Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψεις τον Γιάννη Σερβετά και είμαι σίγουρη, πως ούτε ο ίδιος θα ήθελε να κλείσει όλη του τη ζωή μέσα σε μερικές σειρές. Θα πω μόνο πως πέρα από γνωστός κωμικός, παρουσιαστής σατιρικής τηλεοπτικής εκπομπής, ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας, είναι κι ένας άνθρωπος σκεπτόμενος και κοινωνικά ευαίσθητος, σύζυγος, πατέρας και φίλος, ένας επαγγελματίας που κάνει πετυχημένα αυτό που αγαπά.
Στις παρακάτω σειρές μας ξεναγεί στην αγαπημένη του «ξελογιάστρα» Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του.
Γεννήθηκα Αγία Σοφίας με Αγίας Θεοδώρας γωνία στην κλινική του Ταντανάση και μεγάλωσα Τσιμισκή με Γούναρη. Είμαι από Θεσσαλονίκη down town, που λένε και στο Νεοχώρι Χαλκιδικής το χωριό καταγωγής της μητέρας μου. Πήγα στο Ιωαννίδειο Δημοτικό σχολείο και στο 10ο Γυμνάσιο - Λύκειο. Είμαι αυτό που λένε «παιδί του κέντρου». Πρόλαβα την Τσιμισκή διπλής κατεύθυνσης, έφαγα σάντουιτς από τον Κοσμά, βίωσα το σεισμό του 1978, έπαιξα μπίλιες-κρυφτό-κυνηγητό-ποδόσφαιρο τσανταλίνα-μανταλίνα και πολλά άλλα παιχνίδια μέσα στα αρχαία του ανακτόρου του Γαλέριου, πρόλαβα να δω πρωινή παράσταση τον Παύλο Μελά στο Σινεέπ και βούρκωσα, όταν έμαθα πως θα έκλεινε ο κινηματογράφος Ναυαρίνο.
Τα περισσότερα από όσα ανέφερα στην προηγούμενη παράγραφο όχι απλά έχουν αλλάξει, αλλά πλέον δεν υπάρχουν. Καμιά φορά κοντοστέκομαι μπροστά στο αλλαγμένο καφενείο Αστόρια, παίρνω μία βαθιά ανάσα και πάω να πιω ένα τσίπουρο στο αλλαγμένο καφενείο Γαλέριο κι εκεί μιλάμε νοσταλγικά με τους φίλους, για το καφενείο Κυψέλη που απλά δεν υπάρχει πια.
H αγαπημένη μου γειτονιά είναι αυτή που μεγάλωσα. Πάντα τα βήματά μου με γυρίζουν πίσω σε αυτή. Ο Γκαίτε έλεγε για τη συνήθεια πως ακόμα και το πιο όμορφο ουράνιο τόξο, αν διαρκέσει πάνω από 15 λεπτά, ύστερα δε θα το προσέχει κανένας. Να με συμπαθάς φίλε Βόλφγκανγκ αλλά αυτά τα λες γιατί δεν έζησες ποτέ στην πλατεία Ναυαρίνου. Η Πλατεία Ναυαρίνου είναι ένα ουράνιο τόξο που δε σου φτάνουν δυο ζωές για να το συνηθίσεις.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γυρίσω τον κόσμο. Στα 14 μου λοιπόν, με τις ευλογίες και τις πλάτες της μάνας μου, πήρα για πρώτη φορά το Magic Bus, που ήταν όντως μαγικό, και έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ευρώπη. Έφτασα οδικώς μέχρι και τις Βρυξέλλες! Μετά και μέχρι να πάω φαντάρος κάθε χρόνο ανέβαινα στο μαγικό αυτό χαλί, με το οποίο και γύρισα όλη την Ευρώπη. Θα ήθελα να ήμουν αρχαιολόγος αλλά ευτυχώς για την αρχαιολογία, με κέρδισε η showbizz.
