Η βροχή πέφτει ασταμάτητα, ο ποταμός φουσκώνει και η νύχτα καλύπτει σιγά σιγά το τοπίο. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα αγωνίας ξεκινά η ιστορία του «Αύριο», της νέας δραματικής σειράς της ΕΡΤ, την πρεμιέρα της οποίας αναμένουμε πρώτα μέσα από την πλατφόρμα ERTFLIX και στη συνέχεια στη συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης. Ένα ζευγάρι, ο Αντρέας και η Μαριάν, χάνονται μέσα στις πλημμυρισμένες όχθες ενός ποταμού, ενώ η μικρή τους κόρη στην Αθήνα τους αναζητά απεγνωσμένα. Η αγωνία, η έκπληξη και το μυστήριο ξεδιπλώνονται σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, μέσα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες των δύο βασικών πρωταγωνιστικών προσώπων, της Στεφανίας Γουλιώτη και του Χρήστου Λούλη. Αυτή η ιστορία διάσωσης, που συνδυάζει με μοναδικό τρόπο στοιχεία κομεντί και θρίλερ, είναι η τρίτη τηλεοπτική δουλειά του βραβευμένου σκηνοθέτη Γιώργου Γκικαπέπα. Μετά το «Βραχιόλι της φωτιάς» και την επιτυχημένη «Έρημη χώρα», που ξεπέρασε τις έξι εκατομμύρια θεάσεις στην ψηφιακή πλατφόρμα της ΕΡΤ, ο ίδιος επιστρέφει με μια σειρά 8 επεισοδίων που υπόσχεται να μάς καθηλώσει.
Η avant-première της πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε από κοντά και να βιώσουμε από πρώτο χέρι την ένταση και το συναίσθημα που αποπνέει, συζητώντας ταυτόχρονα με τη Στεφανία Γουλιώτη, αλλά και τον Γιώργο Γκικαπέππα.
Το «Αύριο» μέσα από τη ματιά του Γιώργου Γκικαπέππα
Ο σημαντικός σεναριογράφος και σκηνοθέτης μας ξεναγεί αποκλειστικά πίσω από τις κάμερες, μιλώντας για την ιδέα, τις προκλήσεις και τις στιγμές που κάνουν τη σειρά μοναδική.

Τι σας ώθησε να γράψετε και να σκηνοθετήσετε τη σειρά «Αύριο»; Ποια ήταν η πρώτη ιδέα που σας τράβηξε;
Επειδή έχει γίνει πολύς λόγος για «χαμένες» ζωές και «χαμένους» ανθρώπους στο ταξίδι της ζωής, ήθελα να αναπτύξω μια ιδέα όπου η λέξη χαμένος δε θα είχε εισαγωγικά. Ήθελα να γράψω μια ιστορία για αγνοούμενους στην κυριολεξία. Τι θα συνέβαινε δηλαδή αν αυτό που πολλές φορές λέμε στη ζωή «χάθηκα» και συνήθως υπερβάλουμε ή πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, συνέβαινε πραγματικά και πολύ ωμά. Εκεί που το βίωμα δεν έχει καμιά σχέση με την ιδέα ή τη φαντασίωση. Ήθελα να γράψω μια ιστορία όπου δεν υπάρχουν εννοιολογικά σχήματα και η αληθινή ζωή έρχεται, σαν αληθινή πλημμύρα, να σου θυμίσει αυτό που έχεις ξεχάσει ή σου δείχνει τις αληθινές αναλογίες και όχι αυτές που έχεις φτιάξει μέσα στο κεφάλι σου. Το «Αύριο» επίσης είναι μια ιστορία για τη σωτηρία, όχι μόνο από την πλευρά των χαμένων αλλά και αυτών που παλεύουν για να σε σώσουν. Γιατί, ναι, υπάρχει και αυτό στη ζωή άσχετα από το εάν το έχουμε ξεχάσει.
