν ήταν μόλις 18 ετών- δεν της αφήνει πολλά περιθώρια, οδηγώντας την να μετακομίσει στο Παρίσι και να πάρει το πτυχίο της, επάνω στην λογοτεχνία και την ψυχολογία. Εκείνη, συνήθιζε να παρουσιάζει την άφιξη της στην Πόλη του Φωτός ως «Πραγματικά βασανιστική, μέσα στην γκρίζα, απάνθρωπη και θλιβερή πόλη». Ενώ, για τα μαθήματα της στην περιβόητη Σορβόννη έλεγε ότι ήταν «Ηλίθια, απαρχαιωμένα και εντελώς ακατάλληλα για τις υψηλές προσδοκίες που ξεκινάει να σχηματίζει ένας νέος σ’ εκείνη την ηλικία».

«Βασανίστηκε» αρκετά από την καλλιτεχνική πλευρά της και γι' αυτό, σκόπευε να γίνει επιμελήτρια μουσείων, σπουδάζοντας ιστορία της τέχνης στο École du Louvre (Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών), της Γαλλίας. Παρόλα αυτά, την κέρδισε η φωτογραφία, πάνω στην οποία, τελικά, πήρε το πτυχίο της. Κάπως έτσι, ξεκίνησε την καριέρα της ως φωτογράφος, μεταπηδώντας μετέπειτα στο χώρο του κινηματογράφου και των παραγωγών.

Όπως υποστήριζε η ίδια, «Ήθελα πάντα να φτιάχνω διάφορες συνθέσεις μέσα από μια σειρά φωτογραφιών».

Το 1951, έρχεται η πρόταση από τον καλό της φίλο Jean Vilar, για να γίνει η νέα επίσημη φωτογράφος του θεάτρου National Populaire. Φυσικά η Varda δέχεται και από εκείνη τη στιγμή και για δέκα συνεχόμενα χρόνια εργαζόταν εκεί, όπου αναγνωρίστηκε μεγάλο μέρος του έργου της σε όλη την Ευρώπη.

Το πάθος της για το θέατρο και τον κινηματογράφο «έκαιγε» μέσα της και την έκανε να δημιουργήσει την πρώτη ταινία της, το «La Pointe Courte». Τη χρονιά του 1955, το ντεμπούτο της στο σινεμά, χαρακτηρίστηκε ως πρόδρομος του γαλλικού νέου κύματος (nouvelle vague) και βοήθησε στη δημιουργία του ονόματός της Varda, όπως το ξέρουμε σήμερα.  

agnes varda.jpg

Η δημιουργός αποτέλεσε την πιο απελευθερωμένη φωνή του French New Wave, το οποίο θεωρείται το σημαντικότερο μέχρι και σήμερα.

Το «La Pointe Courte» ήταν ένα δράμα, σκηνοθετημένο μ’ ένα ξεχωριστό οπτικό ύφος με στοιχεία ντοκιμαντέρ, που εναλλάσσεται μεταξύ δύο αφηγήσεων. Η δεύτερη και πιο επιτυχημένη ταινία της Varda ήταν το «Cleo de cinq à sept», το 1961. Πρόκειται για μια ενδοσκοπική και πνευματική ταινία, με βασικές επιρροές του Νέου Γαλλικού Κύματος. Διαπραγματεύεται την ιστορία μιας τραγουδίστριας, που βλέπει τον κόσμο γύρω της με άλλη ματιά, ενώ περιμένει τα αποτελέσματα μιας ιατρικής εξέτασης που θα της πει εάν πάσχει ή όχι από μια τερματική ασθένεια. Η ταινία έκανε το ντεμπούτο της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, το 1962 και από τότε θεωρείται ένα από τα πιο κλασσικά κινηματογραφικά δείγματα της δημιουργού.

Την ίδια χρονιά, παντρεύεται τον σκηνοθέτη Jacques Demy, με τον οποίο ήταν ζευγάρι μέχρι και το θάνατό του, το 1990.

agnes varda.jpg
Η Agnès Varda και ο σύζυγος της Jacques Demy

Δύο χρόνια αργότερα, σκηνοθετεί την πιο αμφιλεγόμενη ταινία της, το «Le Bonheur». Ένα έργο, που προβληματίζει με τη φορμαλιστική προσέγγιση του, αποδεχόμενο την απιστία του βασικού ήρωα, ενώ δεν ξεκαθαρίζει αν το φινάλε του φανερώνει ανηθικότητα ή απλώς απελευθέρωση. Τελικώς, η σύζυγος μαθαίνει για την προδοσία, πνίγεται στο ποτάμι, χωρίς να διευκρινίζεται αν ο θάνατος της ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία. Παρόλα αυτά, η ζωή δείχνει να συνεχίζεται, αποκαλύπτοντας το παράδοξο της ιστορίας. 

Συνεχίζοντας μια μακροχρόνια πορεία στο κινηματογραφικό στερέωμα των τελευταίων χρόνων, το 2001, η Varda «αγκάλιασε» τη νέα τεχνολογία και δημιούργησε το «The Gleaners and I», ένα ντοκιμαντέρ που γύρισε μόνο μια ψηφιακή, φορητή κάμερα. Η ταινία πραγματεύεται την ζωή των Gleaners (των γυναικών που μαζεύουν στάχυα) στην επαρχία της Γαλλίας, αλλά και σε διάφορες βιομηχανικές πόλεις, όπου οι άνθρωποι επιβιώνουν μέσω της συγκεκριμένης εργασίας. 

Η ίδια διατηρούσε μια «ψυχρή», γαλλική έως το κόκκαλο, φιλία με τον μεγάλο σκηνοθέτη και επίσης εκπρόσωπο του French New Wave, Jean-Luc Godard, ενώ συχνά οι δύο τους και η γυναίκα του, ηθοποιός Anna Karina, έκαναν μαζί διακοπές. 

agnes varda.jpg

Η δουλειά της Agnès Varda θεωρείται συχνά φεμινιστική, λόγω της επιλογής θεμάτων που αφορούσαν τις γυναίκες της εποχής, όπως η προάσπιση των δικαιωμάτων τους υπέρ των αμβλώσεων. Η ίδια επικεντρώθηκε στη δημιουργία μιας θηλυκής κινηματογραφικής φωνής, καθώς ποτέ δεν προσπάθησε να αλλάξει την αισθητική της, για να την κάνει πιο συμβατική ή ακόμα και ανδρική.

Ως φωτογράφος  ανέδειξε την αδικία και το σεξισμό, ενώ ως σκηνοθέτης ταινιών, διερεύνησε την έννοια του γάμου, την αξία των γυναικών και την κατασκευή της ευτυχίας με μια κακή αίσθηση του χιούμορ, όπως εντοπίζεται στην ταινία «Le Bonheur», που προαναφέρθηκε. 

agnes varda oscar.png

Έχει τιμηθεί για τη συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο, καθώς της έχει απονεμηθεί o Τιμητικός Χρυσός Φοίνικας, το Τιμητικό Βραβείο Σεζάρ, το βραβείο Επιτεύγματος στον Παγκόσμιο Κινηματογράφο από τα Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και το Τιμητικό Oscar, κάνοντάς την πρώτη γυναίκα που κερδίζει αυτό το βραβείο.

Με δικά της λόγια: «Είμαι ακόμα ζωντανή, είμαι ακόμα περίεργη. Δεν είμαι ένα κομμάτι σάρκας».