Ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Στολάκης μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα (μεγαλώνω ακόμα) στη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκα στο Ιπποκράτειο ένα απόγευμα της 14ης Απριλίου 1986. Εύκολη γέννα, από όσα μου έχουν πει. Μετά από δυο τρεις μέρες βρέθηκα στο πρώτο «πατρικό»: Χατζηλαζάρου με Δελφών γωνία, στον πρώτο όροφο. Μέχρι την ηλικία των τριών είχα το ολόδικό μου δωμάτιο. Στην πορεία και για πολλά ακόμα χρόνια έπρεπε να το μοιράζομαι, αφού οι γονείς μου αποφάσισαν ότι δεν τους έφτανε ένας διάδοχος. Στα έξι μετακομίζουμε στην Μπότσαρη στο πραγματικό και μόνιμο «πατρικό» μου. Το σπίτι που γίνεται σημείο αναφοράς μου, εκεί που ακόμα και σήμερα παρά το γεγονός ότι το έχω εγκαταλείψει πηγαίνουν τα γράμματα, οι πιστωτικές, οι ειδοποιήσεις, οι λογαριασμοί του κινητού. Και εδώ συγκάτοικος στο δωμάτιο. Για περισσότερο από είκοσι χρόνια! Χατζηλαζάρου-Μπότσαρη ένα τσιγάρο δρόμος, μια γειτονιά η οποία άλλαξε, θα αλλάξει και θα εξακολουθήσει να αλλάζει.
Είμαι από εκείνους τους «τυχερούς» που πέτυχαν την Δελφών χωρίς τις λαμαρίνες του ΜΕΤΡΟ. Από εκείνους τους τυχερούς που κάθε απόγευμα αγόραζαν το απίστευτο βραστό του «Θοδωρή» και από εκείνους που κατέβαιναν με το ποδήλατο στην παραλία πριν και μετά την ανάπλασή της, και έπαιζαν στα χώματα δίπλα από το περιβόητο «Φίδι», ή λίγα μέτρα παρακάτω σκαρφάλωναν στα κόκκινα σκοινιά του πάρκου «Οδυσσέα Φωκά» και φώναζαν από την κορυφή σαν να είχαν κατακτήσει τον κόσμο. Τη θέση όλων αυτών σήμερα έχουν πάρει τα πανέμορφα θεματικά πάρκα της Νέας Παραλίας. Μεγάλες αλλαγές στη «μεγάλη» μου γειτονιά δεν υπάρχουν. Με εξαίρεση τα πορτοκαλί κολονάκια που πρόσφατα τοποθέτησε ο δήμος Θεσσαλονίκης για να αποτρέπει τους ασυνείδητους να διπλοπαρκάρουν. Η «στασιμότητα» και οι εικόνες που μένουν διαχρονικά ίδιες, ορισμένες φορές είναι κάτι καλό. Σε κάνουν να νιώθεις οικεία! Ακριβώς όπως πρέπει να είναι το πατρικό σου!
Αγαπημένη γειτονιά είναι φυσικά κάποια από τις γειτονιές του πανέμορφου κέντρου της Θεσσαλονίκης. Εκεί όμως, που δε συναντάς πολλά αυτοκίνητα και βαβούρα. Ενοχλητικούς να φωνάζουν στο κινητό και ατέρμονα κορναρίσματα. Ας πούμε για παράδειγμα την Προξένου Κορόμηλα. Ζηλεύω τους ανθρώπους που μένουν εκεί. Όπως και εκείνους που μένουν στην Ικτίνου. Ενώ βρίσκεσαι στην «καρδιά» του κέντρου της Θεσσαλονίκης οι δυο αυτές περιοχές με κάνουν να νιώθω ότι είμαι κέντρο... απόκεντρο. Μέχρι φυσικά να βγω στην Τσιμισκή και την Μητροπόλεως.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω ηθοποιός. Από την ηλικία των δέκα περίπου και μετά έλεγα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος -με διάλειμμα ένα διάστημα, αν θυμάμαι καλά έξι μηνών, όπου ο μόνιμος διορισμός στο δημόσιο φάνταζε ιδανικός και διαλαλούσα πως θα γίνω δάσκαλος. Τελικά, κατέληξα όντως δημοσιογράφος. Αποφοίτησα από το ιστορικό Ε’ Λύκειο Θεσσαλονίκης με τα μαθήματα να γίνονται πότε στο κτίριο της Κριεζώτου και πότε στα λυόμενα μπροστά από το επιβλητικό Μέγαρο Μουσικής. Έπειτα σπούδασα Δημοσιογραφία στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και κατόπιν ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο ίδιο Τμήμα, παρακολουθώντας μαθήματα Δημοσιογραφίας και Νέων Μέσων Επικοινωνίας. (Τότε τα sites και το facebook θεωρούνταν... Νέα Μέσα). Παράλληλα με τις σπουδές δούλευα πότε στο ραδιόφωνο, πότε στην τηλεόραση, πότε σε περιοδικά, πότε σε εφημερίδες και sites, πότε σε όλα μαζί. Αυτό εξακολουθώ να κάνω μέχρι σήμερα ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ.