Πώς συνδέεται η ιστορία που αφηγείστε (ένα ζευγάρι που χάνεται σε ποτάμι) με το πρόθεμα του τίτλου «Αύριο»; Τι αντιπροσωπεύει για εσάς το «αύριο» σε αυτή τη σειρά;
Το «αύριο» είναι κάτι σαν μια ευχή, ότι όλα στο τέλος θα πάνε καλά. Είναι και μία πρόκληση ή μια άγνωστη πλευρά της τύχης που εμπεριέχει όλες μας τις προσδοκίες. Λες και χωρίς αυτό το «αύριο» να μην υπάρχει η ζωή μας. Σαν όλος μας ο μηχανισμός να λειτουργεί με ένα πρόγραμμα πλοήγησης που λέει «έχεις κι άλλο», και ότι ο δρόμος που έρχεται ή που ακολουθείς θα σε βγάλει στο σωστό σημείο. Μέχρι που συνειδητοποιείς ότι ο δρόμος είναι μια διαδρομή που διάλεξες ή που αναγκάστηκες να διαλέξεις ή δεν το πήρες και πολύ στα σοβαρά και πήγες. Και όταν φτάνεις κάπου λες, δεν ήθελα να έρθω εδώ, δεν μου αρέσει εδώ, αλλά κάποιος σου ψιθυρίζει «εσύ όμως έφτασες εδώ, ήταν δική σου επιλογή». Το navigator έκανε το λάθος ή εσύ; Μήπως το παρελθόν είναι λοιπόν μια απαραίτητη πληροφορία του προγράμματος πλοήγησης της ζωής μας που δεν πρέπει να αγνοούμε; Το ότι για να καταλάβεις πού καταλήγει ο δρόμος που πήρες, πρέπει να αναρωτηθείς από πού ήρθες και γιατί.
Ποιες ήταν οι πιο καθοριστικές τοποθεσίες γυρισμάτων και πώς αυτές συμβάλλουν στην αίσθηση της σειράς;
Στο φαράγγι του Λούσιου στην Αρκαδία βρήκα το ιδανικό φυσικό περιβάλλον για την ιστορία. Ο Λούσιος έχει όλα τα στοιχεία που έψαχνα σε αληθινή κλίμακα και ομολογώ ότι ανακάλυψα σημεία που κι εγώ δεν πίστευα ότι θα συναντήσω όταν φανταζόμουν τοποθεσίες για τη σειρά. Ήθελα να βρω άγρια φύση σε ποτάμι, νερά με ορμή, όχθες και δάσος στο φαράγγι που να σου δίνουν την αίσθηση ότι αν χαθείς εκεί τα πράγματα είναι πολύ σκούρα. Να χαθείς χωρίς να έχεις κινητό, χωρίς να πιάνει σήμα και χωρίς να σε ακούει κανείς αν φωνάζεις. Και όμως στις μέρες μας της τεχνολογικής ανάπτυξης, υπάρχει η πιθανότητα να βρεθείς σε ένα τέτοιο σημείο. Εκεί όπου ο απάτητος παράδεισος μπορεί να γίνει σκοτεινό μονοπάτι αν δεν το σεβαστείς και κάνεις το λάθος να πιστέψεις ότι είσαι πιο δυνατός από τη φύση. Η φύση είναι εκεί, δεν σε προκαλεί, φτάνει όμως να μπορείς να τη σεβαστείς και να την απολαύσεις. Γιατί όταν είσαι εκεί, η αλήθεια είναι ότι γίνεσαι ένας άλλος.

Στη σειρά συμμετέχουν κι ομάδες διασωστών, φυσικά περιβάλλοντα και εξωτερικά γυρίσματα...
Η σειρά είναι γεμάτη εξωτερικά γυρίσματα γιατί έτσι είναι η φύση της ιστορίας. Ένα ζευγάρι της πόλης πίστεψε ότι μπορεί να ενταχθεί στη φύση έτσι απλά και δίχως μέτρο και ήρθε αντιμέτωπο με έναν άλλο κόσμο. Και από την άλλη, βλέπουμε τους ανθρώπους που ζουν εκεί και έχουν άλλη αντιμετώπιση του φυσικού στοιχείου, να δρουν με εντελώς άλλη φιλοσοφία. Βλέπουμε διασώστες που κατεβαίνουν στο φαράγγι με σκοπό να σώσουν δύο ανθρώπους χωρίς αντάλλαγμα και με κίνδυνο της δικής τους ζωής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, βλέπουμε πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας να συμμετέχουν σε ένα έργο διάσωσης με λιγοστά μέσα, με διαφωνίες, με εντάσεις, αλλά συμμετέχουν. Και δεν τα παρατάνε ποτέ. Οι διασώστες είναι μια άγνωστη πλευρά της ελληνικής κοινωνίας που η πολιτεία θα έπρεπε να προσέξει πολύ περισσότερο, αφού οι περισσότεροι είναι εθελοντές και δεν έχουν κανένα κίνητρο πέρα από την ανάγκη τους να βοηθήσουν. Και αυτό είναι πολύ συγκινητικό.
Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς, ειδικά με την Στεφανία Γουλιώτη και τον Χρήστο Λούλη, για να αποδώσουν την αγωνία, τη σχέση και την «επιβίωση» που απαιτεί η ιστορία;
Ως συνήθως κάνω αρκετές πρόβες. Με όλους τους ηθοποιούς. Από τη μία, η Στεφανία και ο Χρήστος είχαν να επωμιστούν ένα ρόλο κάπως άβολο από το πρώτο επεισόδιο και μετά, όπως το να μη μιλάνε αφού ο καθένας χάνεται σε διαφορετική όχθη. Αυτή η χωρίς πρόζα υποκριτική δεν είναι συνηθισμένη, απαιτεί ιδιαίτερη σωματικότητα, κόπο και αφοσίωση. Έπρεπε να περάσουν από αρκετά στάδια, τη μάχη με το νερό, τον αγώνα να βγουν στις όχθες, να επιβιώσουν τραυματισμένοι και οι δύο μέσα στο δάσος, να αντιμετωπίσουν υποθερμία, παραισθήσεις και μια νύχτα με βροχή. Και μετά να ξαναβρούν δυνάμεις. Θέλω να πω ότι οι ηθοποιοί εκτέθηκαν έξω από τα «βολικά» πλαίσια των δωματίων και της ασφαλούς πρόζας. Από την άλλη, και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της διάσωσης, η Κίττυ Παϊταζόγλου, ο Φιντέλ Ταλαμπούκας, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, ο Λευτέρης Πολυχρόνης και ο Στέλιος Ξανθουδάκης, εκτέθηκαν κι αυτοί σε δύσκολες συνθήκες, όπως καταβάσεις σε όχθες, έκθεση σε δυνατή βροχή και το μεγαλύτερο μέρος της πρόζας της σειράς. Αλλά υπήρχαν δυσκολίες και με άλλους ρόλους. Η Άννα Καλαϊτζίδου, ας πούμε, ζει ένα θρίλερ με το παιδί του ζευγαριού, προσπαθώντας ένα 24ωρο να το πείσει ότι δεν συμβαίνει τίποτα με τους γονείς του. Ή ο Θέμης Πάνου και ο Νίκος Αρβανίτης που μοιράστηκαν μεγάλο μέρος της αγωνίας της επιχείρησης διάσωσης με μεγάλη ένταση και βάρος αντάξιο της εμπειρίας και του ταλέντου τους. Όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί αγκάλιασαν με πολύ πάθος τη σειρά, ως ένα project που δεν είχε ξαναγίνει και το αντιμετώπισαν σαν μια μεγάλη πρόκληση.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με την ΕΡΤ και με την πλατφόρμα ERTFLIX;
Είναι η τέταρτη συνεχή χρονιά που συνεργάζομαι με την ΕΡΤ και ειδικά με το Ertflix. Είμαι ο πρώτος που βρέθηκα αντιμέτωπος με το στοίχημα να κάνει πρεμιέρα μια σειρά μόνο στην πλατφόρμα, μιλάω για το «Βραχιόλι της Φωτιάς», που τελικά έγινε επιτυχία και τότε κατάλαβε η ΕΡΤ νομίζω τη δύναμη του Ertflix. Ακολούθησαν δύο αγαπημένες σαιζόν με την «Έρημη Χώρα», την πρώτη παραγωγή του Ertflix, που ήταν εξίσου ένα στοίχημα και μια πρωτότυπη ιστορία που αγαπήθηκε πολύ και έκανε 6.000.000 προβολές. Και τώρα φέτος, η δημόσια τηλεόραση με εμπιστεύτηκε ξανά για ένα καινούργιο στοίχημα, το «Αύριο», που είναι η πρώτη ιστορία διάσωσης και επιβίωσης. Αισθάνομαι πάντα μεγάλο άγχος και ευθύνη για την υποδοχή των σειρών μου και ευχαριστώ την ΕΡΤ που εμπιστεύεται τις ιδέες μου και ρισκάρει μαζί μου. Το να εργάζεσαι για τη δημόσια τηλεόραση εμπεριέχει μια μεγάλη ευθύνη γιατί η ΕΡΤ είναι ένας φορέας που απολογείται συνεχώς στον Έλληνα πολίτη για ό,τι κάνει και αυτό δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι κάθε φορά που προτείνω κάτι. Και επειδή σκέφτομαι σαν σύγχρονος Έλληνας πολίτης θέλω η δημόσια τηλεόραση να χρηματοδοτεί και να προβάλει εκτός των άλλων και πολλές νέες ιδέες.
