Σπούδασε Καλών Τεχνών στη Γαλλία, έχει πραγματοποιήσει ως εικαστικός πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και το εξωτερικό ενώ έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Παράλληλα, έχει διδάξει φωτογραφία σε σχολές και έχει συνεργαστεί με διάφορα περιοδικά και διαφημιστικές εταιρείες. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα, αλλά η Θεσσαλονίκη και τα "ανοίγματά" της πόλης προς τη θάλασσα κρατάνε πάντα μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Αν ψάχναμε λέξεις και φράσεις κλειδιά που χαρακτηρίζουν το πολυσχιδές έργο της, όπως ή ίδια μας λέει, κάποιες από αυτές θα ήταν "παιχνίδι της ταυτότητας", "αληθινές ή ψεύτικες ιστορίες" και "η αυταπάτη του τέλειου".
Παρακάτω μας ξεναγεί σε όσα ξεχωρίζει και αγαπάει στη Θεσσαλονίκη μέσα από τη ματιά της.
Όταν γεννήθηκα, η οικογένειά μου ζούσε στην περιοχή της Μαρτίου, αλλά οι πρώτες αναμνήσεις που έχω είναι από διάφορα χαμηλά σπίτια με αυλή που νοικιάζαμε στο Πανόραμα μέχρι που αποφάσισε ο πατέρας μου να εγκατασταθούμε εκεί μόνιμα. Η περιοχή ήταν τότε αραιοκατοικημένη, ήταν ένα μικρό χωριό. Είχε ένα περίπτερο, ένα μανάβικο, ένα μπακάλικο και κάθε πρωί ο γαλατάς μας έφερνε με το τρίκυκλο το γάλα και το άφηνε στην πόρτα της αυλής. Θυμάμαι πως τα καλοκαίρια βγάζαμε την τηλεόραση στη βεράντα, τις φερ φορζέ στην αυλή και βλέπαμε ταινίες μέχρι αργά. Μεγάλωσα μέσα στα δέντρα, είχαμε σκύλο, γάτες, παίζαμε με τον αδελφό μου και τους φίλους μας στους δρόμους, έχω καλές αναμνήσεις.
Παρ΄όλα αυτά αγάπησα περισσότερο το κέντρο της Θεσσαλονίκης, κυρίως εξαιτίας των διηγήσεων της μητέρας μου. Είχε εξαιρετική μνήμη και τη διασκέδαζε να περπατάμε στα στενά και να μου λέει ιστορίες. Για το μπλε παλτό της διάσημης αργότερα συμμαθήτριάς της που άφηνε χνούδια παντού στην τάξη. Για το φλερτ με τους γείτονες, σε ποιο κτίριο δούλεψε, που έπιναν καφέ με τις αδελφές της, ποια ήταν η διαδρομή της για τη δουλειά. Μου μιλούσε συχνά και για τα δύσκολα παιδικά χρόνια που έζησε εκεί. Για την περίοδο της κατοχής, την πείνα, για τα πλιάτσικα, για τους συγγενείς και τους φίλους της που χάθηκαν.
Όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη από τις σπουδές μου στη Γαλλία έψαξα και βρήκα σπίτι στο κέντρο κι εκεί έμεινα μέχρι που έφυγα από την πόλη πριν από μερικά χρόνια.
Δεν είμαι ένας από αυτούς τους τυχερούς ανθρώπους που από μικροί ήξεραν, τι θέλουν να κάνουν αργότερα στη ζωή τους. Ξέρω πως τρελαινόμουν για αφηγήσεις. Θυμάμαι πως είχα διεκδικήσει με μανία από τους γονείς μου το να πηγαίνουμε συχνά στον κινηματογράφο κι έξτρα χαρτζιλίκι για εξωσχολικά βιβλία. Θυμάμαι επίσης πως διασκέδαζα πολύ με το να γράφω ιστορίες στο ημερολόγιό μου ή να ζωγραφίζω. Δεν είχα σκεφτεί όμως πως θα μπορούσα να γίνω καλλιτέχνης. Στην Καλών Τεχνών κατέληξα μάλλον εξαιτίας μιας σειράς τυχαίων γεγονότων αφού πέρασα πρώτα από τη Σχολή Γραφικών Τεχνών στην Αθήνα. Έφυγα στη Γαλλία, με δέχτηκαν στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μπουρζ, όπου είχαν ένα εξαιρετικό εργαστήριο φωτογραφίας και βίντεο κι εκεί για πρώτη φορά ένιωσα πάθος για κάτι και δούλεψα με αφοσίωση για να μάθω τα εργαλεία, να μάθω να σκέφτομαι σαν καλλιτέχνης.
