fbpixel

Search icon
Search
SKG Stories: Ντέμη Παπαδοπούλου
SKG STORIES

SKG Stories: Ντέμη Παπαδοπούλου

Για τη θρυλική δεκαετία των 90's και το μυστικό της μέρος στην πόλη


Η γνωστή δημοσιογράφος και ιδρυτικό μέλος του Offradio μιλάει για τη Θεσσαλονίκη των 90's και αποκαλύπτει τα αγαπημένα της μέρη στην πόλη, όσα αγαπάει σ' αυτήν αλλά και τι θα ήθελε να αλλάξει.

Ήρθα στη Θεσσαλονίκη το 1994, μόλις τελείωσα το σχολείο. Είχε όλα όσα ήθελα τότε μα και σήμερα: θάλασσα, παρελθόν, ζωή, γωνιές, και ένα μέγεθος ιδανικό για εμένα – όχι τόσο μεγάλο για να χαθείς, ούτε τόσο μικρό ώστε να μην χάνεσαι, αν θελήσεις. Με αγκάλιασε, την αγάπησα, τα βρήκαμε και δεν θα την άλλαζα με άλλη πόλη.

Η αγαπημένη μου γειτονιά στην πόλη είναι όλη εκείνη η περιοχή από τα Λουλουδάδικα και μετά, μα από πολύ πριν γεμίσει με μπαρ και πεζόδρομους. Από τα πρώτα μου χρόνια εδώ μέχρι και σήμερα περιπλανιέμαι κάθε μέρα κάπου εκεί, νομίζοντας πως τριγυρνάω σε μια άλλη εποχή -στην Αγίου Μηνά, τη Φράγκων, τη Βεροίας, την Εδέσσης, την Ολυμπίου Διαμαντή, την Ερνέστου Εμπράρ αλλά και αρκετά πιο πάνω, κάποιες φορές φτάνοντας έως και τα παλαιοπωλεία στην Τοσίτσα.

Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω αυτό που μάλλον έγινα. Όταν όλοι είχαν αγωνία, πώς να περάσουν στις Πανελλήνιες, εγώ σκεφτόμουν πώς θα γίνει να μην μπω σε καμία Νομική ή Φιλοσοφική, αλλά στα γραφεία περιοδικών που με είχαν ξεμυαλίσει κυριολεκτικά εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μαζί με τα ραδιόφωνα και το MTV. Κάπως έτσι η καλή μαθήτρια δεν έγραψε Ιστορία, έκανε επανάσταση και προσγειώθηκε σε ΙΕΚ Δημοσιογραφίας με δασκάλους έντιμους και μάχιμους δημοσιογράφους και φωτογράφους παλιάς σχολής που πολύ γρήγορα με «έστειλαν» στα γραφεία του πρώτου περιοδικού που βγήκε σε περίπτερο στη Θεσσαλονίκη, το Close Up. Λίγους μήνες μετά βρέθηκα πίσω το μικρόφωνο του 88μισό και έναν χρόνο αργότερα μπρος στις κάμερες της ΕΤ3. Φέτος, όμως αποφάσισα να ξεκινήσω πανεπιστημιακές σπουδές πάνω στον Ελληνικό Πολιτισμό που ήθελα πολύ αλλά δεν πρόλαβα κάποτε, κάνοντας όλα αυτά.

