Σε μια εποχή όπου η πολιτική βία, η μνήμη και η καλλιτεχνική ευθύνη συναντιούνται συχνά με οδυνηρό τρόπο, ο Θάνος Νίκας επιλέγει να σταθεί ακριβώς πάνω σε αυτή την τομή. Στην πρόσφατη δουλειά του, την πρόσφατα παράσταση «Ο Ριχάρδος στη Γάζα», συνδυάζει αναπάντεχα τον Ριχάρδο Γ' του Σαίξπηρ, το αιχμηρό σύμπαν της Caryl Churchill και τις ζωντανές μαρτυρίες από τη Γάζα, δε γεννήθηκε από θεωρητικά σχήματα, αλλά από μια υπαρξιακή αναγκαιότητα: να μιλήσει για έναν κόσμο που τον ξεπερνά, χωρίς όμως να τον εξηγεί.
Τι σας οδήγησε να συνδυάσετε τον «Ριχάρδο Γ'» του Σαίξπηρ με το έργο της Caryl Churchill και τις μαρτυρίες για τη Γάζα; Πώς γεννήθηκε αυτή η σκηνοθετική ιδέα και τι θέλατε να πετύχετε με αυτό το mix;
Δεν ξεκίνησα με μια πρόθεση να φτιάξω μια παράσταση που συνδυάζει τρία τόσο διαφορετικά πράγματα. Η αφορμή δεν ήταν καλλιτεχνική, περισσότερο ήταν μια ανάγκη που ωρίμαζε μέσα στην καθημερινότητα. Συζητούσα συχνά με τον Αλέξη Κότσυφα για τη Γάζα, πώς γίνεται να βλέπεις κάτι τόσο άδικο να συμβαίνει και να μην ξέρεις σε ποιο σημείο χωράει η δική σου στάση. Την ίδια περίοδο είχα δουλέψει ξανά τον Ριχάρδο Γ' με τους φοιτητές μου και οι συζητήσεις μας για την τυραννία και τη βία της εξουσίας ήταν ακόμη ανοιχτές. Το κείμενο της Churchill μπήκε σχεδόν σαν ψίθυρος, ένα «πες της» που ταξιδεύει από γενιά σε γενιά. Κι έτσι χωρίς να το πολυσχεδιάσουμε, το υλικό άρχισε να πηγαίνει μόνο του προς μια κοινή αφήγηση.

Η παράσταση επιχείρησε να «συνδέσει» ιστορικά τραύματα (Άουσβιτς, διωγμούς Εβραίων Θεσσαλονίκης) με τη σύγχρονη κρίση στη Γάζα. Πώς διαχειριστήκατε αυτήν τη σύγκλιση μνήμης και «τώρα» και ποιες ήταν οι προκλήσεις;
Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, λόγω θέματος, να προσπαθήσεις να μιλήσεις για πολλά και στο τέλος να μην πεις τίποτα. Κράτησα ένα πολύ συγκεκριμένο άξονα, αυτόν της Churcill, για το πώς περιγράφεις σε ένα παιδί τον πόλεμο. Τι του λες και τι του κρύβεις, και άφησα τις μαρτυρίες να μιλήσουν από μόνες τους. Έτσι, ο θεατής μπορούσε να κάνει τη δική του διαδρομή μέσα σε αυτό το υλικό.
Το «θέατρο-ντοκουμέντο» είναι δύσκολο είδος. Πώς ορίζετε εσείς τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, στην περίπτωση αυτής της παράστασης;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν όρια, κι αν υπάρχουν, δεν είναι καθόλου ευδιάκριτα. Όταν φέρνεις ένα ντοκουμέντο στη σκηνή, αυτό αυτόματα μετασχηματίζεται, παύει να είναι καθαρό. Και αντίστροφα, ένα θεατρικό κείμενο πάντα βασίζεται σε πραγματικά υλικά. Στον άνθρωπο που το εκπροσωπεί, σε εκείνον που το καρπώνεται και στον χρόνο ανάμεσα. Εμένα με ενδιαφέρει πώς το σώμα του ηθοποιού γίνεται ο χώρος όπου συναντιούνται αυτά τα δύο. Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στη σκηνή. Υπάρχει μόνο η δική σου οπτική και καλό είναι να το παραδέχεσαι.
Σας ενδιαφέρει πάντα να περνάτε ένα ηχηρό μήνυμα μέσα από τα projects που αναλαμβάνετε;
Αντιθέτως. Με ενοχλούν οι παραστάσεις που έχουν μηνύματα. Μου φαίνονται αλαζονικές. Ποιος είμαι εγώ για να πω στον θεατή τι να σκεφτεί; Με ενδιαφέρει να δημιουργήσω έναν κόσμο με όλα τα τρωτά του μέσα και όχι ένα μανιφέστο. Εγώ κάνω θέατρο γιατί είμαι μπερδεμένος και θέλω να μοιραστώ τη σύγχυσή μου, και ίσως μέσα σε αυτή τη σύγχυση, ο θεατής να βρει κάτι δικό του. Όχι την δική μου θέση, αλλά το δικό του ερώτημα. Ξέρεις, οι καλύτερες παραστάσεις που έχω δει, όταν βγήκα, με άφησαν πιο μπερδεμένο από ό,τι μπήκα.
Υπάρχει κάποια δουλειά σας που έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;
Τα τελευταία χρόνια αυτό που με απασχολεί είναι η διαδικασία με την οποία θα γίνει μια παράσταση. Πιστεύω στη συνεργασία αλλά κυρίως στην υγεία αυτής. Είναι το πρώτο μου κριτήριο. Τώρα, κάθε δουλειά κουβαλά μέσα της μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και μια συγκεκριμένη εποχή της ζωής μου, άρα μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω. Αν έπρεπε όμως, πιστεύω πως το «1984» του Οργουέλ έχει μείνει μέσα μου πιο βαθιά, γιατί εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τι σημαίνει μια ομάδα να λειτουργεί σαν ένα σώμα. Είχα ανθρώπους που κυριολεκτικά έκλεβαν από το υστέρημα τους για να δούμε αυτήν την δουλειά να ανεβαίνει. Και αυτό δεν το ξεχνάς, ούτε το αφήνεις να χαθεί.
Αλήθεια, πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με την Τέχνη και πώς ξεκίνησε το δικό σας ταξίδι σε αυτήν;
Κατά λάθος, όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μου. Στην πορεία κατάλαβα πως ήταν το μόνο μέρος όπου δεν ένιωθα ξένος. Οπουδήποτε αλλού υπήρχε μια απόσταση, ένα είδος ασυμφωνίας ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο. Στο θέατρο, αυτή η απόσταση γινόταν το υλικό μου. Κι έτσι ένιωσα πως μου αρέσει να ανήκω εκεί.

Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον και τι πρέπει να περιμένουμε από εσάς;
Αυτήν την στιγμή, τρέχει ο «Σλάντεκ», εδώ στη Θεσσαλονίκη και είναι ο τρίτος κύκλος που κάνει αυτή η παράσταση. Είναι μια δουλειά που στήθηκε εντελώς ομαδικά και το αποτέλεσμά της πήγε πολύ πιο πέρα απ' ό,τι είχαμε φανταστεί. Μετά τα Χριστούγεννα, το έργο θα κατεβεί στην Αθήνα. Στη συνέχεια, έπειτα από πρόσκληση, ανεβαίνει πάλι στην Αθήνα το «1984». Τέλος, την άνοιξη θα κάνει πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη το «Άγριο Αίμα».
Ποια είναι η αγαπημένη σας γειτονιά στη Θεσσαλονίκη;
Με τα χρόνια αλλάζουν, ευτυχώς. Στη φάση που είμαι, όσες δεν έχουν στέκια για brunch και boutique hotel.
Ένα spot για φαγητό που μόνο λίγοι έχουν ανακαλύψει;
Αυτή η ερώτηση είναι σαν τις ερημικές παραλίες. Αν τη βρεις δεν τη μοιράζεσαι με κανέναν!
Κάτι που καμιά άλλη πόλη δεν έχει;
Πέρα από την υγρασία, έχει και αυτή την παράξενη σχέση με την αποτυχία. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που έμαθε να ζει με την αποτυχία, να τη γιορτάζει κιόλας.
Ένας δρόμος/μια γειτονιά όπου ο χρόνος μοιάζει σαν να σταματά;
Η περιοχή της Δόξας, κάτω από το Καυταντζόγλειο, με εκείνα τα σπιτάκια δίπλα στο ρέμα.

Πού έχετε ζήσει τα καλύτερα parties;
Σε προηγούμενες δεκαετίες, σε παραλίες, σπίτια φίλων και σε κάποια μπαρ που θύμιζαν σπίτι.
Είναι μεσάνυχτα σε μια πόλη άδεια. Πού σας αρέσει να περπατάτε;
Αν δε σου πω για τη θάλασσα, θα σου 'χω πει ψέμματα!
Ένας χώρος Τέχνης που ξεχωρίζετε εδώ;
Τα μικρά θέατρα που επιβιώνουν με το ζόρι και που τα κρατάνε ζωντανά δύο-τρεις άνθρωποι με πάθος και πείσμα. Αυτά είναι τα πιο σημαντικά, γιατί εκεί συμβαίνουν τα πιο ειλικρινή πράγματα.
Αν η Θεσσαλονίκη ήταν ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι, θα είχε τίτλο…
Τελευταία διαβάζω το μυθιστόρημα του Ρόντενμπαχ, «Μπρυζ η νεκρή» και νομίζω πως συνομιλεί εξαιρετικά με την πόλη.\
Το αγαπημένο σας κτίριο εδώ;
Εκείνο το λευκό στην Όλγας με Συνδίκα, που συνυπάρχει υπέροχα με όλη του την αξιοπρέπεια μέσα στην παρακμή του.
Ένας άνθρωπος που με τον τρόπο του έχει αλλάξει τα δεδομένα στην πόλη;
Όλοι αυτοί οι ανώνυμοι που αντέχουν και κρατάνε τα μικρά πράγματα ζωντανά: βιβλιοπωλεία, θέατρα, συνοικιακά μαγαζιά. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που αλλάζουν την πόλη.


Χριστούγεννα στη Θεσσαλονίκη… Πού θα σας βρουν οι φετινές γιορτές;
Μάλλον στη δουλειά. Οι γιορτές με βρίσκουν συνήθως μέσα στην προετοιμασία κάποιου έργου. Αλλά μου αρέσει που η πόλη αλλάζει χαρακτήρα τις γιορτές, γίνεται κάπως πιο ζωντανή.
Τι σας κάνει να επιμένετε επαγγελματικά σε αυτήν την πόλη;
Ειλικρινά δεν ξέρω... Υπάρχει όμως κάτι, που αυτή η πόλη δε σε αφήνει να ξεχνάς γιατί κάνεις αυτό που κάνεις. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, ή σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, μπορείς να κάνεις θέατρο για καριέρα. Εδώ το κάνεις γιατί πρέπει, γιατί δεν μπορείς αλλιώς. Κοίτα, σ’ αυτήν την πόλη, αν δεν έχεις λόγο να κάνεις θέατρο, το εγκαταλείπεις, τόσο απλά.
Η δική σας Θεσσαλονίκη με τρεις λέξεις…
Πείσμα, τρυφερότητα και υγρασία.
