Νιώθεις καμιά φορά ότι ανθρώπους σαν την Αφροδίτη Παναγιωτάκου δεν μπορείς να τους χωρέσεις σε σχήματα, λέξεις και παραγράφους. Κάνω μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης ενός ενεργού ηφαιστειακού υπεδάφους και τα κομμάτια που δεν είναι λάβα πυρακτωμένη τα κάνω λόγια. Η Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια συνεχούς εργασίας, αλλά θεωρεί ότι το καλύτερο πράγμα που έχει κάνει στη ζωή της είναι οι δύο κόρες της, τις οποίες απέκτησε με τον συνοδοιπόρο της ζωής της, Αντώνη Παπαδημητρίου, Πρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση. Επειδή το σύμπαν της είναι η δική της χώρα των θαυμάτων, ας διευκρινίσω ότι το τακτοποιημένο, το όμορφο και το καθωσπρέπει δεν υπάρχουν στη γλώσσα της. Αντίθετα, την Αφροδίτη την εντοπίζεις πίσω από ρωγμές, κάτω από το χαλασμένο, δίπλα στο χάος και την καταστροφή. Εκεί ακριβώς αναπνέει, εμπνέεται και δημιουργεί.
Αυτό το δήθεν «είμαστε μια υπέροχη οικογένεια», που κατατρέχει την ελληνική κοινωνία, είναι μία από τις μεγαλύτερες κατάρες. Θέλω να τελειώνουμε με την αγία ελληνική οικογένεια, γιατί δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ.
Τα Ιωάννινα
«Η αφετηρία μου. Εάν πάω πολύ πίσω, προκύπτουν εικόνες που δεν είναι δικές μου, αλλά γεννήθηκαν μέσα από τις ιστορίες που άκουγα από τη μητέρα μου. Μπορεί να βρεθώ στην εποχή του Αλή Πασά ή όταν τα Ιωάννινα ήταν το κέντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, σε μία εποχή που ο κυβερνήτης του δεσποτάτου αναγνώριζε τη σπουδαιότητα των Γραμμάτων, οπότε στην αυλή του υπήρχαν μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Ιωάννης Βηλαράς. Οι ιστορίες μου σχετίζονται με την παράδοση των Ιωαννίνων στα Γράμματα, αλλά και στα γρόσια, που αντιστοιχούν στους μεγάλους ευεργέτες που έφυγαν από τον τόπο τους, πλούτισαν μέσα από το εμπόριο και κατόπιν ευεργέτησαν την πατρίδα τους. Οπότε υπήρχαν τα άρματα, τα γρόσια και τα Γράμματα. Στα άρματα είμαι μονίμως κι εγώ η ίδια, ετοιμοπόλεμη μετά βεβαιότητας. Το διδακτορικό της μητέρας μου αφορούσε στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι, όπου η κουζίνα μας ήταν βιβλιοθήκη και στα μπάνια υπήρχαν ράφια, όπου έβρισκες όποιο βιβλίο μπορούσες να φανταστείς. Η μητέρα μου, με τρία παιδιά, έκανε τη διατριβή της στο τραπέζι της κουζίνας. Από εκείνες τις ιστορίες πέρασα σε άλλη περίοδο, όταν τα Ιωάννινα ήταν πολυπολιτισμικό κέντρο, χάρη και στην Εβραϊκή Κοινότητα που είχε μεγάλη αξία για την πόλη - με όλο τον πόνο που επέρχεται από τον ξεριζωμό της, λόγω του Ολοκαυτώματος και της άγριας απαγωγής τους για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπήρχαν εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές, κι αυτό κάτι σημαίνει ως προς το από πού προέρχεται ο καθένας μας. Αυτό είμαι εγώ.
