An Analog Guy in a Digital World
Το σπίτι μου ήταν στις παρυφές των Εξαρχείων, εκεί που αρχίζουν σιγά-σιγά να εκκωλονακίζονται. Το νοίκιασα δυο μέρες μ’ έναν φίλο μου. Ήταν πάνω στη Μαυρομιχάλη, δίπλα σ’ ένα καφέ και δύο ετοιμόρροπα κτίρια. Η μέρα ήταν Δευτέρα κι η Αθήνα έτρεχε. Εγώ κατέβηκα και βγήκα στη ζεστή μέρα με ρότα το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Ένιωθα ενδιάμεσος. Μεταξύ Εξαρχείων και Κολωνακίου, μεταξύ Αθηνών και Θεσσαλονίκης, μεταξύ τουρίστα και αργόσχολου.
Έβαλα τον φίλο μου σ’ ένα ταξί με προορισμό το Πεδίο του Άρεως για να πάρει λεωφορείο για Θεσσαλονίκη. “Τα λέμε πάνω”. Είχα χάσει ελαφρώς την έννοια του πάνω και του κάτω. Είναι πράγμα δύσκολο να προσανατολιστείς μέσα σ’ αυτό το μεγαθήριο, κι όταν μπλέκεται το δεξιά μα το αριστερά και το τάδε με το δείνα, σε πιάνει μια γλυκιά ζαλάδα -η ζαλάδα του μουσαφίρη.
Πέρασα από τη Μεθώνης για να βγω στη στάση του 230. Πόσο απογοητεύομαι όταν η φωτογραφία μου δεν είναι αυτή που περιμένω. Συχνά είναι άστοχη, στεγνή. Είναι κατά βάση μια λάθος εκτίμηση. Τα μοβ λουλούδια στο στενό δε μου έκαναν το χατίρι, όσο κι αν παιδεύτηκα. Άνθρωποι στις τριγύρω καφετέριες, τις κρυμμένες στα στενά των Εξαρχείων, κοιτούσαν μ’ εκείνο το αυτάρεσκο βλέμμα, το δηλωτικό του “εγώ αυτά τα ‘χω ξαναδεί”. Σκέφτηκα ότι θέλω πάντα να είμαι ο τύπος που τραβάει φωτογραφίες. Θέλω να ‘μαι ο τύπος που αυτά δεν τα ‘χει ξαναδεί.
Μπήκα στο λεωφορείο. Στ’ αυτιά μου έπαιζε το “An Analog Guy in a Digital World” του Martin Roth. Παρακολουθούσα ευλαβικά την κουκκίδα μου να κόβει βόλτες στον χάρτη του κινητού μου, πότε δεξιά, πότε αριστερά. Συνειδητοποίησα πως το δρομολόγιο του κινητού μου διέφερε από εκείνο του λεωφορείου. Μεγάλη νίκη αυτή για τους προγονολάτρεις και τους ψηφιακούς ετερόχθονες. Πάνω που φανταζόμουν την πορεία νίκης των Αναλογικών, όπου βινύλια, φιλμ και χάρτες θα είχαν περικυκλώσει τα iPhone, το Spotify και GPS κάθε λογής, η κουκκίδα σταθεροποιήθηκε και συμμορφώθηκε στις υποδείξεις του ψηφιακού δρομολογίου, δίνοντας δύναμη στο Spotify να σηκωθεί και να κλειδώσει μια για πάντα το Βινύλιο στο χρονοντούλαπο. Το Spotify συνέχισε να παίζει και σταμάτησε στιγμιαία για να με προειδοποιήσει ότι έχω φτάσει στον προορισμό μου.
Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, συνειδητοποίησα ότι είμαι πολύ ετερόκλητος. Κουβαλώ μια αναλογική κάμερα κι έχω ένα πικάπ στο σπίτι. Κάθε που τα χρησιμοποιώ, όμως, επικοινωνώ αυτή μου τη δραστηριότητα μέσω μιας ψηφιακής πλατφόρμας. Σου δίνει αυτό μια ιδέα περί αναλογικότητας -μια ιδέα πεθαμένη εδώ και καιρό, η οποία αναστήθηκε και κρατιέται όρθια μονάχα με συχνές ενέσεις ψηφιακότητας.
Το τρόλεϊ περνούσε εκατό μέτρα παρακάτω. Ακολούθησα τα σύρματα μέχρι που βρήκα τη Χατζηχρήστου. Εκεί περίμενα το δεκάρι και προσπαθούσα να σκεφτώ τι σόι εκπαίδευση περνάνε οι οδηγοί τρόλει, οι οποίοι μανουβράρουν τεράστια οχήματα γεμάτα θυμωμένους και ανυπόμονους επιβάτες, περικυκλωμένοι από χιλιάδες επίσης ανυπόμονους και θυμωμένους οδηγούς ΙΧ, κι όλα αυτά προσέχοντας να μην απομακρυνθούν πολύ από τα σύρματα.