Αυτό που αγαπώ στη δημοσιογραφία είναι ότι ακόμα δεν τη μισώ! Το επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν είναι μόνο οι κάμερες, το μακιγιάζ και τα φώτα. Είναι μια καθημερινή μάχη να επιβεβαιώνεις και να επιβεβαιώνεσαι, να αποδεικνύεις τι είσαι και τι δεν είσαι. Προφανώς και μου αρέσει η φύση της δουλειάς, η έρευνα, το ρεπορτάζ. Πρόκειται όμως για μια δουλειά που δεν έχει ώρες (sic), ούτε αργίες, ούτε Σαββατοκύριακα, έχει πολύ άγχος, τρέξιμο και σου αφήνει ελάχιστο προσωπικό χρόνο και τις περισσότερες φορές δε σε αμείβει για αυτό που προσφέρεις. Άρα αγαπώ στη δημοσιογραφία ότι ακόμα δεν την έχω μισήσει!
Το άγχος για το πρώτο ρεπορτάζ. 500 λέξεις μπορεί να τις έγραφα δυο μέρες. Και μετά το άγχος όταν πηγαίνεις στο περίπτερο, αγοράζεις την εφημερίδα και βλέπεις τυπωμένο το κείμενο και τη δουλειά σου. Κάτι που με συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Το ίδιο άγχος, το ίδιο στρες και η ίδια ικανοποίηση.
Έζησα την digital εποχή της ενημέρωσης... στις καλές της εποχές. Στα πρώτα της βήματα. Όταν ήταν κάτι καινούριο, τα sites ήταν μετρημένα στα δάχτυλα και σε αυτά δούλευαν επαγγελματίες δημοσιογράφοι που εργάζονταν όπως ακριβώς και στα παραδοσιακά ΜΜΕ. Είχαν την πληροφορία, την τσέκαραν από δυο, τρεις και τέσσερις πηγές και έγραφαν την είδηση και το «θέμα». Τότε που οι ηλεκτρονικές ιστοσελίδες στην Ελλάδα ήταν περιορισμένες και κάτι το καινούριο, που φαινόταν ότι θα προσέφεραν στον χώρο. Δυστυχώς, δεν το κατάφεραν. Η δημιουργία ενός site πλέον είναι... παιχνιδάκι, αφού σχεδόν κάθε δημοσιογράφος έχει τη δική του ενημερωτική ιστοσελίδα με τα «ρεπορτάζ» να αρκούνται στο τι ανέβασε ο τάδε στο facebook ή τιτίβισε ο δείνα στο twitter. Φυσικά και υπάρχουν και εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Στο κυνήγι της είδησης, του χρόνου και κυρίως των κλικ δεν τηρούνται οι βασικές αρχές της δημοσιογραφίας με τα αποτελέσματα να είναι εμφανή στην ποιότητα της ενημέρωσης του κοινού –που πλέον ενημερώνεται από τα status που θα περάσουν στο timeline του facebook του. Αυτό επηρεάζει, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο τον χώρο, αλλά ολόκληρη την κοινωνία και κατ’ επέκταση την ίδια τη Δημοκρατία.
Ένα επίτευγμά μου για το οποίο νιώθω περήφανος είναι που κατάφερα να ζω και να βιοπορίζομαι από τη δουλειά που αγαπώ, που έδιωξα από πάνω μου 45 κιλά, πριν περίπου μια δεκαετία, και που έχω βάλει τη γυμναστική που σιχαινόμουν στην καθημερινότητά του. Θα είμαι ιδιαίτερα περήφανος όταν καταφέρω να κόψω το κάπνισμα, αλλά απέχω πολύ από αυτό τον στόχο!