Έπειτα, οι ιστορίες που πάντα με ακολουθούν και τις λέω σαν να είναι δικές μου είναι εκείνες που αφορούν στον παππού μου, στη γιαγιά μου, στη μάνα μου. Ένας λεβέντης παππούς, πολύ κάθετος στις απόψεις του, μερακλής, που μου έλεγε: “Δεν εμπιστεύεσαι άνθρωπο που δεν πίνει και δεν τραγουδάει”. Και πράγματι, δεν εμπιστεύομαι άνθρωπο που δεν πίνει και δεν τραγουδάει, απλά πράγματα. Υπάρχει ένα σαφές υπονοούμενο στη ρήση του παππού, καθώς αυτός ο άνθρωπος δε θα εκτεθεί και δε θα ανοιχτεί ποτέ, θα έχει πάντα έναν φόβο σύνδεσης, κι εγώ δε θέλω ανθρώπους που έχουν φόβο σύνδεσης. Δε μου αρέσουν. Εκείνος ο παππούς αγαπούσε τη μουσική και αναγνώρισε τον δικό μου καημό γι’ αυτήν. Ήρθε ένα βράδυ στο σπίτι, έβγαλε τα χρήματα από την τσέπη του, τα μέτρησε πάνω στο τραπεζομάντιλο της κουζίνας και είπε: “Πρέπει να πάρετε πιάνο στο παιδί, γιατί θα αρρωστήσει”. Έκτοτε, εκείνο το τραπεζομάντιλο το κουβαλάω σε όποιο σπίτι κι αν πηγαίνω, μέχρι σήμερα. Ένας παππούς αριστερός, άθεος, που φρόντισε να σπουδάσουν οι κόρες του, που, όταν πάγωνε η λίμνη, πήγαινε με ποδήλατο στο νησάκι, προσωπικότητα larger than life, ακραία συναισθηματικός. Επειδή η μητέρα μου δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, είμαι από τα παιδιά που μεγάλωσαν με τον παππού και τη γιαγιά».
Οι γονείς
«Ο πατέρας μου, Αθηναίος, με καταγωγή από τη Μάνη. Χαρισματικός, έξυπνος και ωραίος πάνω από τον μέσο όρο, αδιανόητα αυταρχικός, ακραίος και δύσκολος, αλλά με έναν τρόπο, πολύ σαφής. Χώρισε από τη μητέρα μου, επομένως είχαμε τις συνηθισμένες ιστορίες διαζυγίου. Όλως παραδόξως, αισθάνομαι ότι του μοιάζω στον τρόπο τακτοποίησης της σκέψης και εκφοράς του λόγου. Ο πατέρας μου ήταν μεν περιοριστικός, αλλά ιδιόρρυθμος και γοητευτικός. Εμένα μου αρέσουν οι ιδιόρρυθμοι άνθρωποι, και όχι οι κανονικοί, δεν αδικώ τη μάνα μου που τον ερωτεύτηκε. Η μητέρα μου, επίσης χαρισματική προσωπικότητα, που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται το σύμπαν, γέμιζε αμφιθέατρα στα μαθήματά της. Ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό να την ανταγωνιστώ. Ήμασταν εκεί για να την υποστηρίξουμε, όχι υποφέροντας, αλλά γιατί ξέραμε ότι αυτό έπρεπε να κάνουμε. Βλέπαμε μία γυναίκα που με τα παιδιά της γινόταν πιο δυνατή, κι αυτό κάναμε, ήμασταν με το μέρος της. Σήμερα, έχει ουσιαστική σχέση με τις κόρες μου, αλλά δε θα αφήσει τα συνέδριά της για τις εγγονές της».
«Ήμουν εύκολο παιδί. Τους κανόνες του πατέρα μου δεν τους θεωρούσα κανόνες, αλλά μέρος της ζωής μας. “Δε βλέπεις τηλεόραση, είναι σκουπίδι. Δεν κοιμάσαι μετά τις 8:30 το πρωί”. Οι κανόνες του δεν αφορούσαν στο διάβασμα, αλλά στο να έχουμε περιέργεια για τα πράγματα, να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, να σεβόμαστε τον μόχθο. Από την άλλη, βέβαια, εμένα φίλοι μου ήταν τα αλητάκια. Ήμουν πάντα στα καπνιστήρια, χωρίς να καπνίζω. Δεν το ’χα με τα καθωσπρέπει παιδιά του σχολείου. Έλεγα ότι ήμουν απουσιολόγος και δε με πίστευαν. Δε διάβαζα σχολικά βιβλία στο σπίτι μου. Μπορεί να μη με χώραγαν η τάξη και το θρανίο, να μην μπορούσα να σταθώ, αλλά παρακολουθούσα».