Άκουσα λίγο ραδιόφωνο στο τρόλεϊ κι η ώρα πέρασε γρήγορα. Ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα έξω από το ίδρυμα Νιάρχος. Φυσικά, δεν κατάλαβα ούτε πώς μπαίνω στο ίδρυμα Νιάρχος. Κατέληξα σε ένα πάρκινγκ και έντρομος παρακάλεσα μια κυρία να μου εξηγήσει πού είναι η είσοδος και ρώτησα γιατί δεν έχουν τοποθετήσει μια ταμπέλα με νέον γράμματα από πάνω της. Όχι της κυρίας. Της εισόδου.
Έφτασα στο τέλος του ψηφιακού μου μονοπατιού. Ήμουν στο ίδρυμα Νιάρχος, χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι οφείλω να κάνω τώρα που έφτασα. Οι μεγάλες ευκολίες της ψηφιακής εποχής μας έχουν εκπαιδεύσει εξαιρετικά στο να ακολουθούμε εντολές. Όταν όμως το μονοπάτι τελειώσει και φτάσεις στον προορισμό, δε ξέρεις πλέον τι ακριβώς να τον κάνεις αυτόν τον προορισμό. Είναι πολύ πραγματικός, πολύ ασαφής, πολύ οξύς στις γωνίες. Δεν είναι προσαρμοσμένος πάνω σου, δε σου λέει “Welcome back, Vassilis” -εκτός κι αν είναι ο περιπτεράς σου, που θα σ’ το πει στα ελληνικά με ένα τσιγάρο στο στόμα. Καταλήγεις λοιπόν να χρησιμοποιείς τις ομορφιές του προορισμού, να τις μετατρέπεις σε δυαδικό κείμενο και να τις ανεβάζεις, εν είδει αυτοεκπληρούμενης ψηφιακής προφητείας. Νομίζω πως πλέον είναι πολύ εύκολο το να φτάσεις οπουδήποτε. Όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ταξιδέψεις.
Κάθισα σε μια πράσινη καρέκλα στην αυλή του ιδρύματος. Ένας άντρας μιλούσε στο κινητό και φώναζε σε κάποιον υπάλληλό του. Ένα ζευγάρι δυο τραπέζια παραδίπλα χαζομάλωνε για δικό του λόγο. Μερικά λυκειόπαιδα πήγαιναν στο δημόσιο αναγνωστήριο για διάβασμα. Αρχαία θα διάβαζαν, σαν κι εμένα πριν περίπου 4 χρόνια. Σκέφτηκα πως τα μονοπάτια μας είναι όντως ψηφιακά αποτυπώσιμα. Πάντα πάμε από το σημείο Α στο σημείο Β. Όμως το μικρό παραπάτημα, η τσίχλα με γεύση κανέλλα που μασάμε επειδή μας θυμίζει το άρωμα εκείνης της κοπέλας, η μικρή τούφα πράσινο μαλλί που είναι άποψη, η μπλούζα μας που γράφει “AMONES” γιατί το R έφυγε μετά από 200 πλυσίματα και ο τρόπος που παίρνουμε τζούρα απ’ το τσιγάρο μας είναι ο λόγος που οι διαδρομές μας διαφέρουν. Και εκείνη τη στιγμή, σε μια σιωπή ψηφιακής απουσίας, ήξερα. Ήξερα πως οι διαδρομές μου δεν θα γίνονταν ποτέ αλγόριθμος. Θα αποτύγχαναν, έχουν πολλές άχρηστες πληροφορίες. Είναι πολύ παράταιρες.
Πολύ ανθρώπινες.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΣ
WHO IS WHO
Θεσσαλονικιός στα 22, παίρνω σιγά-σιγά πτυχίο και γίνομαι επίσημα δημοσιογράφος. Άκριτα ρομαντικός και παρορμητικός, "ρουφάω" στιγμές. Όσες διαφύγουν της προσοχής μου, σίγουρα δεν θα ξεφύγουν από τον φωτογραφικό μου φακό. Λάτρης του ήχου που κάνει το κλείστρο του όταν παγιδεύει στιγμές, προσπαθώ να απεικονίσω πλευρές της πόλης. Κάθε πόλης. Στην περιπλάνησή μου προσπαθώ να μοιραστώ όσα συμβαίνουν γύρω μου, γιατί χωρίς αυτό νιώθω σαν να μην πηγαίνω πουθενά.