Γαλουχήθηκα στον χώρο των περιοδικών στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη των 90s, όπου όλα ήταν ξέφρενα μάλλον –ο κόσμος κυριολεκτικά κατάπινε σελίδες με εικόνες και ερεθίσματα. Δεν υπήρχε internet, καλά καλά κινητά δεν είχαν όλοι, οι φωτογραφίσεις γινόταν με slides και νοιώθω υπερτυχερή που πρόλαβα να κάνω ρεπορτάζ με αυτό τον τρόπο. Το ζούσαμε. Σήμερα πολλά λέγονται για εκείνα τα χρόνια, όμως για εμάς που υπήρχαμε πίσω από τις σελίδες των περιοδικών και προσπαθούσαμε να καταγράψουμε ιστορίες και τρόπους ζωής, να δώσουμε έμπνευση και να αναδείξουμε ανθρώπους, πάντα μέναμε μόνιμα με το παράπονο, πως τα «καλά» θέματα δεν πουλάνε. Οι «καλοί» ήταν πάντα χαμηλού προφίλ και μας βγάζανε το λάδι να βγουν, να μιλήσουν, να φανούν. Δυστυχώς κάποια στιγμή όλα οδήγησαν σε μια βιοτεχνία της ματαιοδοξίας που έβγαζε περιοδικά φασόν από ένα σημείο και μετά. Και τα «σκούπισε» η κρίση, αφήνοντας να επιβιώσουν μόνο όσα δημιουργήθηκαν από ανθρώπους που τα πιστεύουν και τα υπηρετούν με συνέπεια μάλλον. Αγαπάω και πιστεύω στα περιοδικά -με αυτά μεγάλωσα και παρότι έχω βουτήξει βαθειά στα digital media, θεωρώ πως το περιοδικό είναι για να ξεφυλλίζεται, όχι για swipe.

Δεν αποφάσισα ακριβώς να ασχοληθώ με το ραδιόφωνο –έτυχε. Μια ημέρα πήγα για να κάνω ρεπορτάζ στον 88μισό, το ραδιόφωνο του Μύλου, για λογαριασμό περιοδικού και μου είπαν πως θα ήθελαν να με ακούσουν κι έτσι βρέθηκα σε ένα βοηθητικό στούντιο να λέω, ότι μου κατέβει, καθώς ήμουν σίγουρη πως δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω για αυτή τη δουλειά. Αλλά τους άρεσα. Και μου δώσανε εκπομπή. Και έκτοτε όλος ο ελεύθερος μου χρόνος καθημερινά είναι μία εκπομπή...

Το αστείο είναι, ότι δεν θυμάμαι ποια ημέρα ήταν την πρώτη φορά που έκανα εκπομπή. Μόνο ότι ήταν Σάββατο, στις 18.00 το απόγευμα και στο Club του Μύλου έπαιζε ο Jonathan Richman. Ήταν χειμώνας ’98-’99 όμως, δε σημείωσα ποτέ την ημερομηνία. Ήμουν 22 χρονών και το μόνο άγχος μου ήταν, πως δεν θα κάνω καμιά ζημιά στην κονσόλα εκείνη την πρώτη ημέρα.

Πιστεύω πως το ραδιόφωνο στο διαδίκτυο δεν είναι απλά ένα μέσο – είναι πολυμέσο. Με μεγάλες προκλήσεις και ίσως η πιο δημιουργική εκδοχή που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για ένα ραδιόφωνο. Είναι αχαλίνωτο σε δυνατότητες, έχει την τεχνολογία με το μέρος του, αλλά είναι ένα μέσο για δυνατούς παίκτες από άποψη εξειδίκευσης και τεχνογνωσίας και νοιώθω πολύ περήφανη που στο Offradio καταφέραμε να αξιοποιήσουμε τις τόσες δυνατότητες της digital εποχής για να κάνουμε το ραδιόφωνο που αγαπάμε και να ακούγεται φανατικά σχεδόν σε όλο τον πλανήτη και σε όλες τις τελευταίας τεχνολογίας συσκευές, όπως πχ. το Apple Watch. Και ίσως να ακούγεται πολύ προχωρημένο για κάποιους, αλλά είναι ωραίο να ζεις και να κάνεις πράγματα στην εποχή τους.

Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το Λιμάνι. Δεν χορταίνω το ηλιοβασίλεμα εκεί ή το πώς οι γερανοί στέκουν περήφανοι σαν "ιππότες" της πόλης κάθε δειλινό. Η δε Ροτόντα είναι το αγαπημένο μου μνημείο.

Μπορεί να με συναντήσει κανείς στο Στέρεο στον πεζόδρομο της Βαμβακά, στο Tabya κάποιες Κυριακές, στο Palermo στην Αριστοτέλους τον χειμώνα, στην αυλή του Toms, στο Garden Bar στην Αγίου Μηνά, στην ταρατσούλα του καφέ Χαμάμ στη Μητροπολίτου Γενναδίου.