Η σειρά έκανε avant-premiere στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και είχατε άμεση επαφή με το κοινό. Ποιες ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες αντιδράσεις ή ερωτήσεις που προέκυψαν από το κοινό;
Νομίζω ότι οι θεατές δεν περίμεναν να δουν τα δυο πρώτα επεισόδια μιας σειράς που ξεκινά από το περιβάλλον ενός γάμου που έχει δυσκολέψει και μεταφέρεται σε ένα φαράγγι όπου το ζευγάρι έχει χωριστεί και είναι τραυματισμένοι και αγνοούμενοι. Νιώθω ότι ήταν ευχάριστη έκπληξη γι’ αυτούς το ότι είδαν την αρχή μιας ιστορίας σε άγριο φυσικό περιβάλλον με στοίχημα την επιβίωση από τη μια και την προσπάθεια διάσωσης από την άλλη. Το κοινό ένιωσε αμέσως την πρωτότυπη ιδέα και αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το ότι μπήκαν σε βαθύτερες ψυχολογικές περιοχές και με ρωτούσαν για τις προσωπικότητες των ηρώων, τι τους οδήγησε σε αυτό το ταξίδι, με τι έρχονται αντιμέτωποι, ζητήματα δηλαδή που βρίσκονται μέσα στην ιστορία, η οποία δεν είναι μόνο μια περιπέτεια. Και αυτό με χαροποίησε ιδιαίτερα γιατί για μία ακόμη φορά ένιωσα ότι όταν σέβεσαι το κοινό και το επίπεδό του, σε σέβεται και εκείνο. Και μου έδωσε πολύ μεγάλο θάρρος για τη συνέχεια. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και στο Φεστιβάλ που φιλοξένησε και πάλι τη δουλειά μου.
Στεφανία Γουλιώτη: Η εμπειρία και ο ρόλος της στη σειρά
Μετά την προβολή των δύο επεισοδίων στο Φεστιβάλ, τα οποία η ίδια για πρώτη φορά παρακολούθησε, μοιράστηκε μαζί μου την ξεχωριστή συνεργασία της με τον σκηνοθέτη, καθώς και τις προκλήσεις που κρύβει η ερμηνεία σε ένα τόσο έντονο και απαιτητικό έργο.

Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση όταν παρακολουθήσατε τη σειρά για πρώτη φορά;
Πραγματικά πιάστηκε η ψυχή μου! Ξέχασα ότι ήμουν ηθοποιός και παρακολουθούσα τον εαυτό μου να παίζει. Προσπαθούσα να παρακολουθήσω τεχνικά την ερμηνεία μου, αλλά δεν τα κατάφερνα γιατί με απορρόφησε τόσο πολύ η ιστορία. Ήταν σαν να με είδα ξαφνικά μπροστά μου, σαν θεατής και όχι ως μέρος της παραγωγής. Όταν ένα έργο καταφέρνει να σου προκαλέσει αυτό το συναίσθημα, τότε πραγματικά έχει πετύχει κάτι πολύ ξεχωριστό.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη Γιώργο Γκικαπέππα;
Ήταν πραγματικά τέλεια. Ο Γιώργος έχει τον τρόπο να σε κάνει να ανθίζεις ως ηθοποιός. Δημιούργησε έναν κόσμο στον οποίο μπορούσα να ανακαλύψω πτυχές του εαυτού μου, όπλα που μέχρι τότε δεν γνώριζα ότι είχα. Σαν ηθοποιοί συνήθως ξέρουμε μόνο επιφανειακά τι κάνουμε καλά και προχωράμε σε αυτό, όμως ο Γιώργος δεν περιορίζεται εκεί· σκάβει πολύ βαθιά. Έχει μια πολύ ωραία ισορροπία ανάμεσα στο να σου δίνει συγκεκριμένες οδηγίες και να σου αφήνει χώρο να πειραματιστείς και να φέρεις κάτι δικό σου. Αυτό είναι σπάνιο, γιατί συχνά βλέπουμε σκηνοθέτες που είτε επιβάλλουν υπερβολικά είτε αφήνουν πάρα πολύ ελεύθερο χώρο χωρίς καθοδήγηση.
Ανακαλύψατε κάτι καινούργιο μέσα από αυτή την προσέγγιση;
Ναι, σίγουρα. Νιώθω ότι ήρθα πιο κοντά στην ευαισθησία και την ευαλωτότητά μου. Όσο για τον ρόλο της Μαριάν, αυτή η προσέγγιση επέτρεψε να βγουν πιο φυσικά προς τα έξω οι αδυναμίες του χαρακτήρα, κάτι που για μένα ήταν σημαντικό, γιατί δεν ήταν απλώς ένα επιφανειακό παιχνίδι, αλλά μια ειλικρινής έκθεση.
Πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες των γυρισμάτων, υπήρχε κάποια σκηνή ή στιγμή που σας αγγίζει ιδιαίτερα;
Ναι, όλες οι σκηνές με τον Χρήστο Λούλη είχαν πολλή λεπτομέρεια. Υπήρχε ένα βάθος σε όσα λέει ο χαρακτήρας και σε αυτά που κρύβει πίσω από τα λόγια του. Ιδιαίτερα έντονη ήταν και η σκηνή με τον Θέμη Πάνου, που παίζει τον πατέρα. Εκεί έπρεπε να καταφέρουμε να πούμε πολλά μέσα από λίγα λόγια, κάτι που είναι πάντα μια πρόκληση, γιατί μπορεί να πεις λίγα και να μην περάσει το μήνυμα.