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι τα Λαδάδικα. Σου προσφέρουν διαφορετικές εικόνες σε κάθε καλντερίμι που περπατάς. Το σημείο αυτό της Θεσσαλονίκης το αγαπώ γιατί μου προσφέρει μια πολύβοη... απομόνωση. Από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ συναντάς κόσμο, μικρά παιδιά, νέους, μεγαλύτερους. Υπάρχει κίνηση. Είναι ένα σημείο... περατζάδα. Παράλληλα, σου δίνει τη δυνατότητα να απομονωθείς. Είτε επιλέξεις να πιεις τον καφέ σου το πρωί στο Lena’s Bistro, είτε να γευματίσεις στο Πανελλήνιον, είτε να πιεις το ποτό σου το βράδυ. Τα Λαδάδικα είναι τόσο κοντά στη θάλασσα, στο απέραντο «γαλάζιο» και στην ελευθερία, όσο κοντά και στην... Τσιμισκή που σου επιτρέπει να ξεφύγεις από την καθημερινότητα «τόσο όσο».
Μπορεί να με συναντήσει κανείς νωρίς το πρωί στο γυμναστήριο και λίγο πριν πάω στην δουλειά στο Sinatra, όπου πίνω ένα γρήγορο καφεδάκι.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο δεν είναι εστιατόριο αλλά καφενείο. Ο «Λευκός Πύργος». Με καλή παρέα, βλέποντας τη θέα απολαμβάνω τα εκπληκτικά κεφτεδάκια που σερβίρουν με τις χειροποίητές τηγανητές πατάτες.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι να περπατάω το κέντρο της Θεσσαλονίκης τουλάχιστον δυο φορές την ημέρα. Αγαπώ το περπάτημα. Συνήθως ξεκινώ από το Λιμάνι, όπου είναι το γραφείο της εφημερίδας και φτάνω μέχρι το Δημαρχείο για ρεπορτάζ και πάλι πίσω.
Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ να πιω «χαλαρό» ποτό, όπως το λέμε στην παρέα, με φίλους και συνεργάτες στο Koyote, στο Balkan, στο Eden, στο Oval και στο «Παραδοσιακό» στο Πανόραμα.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι το παρκάκι ακριβώς δίπλα από την είσοδο του Λευκού Πύργου. υπάρχει η τέλεια –για μένα αναλόγια πράσινου, γαλάζιου, ανοιχτωσιάς και κόσμου.
Τώρα που μπήκε η άνοιξη απολαμβάνω να πίνω απογευματινούς καφέδες με φίλους και τρελαίνομαι να τριγυρνάω στο κέντρο τα Σάββατα από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα.
Την ωραιότερη θέα στην πόλη αναμφίβολα μπορεί κανείς να τη δει από τα Κάστρα.
Η Θεσσαλονίκη μου αρέσει που είναι μικρή, προσπελάσιμη, εύκολη και σου επιτρέπει να βρεθείς από τον Εύοσμο στην Καλαμαριά σε λίγη ώρα. Δε μου αρέσει η κίνηση και τα κορναρίσματα της!
Θα ήθελα να έχει αστικές συγκοινωνίες. Να έχει περισσότερο πράσινο και λιγότερο τσιμέντο. Να έχει περισσότερα ΜΜΕ. Είναι αδιανόητο μια πόλη του 1.500.000 κατοίκων να μη διαθέτει μια δυνατή εφημερίδα, ένα ισχυρό τοπικό κανάλι και ένα ραδιόφωνο, όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις και δεν αναφέρομαι στην Αθήνα. Θα ήθελα να έχει περισσότερες δουλειές, καλά αμειβόμενες για να μη χρειαστεί να αποχαιρετίσω ξανά φίλο που «κατεβαίνει» στην Αθήνα ή φεύγει στο εξωτερικό. Και φυσικά, να σταματήσουν οι κάτοικοι της να της συμπεριφέρονται σαν «μικρό χωριό». Γιατί το μικρό χωριό είναι κακό χωριό!
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν κοσμοπολίτισσα, φιλική και (καμιά φορά) βαρετή!