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, πολύ γρήγορα βρήκα δουλειά στο Γαλλικό Ινστιτούτο, ξεκίνησα μια καλή συνεργασία με τη Σχολή Καλών Τεχνών του Σαιντ Ετιέν, οπότε ήμουν τυχερή. Η πρώτη μου ατομική έκθεση έγινε στο Μουσείο Φωτογραφίας –τότε ήταν στην Πλατεία Αριστοτέλους– μετ’ εμποδίων. Αρχικά ήταν να γίνει στη Μονή Λαζαριστών, την τελευταία όμως στιγμή αναβλήθηκε γιατί δεν είχε παραδοθεί ο χώρος στους υπεύθυνους του Μουσείου από τους εργολάβους. Ήταν η περίοδος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, η πόλη ολόκληρη ήταν ένα εργοτάξιο, εκθέσεις αναβάλλονταν ή ακυρώνονταν, αναγκαστικά όσοι θέλαμε να γίνουμε και να παραμείνουμε ενεργοί καλλιτέχνες μάθαμε να διαπραγματευόμαστε, να βρίσκουμε λύσεις . Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος με έντονη κινητικότητα, νέα εργαλεία. Όλα ήταν μια πρόκληση. Το να παρουσιάζει βέβαια ένας εικαστικός φωτογραφικά έργα ή βίντεο-προβολές ήταν κάτι που ακόμα δεν είχε συνηθίσει το κοινό της Θεσσαλονίκης και ήταν ακόμα πιο δύσκολο αυτά τα έργα να πουληθούν στις γκαλερί.
Ήταν μια περίοδος που δημιουργήθηκαν νέοι θεσμοί και μουσεία στην πόλη, σχηματίστηκαν παρέες, άνοιξαν νέες γκαλερί, δεν ξέρω όμως αν μπορεί κανείς να μιλήσει για γενιά καλλιτεχνών. Για να είμαι ειλικρινής αυτό που θυμάμαι είναι πως ήμασταν λίγοι. Σίγουρα όμως άρχισε να εμφανίζεται η διάθεση σχηματισμού μιας κοινότητας.
Το πρώτο μου εργαστήριο ήταν στην περιοχή της Συγγρού πριν γεμίσει η περιοχή με μπαρ. Είχαμε βρει με τον τότε σύζυγό μου έναν υπέροχο μεγάλο χώρο στον δεύτερο όροφο ενός νεοκλασικού κτιρίου, όπου ζήσαμε κι εργαστήκαμε για δέκα χρόνια. Είχα φτιάξει ένα αίθριο με πορτοκαλιές, γιασεμιά και νυχτολούλουδα. Έναν παράδεισο. Εκεί μαζευόμασταν με φίλους τα βράδια και παίζαμε μπιρίμπα. Τα πρώτα χρόνια η περιοχή είχε πολλή φασαρία τα πρωινά και απίθανη ησυχία τα βράδια. Από εκεί ξεκίνησα να δουλεύω ως φωτογράφος και στον χώρο της διαφήμισης. Παράλληλα άρχισα να συμμετέχω σε εκθέσεις στο εξωτερικό, σε μπιενάλε, άρχισα να κατεβαίνω όλο και πιο συχνά στην Αθήνα.
Είμαι περήφανη για τα περισσότερα πράγματα που έχω κάνει ως εικαστικός, ίσως λίγο περισσότερο για μια έκθεση με τον τίτλο Mysteria που κάναμε μαζί με τους φίλους και συνεργάτες, Βασίλη Ζωγράφο και Άννα Μυκονιάτη, στο τότε Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης στο Λιμάνι, μετά από εντατική έρευνα δύο ετών. Είμαι χαρούμενη που πέρασα χρόνο μέσα σε αγαπημένα κτήρια της Θεσσαλονίκης για γυρίσματα ή στήνοντας εκθέσεις, όπως το Ολύμπιον, η Κάζα Μπιάνκα, οι αποθήκες στο Λιμάνι, η Μονή Λαζαριστών, τα Λουτρά Παράδεισος, το Αρχαιολογικό και το Βυζαντινό Μουσείο.
