Σε τι διαφέρει το rapid test και self test, από τον μοριακό έλεγχο με PCR και πότε πρέπει να κάνουμε καθ’ ένα από αυτά;
Αρχικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα rapid tests και τα self tests βασίζονται στην ίδια τεχνολογία, ανιχνεύουν δηλ. και τα δύο ένα αντιγόνο του ιού SARS-CoV2, ενώ με την PCR ανιχνεύουμε το γενετικό υλικό, το RNA του ιού.
Η διαφορά των self από τα rapid tests είναι απλά ότι τα πρώτα διενεργούνται από το ίδιο τον ασθενή, τα εκτελούμε δηλ. μόνοι μας στο σπίτι, ενώ τα rapid tests γίνονται από έναν επαγγελματία υγείας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με τα rapid tests ελαττώνεται ο κίνδυνος της μη σωστής λήψης του δείγματος και αυξάνεται η πιθανότητα ενός πιο έγκυρου εργαστηριακού αποτελέσματος.
Μοριακή εξέταση ή PCR θα πρέπει να κάνουμε κάθε φορά που έχουμε κλινική συμπτωματολογία ενδεικτική της COVID-19 λοίμωξης και κυρίως όταν έχει προηγηθεί ένα αρνητικό rapid test. Δεν είναι απαραίτητος όμως ο μοριακός έλεγχος στην περίπτωση θετικού rapid test.
Γιατί να έχω αρνητικό rapid test και θετική PCR;
Αυτό συμβαίνει διότι τα rapid tests έχουν χαμηλότερη ευαισθησία από την PCR, δηλ. ανιχνεύουν τον ιό όταν το ιικό του φορτίου βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα στον οργανισμό μας, με αποτέλεσμα κυρίως στα αρχικά στάδια της νόσου όπου ο ιός δεν έχει αυξηθεί ακόμη πολύ, να μην τον ανιχνεύουν. Πρακτικά τo rapid test ανιχνεύει την νόσο με καθυστέρηση μας περίπου ημέρας σε σχέση με τη μοριακή εξέταση PCR. Επίσης είναι πιθανό οι εμβολιασμένοι να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης αρνητικού rapid αλλά θετικού μοριακού, κυρίως λόγω χαμηλότερου φορτίου.
Γιατί να έχω αρνητικό rapid test και θετική PCR;
Αυτό συμβαίνει διότι τα rapid tests έχουν χαμηλότερη ευαισθησία από την PCR, δηλ. ανιχνεύουν τον ιό όταν το ιικό του φορτίου βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα στον οργανισμό μας, με αποτέλεσμα κυρίως στα αρχικά στάδια της νόσου όπου ο ιός δεν έχει αυξηθεί ακόμη πολύ, να μην τον ανιχνεύουν. Πρακτικά τo rapid test ανιχνεύει την νόσο με καθυστέρηση μας περίπου ημέρας σε σχέση με τη μοριακή εξέταση PCR. Επίσης είναι πιθανό οι εμβολιασμένοι να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης αρνητικού rapid αλλά θετικού μοριακού, κυρίως λόγω χαμηλότερου φορτίου. Να τονίσουμε πάντως ότι αρνητικό rapid test δεν αποκλείει τη νόσο!
To rapid test ανιχνεύει την νόσο με καθυστέρηση μισής με μια ημέρα σε σχέση με τη μοριακή εξέταση PCR. Στο διάστημα αυτό το ιικό φορτίο είναι πολύ χαμηλό και η πιθανότητα μετάδοσης παραμένει πολύ χαμηλή. Ουσιαστικά η θετικότητα του rapid test συμπίπτει με τη μεταδοτική περίοδο της νόσου.
Σπύρος Σαπουνάς, προϊστάμενος διεύθυνσης ετοιμότητας και απόκρισης ΕΟΔΥ
Τα rapid tests, τα self tests αλλά και η PCR ανιχνεύουν τα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού, για παράδειγμα την παραλλαγή δέλτα ή την Όμικρον;
Φαίνεται από τις μέχρι τώρα μελέτες ότι κανένα από τα ανωτέρω τεστ δεν έχει πρόβλημα ευαισθησίας έναντι των μέχρι τώρα γνωστών παραλλαγών του ιού και συγκεκριμένα της παραλλαγής όμικρον και μπορούν να τις ανιχνεύσουν.
Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι καμία από τις παραπάνω μεθόδους δεν μπορεί να μας επιβεβαιώσει με ακρίβεια το συγκεκριμένο παραλλαγμένο στέλεχος με το οποίο έχουμε μολυνθεί. Αυτό γίνεται μόνο σε εξειδικευμένα εργαστήρια, τα οποία διενεργούν ειδικές μοριακές εξετάσεις αλληλούχησης του γενετικού υλικού του ιού.
Δεδομένου ότι η ακρίβεια της μεθόδου PCR είναι πολύ μεγαλύτερη, γιατί να προτιμήσω αρχικά τουλάχιστον το rapid test;
Αρχικά λόγω κόστους αλλά και ταχύτερου χρόνου εκτέλεσης και απόδοσης του τελικού αποτελέσματος. Όλο αυτό βοηθάει στην ταχύτερη διακοπή της διασποράς του ιού στην κοινότητα. Η PCR είναι πολύ σημαντική σε άτομα με επιμονή συμπτωμάτων και αρνητικό rapid test. Σε περιόδους έξαρσης της επιδημίας, όπως αυτή που διανύουμε, τα rapid και τα self tests είναι πολύ χρήσιμα εργαλεία για τον περιορισμό της διασποράς της νόσου COVID-19.
Εφόσον έρθουμε σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα, πόσο συχνά πρέπει να διενεργείται έλεγχος;
Ακολουθούμε τις οδηγίες της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας του υπουργείου Υγείας, που σημαίνει ότι όσοι έρχονται σε επαφή με επιβεβαιωμένο περιστατικό της νόσου COVID-19, πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο από επαγγελματία υγείας την 5η ημέρα μετά την επαφή. Καλό όμως είναι να υποβαλλόμαστε σε έλεγχο με self test μία φορά την ημέρα από την 3η μέχρι και την 7η ημέρα από την επαφή.
Bio
H Γεωργία Γκιούλα είναι αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιατρικής Μικροβιολογίας, Ιατρικού Τµήµατος, Α.Π.Θ., µέλος του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Γρίπης Β. Ελλάδος-επίσηµο Ευρωπαϊκό Κέντρο Εκπαίδευσης Γρίπης του European Centre for Disease Prevention and Control (ECDC)-, µέλος του GISN (Global Influenza Surveillance Network) κι εκπρόσωπος στο ECDC και του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας και υπεύθυνη του Ηπατολογικού Εργαστηρίου, της Β’ Παθολογικής Κλινικής Α.Π.Θ., ΓΝΝΘ «Ιπποκράτειο»| ggioula@auth.gr