Για τη βραδινή μου έξοδο μου φέτος μου άρεσε μέχρι στιγμής πάρα πολύ η Γουαδελούπη του Ανφάν Γκατέ στο Τελλόγλειο για το φετινό καλοκαίρι.

Το αγαπημένο μου μουσικό φεστιβάλ για φέτος είναι το Melt Festival στη Ferropolis, κοντά στο Βερολίνο. Το πιο αγαπημένο μου "μουσικό" Φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη είναι το In Edit Festival μουσικού ντοκιμαντέρ.

Ένα μέρος που πάω για να ακούσω καλή μουσική είναι …το Offradio.

Οι χώροι τέχνης που αγαπώ πιο πολύ είναι οι μικρές γκαλερί, όπως η Nitra, ή η Ρω. Όμως μια αγαπημένη μου συνήθεια, είναι κάποιες Κυριακές να επισκεπτόμαστε με τη μητέρα μου μουσεία και μνημεία της Θεσσαλονίκης, σαν να είμαστε επισκέπτες στην πόλη.

Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι ο "Οινοχόος", ένα διαχρονικό bistro στη Μελενίκου με αυθεντικές γεύσεις μακριά από ταμπέλες και trends. Αγαπώ όμως και την κουζίνα στο «Σέμπρικο», το «Μαιτρ και Μαργαρίτα» και το “Rediviva Cucina Povera” στο Τσινάρι.

Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι να περπατάω σχεδόν 9 χιλιόμετρα στη Νέα Παραλία, γρήγορα και με τα ακουστικά στα αφτιά. 

Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι η παιδική χαρά στην Νέα Παραλία, πριν το Μέγαρο Μουσικής, όπου ειδικά όταν βραδιάζει και αδειάζει, οι κούνιες της γίνονται το καταφύγιό μου μπροστά στη θάλασσα.

Το αγαπημένο μου σημείο για σούπερ θέα είναι η αυλή της Μονής Βλατάδων.

Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει η οικειότητα που την χαρακτηρίζει και τη διαφοροποιεί από την Αθήνα, μα και η μοναδική κληρονομιά της που της προσδίδει μια αίγλη που παρόμοια δεν θα συναντήσεις σε άλλη ελληνική πόλη.  

Τι θα ήθελα να αλλάξω στην πόλη; Την νοοτροπία (αρχών και πολιτών) και την ταλαιπωρία που της φορτώνει στην καθημερινότητα. Είναι λυπηρά βρώμικη πια η πόλη, παρατημένη, στο έλεος βάνδαλων αλλά και ασυνείδητων. Δεν υπάρχει περιθώριο για περισσότερο «χύμα» πια από κανέναν. Από την ταλαιπωρία των εργοταξίων μετρό και το χάλι των αστικών συγκοινωνιών, μέχρι τα tags και την αστική αδιαφορία, αυτό το χάος που επικρατεί ειδικά μετά το 2010 θα ήθελα να το δω να αλλάζει με κανόνες που θα τηρούνται αυστηρά.

Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω την πόλη αυτή με λίγες λέξεις, αυτές θα ήταν του στίχου από το γνωστό τραγούδι που έχουν πει οι Τρύπες: «Είναι παράξενη αυτή η πόλη».

Αν η Θεσσαλονίκη ήταν ένα διάσημο τραγούδι, τότε θα ήταν αυτό https://youtu.be/yqn5kO6zRCY από τη Mia Martini και τον Roberto Murolo. Δεν νομίζω πως στα ραδιοφωνικά χρονικά αυτής της πόλης, την σημάδεψε άλλο κομμάτι όπως αυτό. Μεταδόθηκε στον 88μισό με πολύ «ρίσκο» από τον Κώστα Γεωργιάδη και δεν υπήρξε άνθρωπος κάθε ηλικίας που να μη μαγευτεί με δαύτο… Για εμένα είναι συνυφασμένο με την πόλη, όσο και η ομίχλη της!