Aν εξαιρέσουμε σε προσωπικό επίπεδο τον γάμο και τη γέννηση του παιδιού μου, αυτό που θυμάμαι έντονα από τα '90s είναι ο πρώτος αληθινός πολυχώρος που ανοίγει στην Ελλάδα. Ο εμβληματικός, φοβερός και τρομερός Μύλος. Ο χώρος που βάζει τη Θεσσαλονίκη στον ευρωπαϊκό πολιτιστικό χάρτη. Από τις καφετέριες, τις ταβέρνες, τις ελάχιστες μουσικές σκηνές και τις ντισκοτέκ της φτωχομάνας, έρχεται ο Μύλος με Φεστιβάλ Κουβανέζικης Μουσικής, με Carnival Latin Fiesta, με σεμινάρια κρασιών, με πολιτισμό και εκθέσεις φωτογραφίας, με συναυλίες, με David Byrne, με «Άγαμους Θύται», με… τι να πρωτοθυμηθώ για το Μύλο… Δεν ξέρω για κούκο, αλλά ο Στεφανίδης κάτι έκανε με την άνοιξη και τη Θεσσαλονίκη τότε. Να τα λέμε και αυτά.
Αν έλεγα πώς μου λείπει κάτι από τη Θεσσαλονίκη εκείνων των χρόνων, αυτό είναι που περπατούσα στην Τσιμισκή και χαιρετούσα όλο τον κόσμο. Που τους ήξερα και με ήξεραν όλοι. Τι περίεργη που είναι η ζωή και τι σκαμπανευάσματα έχει. Εκείνο που με «ενοχλούσε» τότε τόσο πολύ, να μου λείπει τόσο πολύ σήμερα…
Μια συνάντηση στη μέχρι σήμερα πορεία μου που δε θα ξεχάσω ποτέ, είναι το 1997. Μόλις έχω απολυθεί από την Ωμέγα TV. Ο Αντώνης Κανάκης με παίρνει τηλέφωνο. Βρισκόμαστε στην Περαία σε ένα bar που λεγόταν «Άκρη» -αν δε με απατά η μνήμη μου- λέμε δέκα κουβέντες, σφίγγουμε τα χέρια για μία συνεργασία και από τότε είμαστε αχώριστοι. Πήγα για να βρω δουλειά και βρήκα φίλο-συνοδοιπόρο—ακουμπιστήρι-αδερφό μέχρι και τώρα που το αναφέρω συγκινημένος.
Η ενασχόλησή μου με τη συγγραφή βιβλίων ξεκίνησε, όπως και όλα όσα έχω κάνει ως τώρα, για πλάκα. Μία μέρα είχα ακόμα μία ιδέα, έκανα μία συζήτηση, βρέθηκα με τον κύριο Καρατζά και ο Ιανός με «έκλεισε» στην αγκαλιά του. 10 βιβλία, 10 ημερολόγια-ανεκδοτολόγια ένα υπέροχο ταξίδι που μόνο καλό μου έκανε. Κάθε φορά που γράφεις κάτι, λυτρώνεσαι και κάνεις χώρο για το καινούριο που γεννιέται. Στους φίλους, στην αγάπη και στο γράψιμο πρέπει να είσαι ανοιχτοχέρης… να δίνεις, χωρίς να περιμένεις τίποτα.
Ο πατέρας μου παιδί προσφύγων, έμενε στην Άνω Πόλη. Κάτω από το Τσαούς Μοναστήρ, που λέγανε παλιά τη μονή Βλατάδων. Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη βρίσκεται εκεί πάνω. Να κατεβαίνω προς τα κάτω μέσα από τα στενά σοκάκια και όπου έχει άνοιγμα με θέα, να κοντοστέκομαι και να μη χορταίνω τη θέα από την ξελογιάστρα…
Μπορεί να με συναντήσει κανείς Παρασκευή βράδυ, μετά τις 21:30, στο Classic Bar κάπου απέναντι από το Μέγαρο Μουσικής. Εκεί θα πιω το πρώτο ποτό, εκεί θα βρεθώ με τους φίλους, εκεί θα μοιραστώ τη χαρά και την επιτυχία, αλλά και τη στενοχώρια και την αποτυχία μου.
Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ είναι σίγουρα το πατάρι του Ιανού, γιατί πάντα θα υπάρχει ένας φίλος-γνωστός για να αλλάξουμε δυο κουβέντες. Λατρεύω τις βόλτες, όταν έχω φυσικά τον χρόνο, με το Thessaloniki Walking Tours, να το ψάξετε και να κάνετε δώρο στον εαυτό σας μία βόλτα. Κάνει χώρο τέχνης, κάνει μουσείο, κάνει πολιτισμό και το πιο μικρό σοκάκι αυτής της πόλης. Τα παιδιά έχουν ένα μαγικό ραβδί που με τις διηγήσεις τους και την υπέροχη πατίνα του παρελθόντος, μεταμορφώνουν την ασχήμια του παρόντος.