Έφυγα από τη Θεσσαλονίκη μέσα στην περίοδο της κρίσης γιατί μου πρότειναν κάτι πολύ ενδιαφέρον αλλού. Δούλεψα στην καταγραφή μιας ιδιωτικής συλλογής στην Αθήνα, στη διαχείριση ενός πολιτιστικού χώρου, για τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ, στη δημιουργία περιεχόμενου για το ίντερνετ για διάφορες εταιρίες. Είναι πιο εύκολο στην Αθήνα να έχει ένας φωτογράφος δουλειά σε σταθερή βάση και συμβαίνουν σίγουρα περισσότερα πράγματα στον χώρο των εικαστικών. Κατά τα άλλα καμία από τις δύο πόλεις δεν είναι περισσότερο ερωτική από την άλλη αφού και στις δύο απομονώνεσαι το ίδιο εύκολα αν αυτό επιθυμείς. Ζω στο κέντρο της Αθήνας, περπατώ πολύ, έχει ωραίες διαδρομές, την αγαπώ όπως αγάπησα τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν τη γνωρίζω τόσο καλά. Προσπαθώ να τη μάθω.
Όταν επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη, όχι όσο συχνά θα ήθελα, θα περάσω χρόνο στην παλιά μου γειτονιά βλέποντας τι έχει αλλάξει, μέσα στις στοές και τις αγορές, καταλήγοντας πάντα στο εργαστήριο του φίλου μου Βασίλη Ζωγράφου, VZ studio, ένα artist run project space στην Ηρώδου Αττικού 3 όπου, μεταξύ άλλων, οργανώνονται και φιλοξενούνται εικαστικές δράσεις κυρίως έργων σε εξέλιξη. Παρακολουθώ επίσης με ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια τη μετάβαση των μουσείων της Θεσσαλονίκης στον μητροπολιτικό οργανισμό MOMus και προσπαθώ να βλέπω τις εκθέσεις τους, όταν μπορώ. Έχω συνεργαστεί μαζί τους αρκετά στο παρελθόν κι έχουν τη στήριξη και τη συμπάθειά μου.
Θα πιω σίγουρα ένα aperitivo ή δύο στη Giulietta Spritzeria στην Π. Πατρών Γερμανού 33 με τους αγαπημένους μου φίλους Ντίνα Κουτσού και Βασίλη Καλαϊτζή, τους οποίους ακολουθώ πιστά σε ό,τι κάνουν από την εποχή του Cocktail Bar, για το οποίο είχαμε κάνει μια εξαιρετική σειρά φωτογραφιών. Θα συνεχίσουμε για φαγητό και με την υπόλοιπη παρέα μετά στο Cin Cin, στον τροπικό παράδεισο, στο υπέροχο νεοκλασικό της Ικτίνου.
Είμαι φανατική οπαδός των Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης από μικρή και προσπαθώ να είμαι στην πόλη Νοέμβριο και Μάρτιο για να δω νέες ταινίες.
Επισκέπτομαι πάντα το Πανόραμα, όπου ζει ακόμα η οικογένειά μου. Μόλις μας το επιτρέψει η πανδημία θα ανέβω να δω τα νέα γραφεία της εταιρίας του αδελφού μου Θανάση Τσιώτα, Αrtia Group Constructions και να παρακολουθήσω με τη νύφη μου τα ανίψια μου να αριστεύουν ως αθλητές. Ελπίζω για όλους μας σύντομα.
Δεν έχω ένα μυστικό μέρος που να πηγαίνω μόνη μου στη Θεσσαλονίκη. Κάθε φορά όμως που επιστρέφω, αυτό που κάνω σίγουρα είναι να διασχίσω τουλάχιστον μια φορά την πόλη, από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι το Λιμάνι και να σταματήσω για να χαζέψω για λίγο τα "ανοίγματά" της προς τον Βορρά.