Είναι ένας από τους ανθρώπους που -όπως αποδεικνύει παρακάτω- έχει πολλά να πει για την πόλη. Την περιγράφει σαν το «θηλυκό που αποτελεί το αρχέτυπο της μάνας και της ερωμένης», και οι λέξεις του μοιάζουν σαν να είναι βγαλμένες από βιβλίο. Σαν αυτά τα οποία υπογράφει, που έγιναν η αφορμή γι' αυτήν εδώ τη συνέντευξη. Ο λόγος για τον Νίκο Βαβδινούδη, τον συγγραφέα που μας σύστησε το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Αμerikα», ο οποίος παρακάτω ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας της δικής του Θεσσαλονίκης, καθώς και τους λόγους για τους οποίος η γραφή είναι αυτή με την οποία πορεύεται εδώ και πολλά χρόνια.
Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νεάπολη, τη λιγότερο φυγόκεντρη από τις δυτικές συνοικίες της πόλης. Γυρνούσα σπίτι όταν σουρούπωνε...
Οι πεζοπόρες διαδρομές με κάνουν ακόμα να νιώθω κάπως σαν εξερευνητής.
Όταν ήμουν παιδί δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω... Πολλές σειρήνες με προσέγγισαν, αλλά τελικά απογοητεύτηκαν και με άφησαν στην ησυχία της αβεβαιότητας. Κατέληξα στην πολυτεχνική σχολή του ΑΠΘ (Τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών), βιοπορίζομαι ως μηχανικός καλλιεργώντας επίμονα, αν και επί ματαίω, την ψευδαίσθηση πως θα γίνω διάσημος.
H Θεσσαλονίκη είναι το θηλυκό που αποτελεί το αρχέτυπο της μάνας και της ερωμένης.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για την ενασχόλησή μου με τη συγγραφή ακούει στο όνομα "cherchez la femme".
Το πρώτο μου βιβλίο είναι μια συλλογή διηγημάτων αφιερωμένη στη Θεσσαλονίκη με τίτλο «ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΡΙΑ» Στις βόλτες που κάνω στην πόλη συναντώ ανθρώπους με ξεφλουδισμένα χείλη τον χειμώνα και ξεφλουδισμένο δέρμα το καλοκαίρι. Σκέφτηκα να τους ντύσω με ξεφλουδισμένες ιστορίες, να γράψω τις δικές τους προεκτάσεις, να αφήσω στους πολλούς τα ίχνη τους, να γίνω ένας αγγελιαφόρος των αδυναμιών, της απόγνωσης αλλά ταυτόχρονα και της επιθυμίας να ξαναβάψουν τα στόρια τους.
Το νέο μου βιβλίο, με τίτλο «Αμerikα», είναι ένα νεο-νουάρ µυθιστόρηµα, πασπαλισµένο µε νατουραλισµό και ηθογραφία της παρακµής. Σε µια µακαρθική Νέα Υόρκη, όπου ο καθένας δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο πέραν του εαυτού του και κανείς δεν µπορεί να ισχυριστεί πως είναι αθώος.
Στο μέλλον θα ήθελα να έχω τη διαύγεια και την έμπνευση του Καμιλέρι.
Η συγγραφή είναι κατά 90% προϊόν σκληρής προσθαφαίρεσης λέξεων. Το υπόλοιπο 10% αντλείται από τις προσλαμβάνουσες των αισθήσεων μου καθώς περπατώ πολύ στην πόλη.
Οι γραφιάδες είμαστε περισσότερο ματαιόδοξοι παρά φιλόδοξοι. Αν ίσως επιθυμώ κάτι είναι να προσφέρω εικόνες στα μάτια και ομίχλη στα μυαλά.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στη δουλειά μου είναι η κατάδυση στον κόσμο των λέξεων και των παραισθήσεων τους. Είναι τόσο ισχυρή που παίρνει κάμποσο χρόνο να επανέλθεις.
Η κινητήριος δύναμή μου είναι η απαντοχή απέναντι στις προσπίπτουσες ήττες.
Οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετώπισα ήταν το να πείσω τον εαυτό μου πως επιτέλους τελείωσα ένα «χειρόγραφο» γλιτώνοντάς το από το επίμονο χτένισμα. Να πείσω τους εκδότες πως είμαι ευπώλητος αν και δυσνόητος. Να πείσω τους αναγνώστες πως είμαι λογοτεχνικά ενδιαφέρων.
Μου αρέσει να ξεκλέβω χρόνο για να διαβάζω πολλή λογοτεχνία. Για να γράψεις πρέπει πρώτα να μελετήσεις πολύ, να ασκηθείς, να μιμηθείς ώσπου αποκτήσεις τη δική σου φωνή.
Ένας άνθρωπος-μέντορας για μένα είναι ο Φιλόλογός μου στο Κολέγιο, κ. Λαλάτσης, με την επαναστατική του σκέψη και την κριτική δεινότητα και ο ταλαντούχος κ. Δημήτρης Δρένος, λογοτεχνικός επιμελητής, συνοδοιπόρος σε μακροσκελείς συζητήσεις και μετρονόμος της αυτοαναφορικότητας της γραφής μου.
Στις παρόδους του κέντρου ξαποσταίνω με ένα αχνιστό φλιτζάνι κι ένα βιβλίο.
Το μέρος της Θεσσαλονίκης που έχω την πιο ωραία ανάμνηση είναι ένα κουρείο, όπου με ξέρουν οι αργόσχολοι πελάτες. Μου αρέσουν τέτοια μέρη. Μοιάζουν ανηχοϊκοί θάλαμοι στο τρομώδες παραλήρημα της πόλης. Ακούω κουτσομπολιά, θεωρίες συνομωσίας, ποδοσφαιρικές αναλύσεις, πολιτικούς αφορισμούς και ποδογυρικές ελεγείες.
All time classic αγαπημένο μου μέρος στην πόλη δεν υπάρχει πια, αλλά ήταν το Café Majestic, τοπόσημο της νοσταλγικής απόσυρσης και γοητευτικής παρακμής.
Η Θεσσαλονίκη μού αρέσει γιατί πήρα την πρώτη ανάσα εδώ και θα ρίξω και το τελευταίο μου κλάμα πάλι εδώ.
Αν θα άλλαζα κάτι στην πόλη θα ήταν ο φοβικός επαρχιωτισμός της.
Θα τη χαρακτήριζα με 3 λέξεις «συμβασιλεύουσα υπό αίρεση».