Hard facts, στοιχεία και ποιοτικά δεδομένα αποτελούν τους κεντρικούς άξονες της νέας σειράς podcast που δημιούργησε ο Luxury Editor του διεθνούς περιοδικού μόδας, "The Business of Fashion", Robert Williams. Οι ηχητικές του εκπομπές έχουν τον τίτλο: "The Debrief" (Ο Απολογισμός), και στόχος τους είναι να αποσυνθέσουν τις πιο δημοφιλείς ιστορίες των mega fashion brands και παγκόσμιων προσωπικοτήτων, για τους οποίους έχουν γράψει στο παρελθόν, και, σύμφωνα με τις έρευνες, δομούν τα 2,5 τρισ. δολάρια της βιομηχανίας της μόδας σε όλο τον κόσμο. Οικοδέσποινα είναι η Αμερικανίδα δημοσιογράφος, Lauren Sherman, επικεφαλής ανταποκρίτρια του magazine, η οποία έχει διακριθεί, για σχεδόν δύο δεκαετίες, για το έγκυρο ρεπορτάζ της πάνω σε ζητήματα μόδας και ομορφιάς. Πρώτη εκπομπή του που βγήκε "on air" του ήταν στις 13 Απριλίου. Πριν λίγες ημέρες, αναρτήθηκε το νέο επεισόδιο "Why Chanel Is Opening Private Boutiques", με διάρκεια περίπου είκοσι λεπτών, και αναλύει τους λόγους, για τους οποίους ο γαλλικός πολυτελής Οίκος έχει επιλέξει να ανοίξει αποκλειστικά ιδιωτικά καταστήματα. Μια ενδιαφέρουσα θεματολογία, στην οποία η προσέγγισή του είναι αντικειμενική και ουδέτερη, βασισμένη σε πραγματικές πληροφορίες.
Το επεισόδιο ξεκινά με μια αναφορά σχετική με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες έχουν μεταβλητικό χαρακτήρα, στοιχείο που καθορίζει άμεσα τις επόμενες κινήσεις που θα ακολουθήσει ένα deluxe label. Ο Οίκος Chanel, ο πρωταγωνιστής στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι έχει αποφασίσει να «αλλάξει πλεύση» και πολύ συνειδητά να απευθύνεται σε ένα ορισμένο target group, ξεκινώντας από την Ασία. Ένα high quality και ελίτ καταναλωτικό κοινό, του οποίου οι απαιτήσεις είναι απαραίτητο να ικανοποιούνται στον βέλτιστο βαθμό. Η στρατηγική αυτή δίνει έμφαση στις μεγάλες τους οικονομικές απολαβές, ένα βασικό μονοπάτι έξυπνης λύσης κατά τη διάρκεια ύφεσης. Όμως, όπως επισημαίνει στις αναφορές της η editor, ταυτόχρονα επικρατεί και ο κίνδυνος να αποξενώσει το αρχικό αγοραστικό τους κοινό που αγόραζε τσάντες, οι οποίες άγγιζαν και τα 10.000 δολάρια. Η Sherman, παραπέμπει τα λόγια του Διευθυντή Οικονομικών του γαλλικού κολοσσού, Philippe Blondiaux, ο οποίος έχει τονίσει σε δηλώσεις του: "Brands, όπως η Chanel, έχουν ζήσει πολλούς κύκλους άνθησης και κατάρρευσης στην οικονομία…Όταν υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να είναι έτοιμες να επικεντρωθούν πραγματικά στις επιχειρήσεις που ακολουθούν επαναλαμβανόμενες στρατηγικές εσόδων".
Σημαντικά ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, στα οποία στηρίχτηκε η έρευνα του περιοδικού για το exclusive brand, είχαν να κάνουν με το γεγονός της πώλησης μεγάλης ποσότητας ειδών του στα καταστήματα, αλλά και την επιλογή περιορισμένων τοποθεσιών, οι οποίες ανήκουν στις πιο πολυτελείς του κόσμου, λειτουργώντας, με αυτόν τον τρόπο, διακόσια πενήντα boutiques σε αντιδιαστολή με την τακτική του Louis Vuitton που περιλαμβάνει τετρακόσια καταστήματα. Δεύτερο fact είναι ότι η Chanel δεν αποτελεί τον πρώτο Οίκο που αποφάσισε να στραφεί στο άνοιγμα private παραρτημάτων της. Στην ηχητική εκπομπή, ο συντάκτης προσθέτει ότι στον ίδιο δρόμο κατευθύνθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο και ο Brunello Cucinelli, Ιταλός ιδρυτής του ομώνυμου fashion label. Φαίνεται ότι αυτή η μέθοδος αποφέρει καρπούς και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί και ο Οίκος Ermenegildo Zegna, ο οποίος έχει εντάξει special είδη μέσα στα stores του. Tα κέρδη της Chanel για τη χρονιά 2021, όπως ακούμε και στο επεισόδιο, τριπλασιάστηκαν και τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 50% σε ετήσια βάση. Η ίδια αύξησε τις τιμές της, κάτι που οδήγησε στην ανάπτυξη και την επιτυχία πώλησής της σε ρολόγια, κοσμήματα και σε ρουχισμό, μια τακτική που βασίστηκε στην προσέλκυση των φρέσκων πελατών που έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στην πολυτέλεια. Στην εκπομπή αναφέρεται και η λειτουργία των beauty εταιρειών λιανικής, πάντα δικής της ιδιοκτησίας, όπως τα Sephora και η Marionnaud, παίζοντας κεντρικό ρόλο στα έξτρα έσοδά της.