Όταν έκλεισε το Νταλιάνι, ένα ουζερί σε ένα στενό της Μαρτίου, κάτι έσπασε μέσα μου. Δε θα ξανάτρωγε η παρέα από τα χέρια της κυρίας Λίτσας, δε θα μας σέρβιρε χαμογελαστός ο κύριος Νίκος. Δυσκολευτήκαμε αφάνταστα με την Έφη, τη γυναίκα μου, να βρούμε το επόμενο Νταλιάνι… Με εντατικό ψάξιμο μετά από δέκα και πλέον χρόνια μπορώ να μιλήσω για το Λάμπρο στα Άνω Λαδάδικα, τον Γαλέριο, το Κεφτέ Bar, την Ακαδημία, όλα τα καφενεδάκια με τους μερακλήδες ιδιοκτήτες που με τα «βρισκούμενα» κάνουν τα γκουρμέ εστιατόρια με τους πολλούς χρυσούς σκούφους να κοκκινίζουν από ντροπή…
ΥΓ.: Φυσικά, και τις απανταχού αγαπημένες καντίνες.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι μια βόλτα στο Καπάνι, προς το παρόν τουλάχιστον μέχρι να ανοίξει η Μοδιάνο. Μου αρέσει να ανακατεύομαι με τον κόσμο, εκεί που μυρίζει παστουρμάς, παστός μπακαλιάρος, Tide, φρεσκοκομμένος καφές και ελιές, ενώ ακούω τους επαγγελματίες να διαλαλούν την πραμάτεια τους.
Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ σίγουρα τα μαγαζιά της Πλατείας Ναυαρίνου και πέριξ αυτής, τα Λαδάδικα, το Σαράι, το Ξέφωτο και εκεί που βρίσκεται η παρέα μου. Δε μπορείς να μάθεις σε γέρο σκύλο καινούρια περπατησιά λένε οι Εγγλέζοι σε μια παροιμία τους... Μάλλον εμένα είχαν στο μυαλό τους.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι το μέσα δωμάτιο του σπιτιού μου. Το παλιό μου γραφείο που έγινε παιδικό δωμάτιο και τώρα που έφυγε ο Βασίλης μας και μένει αλλού, ξανάγινε το γραφείο μου-δωμάτιο παρακολούθησης Netflix. Είπαμε, μπορεί να μη μπορείς να μάθεις σε γέρο σκύλο νέα περπατησιά, αλλά ένα Netflix το μαθαίνει.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει το παρελθόν της. Η θάλασσα. Τα ηλιοβασιλέματα. Η μυρωδιά του καφέ στην αγορά. Τα παλιατζίδικα. Οι νέοι που κλείνουν ραντεβού στην Καμάρα. Η αρχαία αγορά. Τα κάστρα. Ο πλάτανος της πλατείας Ναυαρίνου. Το ταλαιπωρημένο άγαλμα στο συντριβάνι που κατουράει. Το Ντορέ. Η παραλία. Τα βομβίδια. Το Γεντί Κουλέ. Οι αρχόντισσες γάτες της Άνω πόλης. Ένα γιαούρτι από τη Δορκάδα στην Αγίου Δημητρίου. Ο πατσάς -παντού καλός.
Τι θα ήθελα να αλλάξω στην πόλη; Πολλές θέσεις parking και νέα λεωφορεία, λιγότερα σκουπίδια, περισσότεροι πεζόδρομοι και υπόγεια ένωση των αρχαιολογικών τόπων. Να περπατάς κάτω από το έδαφος σε άνετες στοές και να βγαίνεις στην Καμάρα, στη Ροτόντα, στην Αρχαία αγορά… Όλοι μαζί… Όνειρα πουλιά μου ταξιδιάρικα…
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με τρεις λέξεις, αυτές θα ήταν μάγισσα- πλανεύτρα-ξελογιάστρα.
* O Γιάννης Σερβετάς θα εμφανιστεί στο θέατρο Αλέξανδρος, Εθνικής Αμύνης 1, Λευκός Πύργος, σε ένα απολαυστικό Stand Up Show «Βαλίτσα και παύλα», Παρασκευή 10 &17 Ιανουαρίου και Σάββατο 11&18 Ιανουαρίου, στις 21:00.