Μετάβαση/Αθήνα
«Την Αθήνα τη γνώριζα, ήταν το πατρικό του πατέρα μου εδώ. Στις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου, κάθε Παρασκευή, μόλις τέλειωνα το σχολείο, στις 15:15 έπαιρνα το ΚΤΕΛ, έφτανα στις 22:30 στην Αθήνα, έκανα μαθήματα πιάνου και αρμονίας στις 8:30 κάθε Σάββατο, τελείωνα στις 14:00 και στις 15:15 έπαιρνα το λεωφορείο της επιστροφής από το ΚΤΕΛ Κηφισού. Ποτέ δε με προβλημάτισε η ταλαιπωρία. Το θέμα μου δεν ήταν να έρθω στην Αθήνα, αλλά να φύγω από το σπίτι μου. Έκανα υπομονή και μετρούσα μέρες. Η σχέση μου με την Αθήνα είναι όπως οι λάθος έρωτες. Έχω λατρέψει, αλλά παράλληλα απεχθάνομαι, κάθε γωνιά της. Έτσι είναι οι έρωτες: “Σε σιχαίνομαι, αλλά μη φεύγεις”. Έζησα φανταστικά φοιτητικά χρόνια. Έχω ξενυχτήσει για πέντε ζωές κυριολεκτικά. Θυμάμαι να παίζω μουσική στο “Εν Δελφοίς” και να δίνω μάθημα κατευθείαν στις 9 το πρωί. Από τη Βαρβάκειο στην Πανεπιστημιούπολη. Νιώθω ότι υπό άλλες συνθήκες, εάν δεν είχα τους συγκεκριμένους γονείς, το σχολείο θα το είχα παρατήσει. Ήμουν η καλύτερη φοιτήτρια, μπήκα με υποτροφία και φρόντιζα να έχω τον υψηλότερο μέσο όρο, μετά έφυγα στο Λονδίνο, με υποτροφία του Ιδρύματος Μιχελή. Πάντα ήμουν και στα δύο στρατόπεδα, θα καούμε μεν, αλλά δε θα καούμε κιόλας. Σήμερα, δε, μπορώ να πω ότι είμαι και σε 3-4 στρατόπεδα. Με έσωζε πάντα η κουλτούρα τού να μεγαλώνω με τον παππού και τον πατέρα μου. Εκεί που το τερματίζεις, συνέρχεσαι. Την Αθήνα την έχω περπατήσει ολόκληρη. Μπορεί να ήμουν έξω από το σπίτι για 12 ώρες και να χανόμουν. Τώρα που το βλέπω από μακριά, έχω κάνει ωραίες κουβέντες όλα αυτά τα χρόνια στην πόλη, γνώρισα ανθρώπους, μίλησα με πολλούς αγνώστους. Ένα πράγμα όμως ήταν η σταθερά μου: διάβαζα ατελείωτα».
Γυναίκα/Κοινωνία
«Πέρασα στο Πανεπιστήμιο τον Ιούνιο του 1992. Ξεκίνησα να εργάζομαι τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ως ταξιθέτρια. Εκεί πήρα τα πρώτα μου ένσημα. Φέτος, συμπλήρωσα 30 χρόνια συνεχούς δουλειάς. Στα Ιωάννινα, το 1992, βίωσα, μέσω της μητέρας μου, τι σημαίνει χωρισμένη γυναίκα με τρία παιδιά, η οποία εργάζεται στο Πανεπιστήμιο. Ξαφνικά, μία πανεπιστημιακός ήταν απλώς η χωρισμένη γυναίκα. Επειδή, λοιπόν, τότε δεν υπήρχε όλη αυτή η συζήτηση για την υποτίμηση και την κακοποίηση της γυναίκας στην εργασία, και επειδή η μάνα μου ήταν μια γυναίκα που πάλευε συνέχεια, για να κατακτήσει τα όνειρά της, δεν ήξερα και δεν έμαθα να πράττω αλλιώς. Δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι τα πράγματα θα είναι περίπατος. Δεν είχα πλάτες, δεν πήρε κανείς τηλέφωνο για μένα, ούτε στο Ίδρυμα Ωνάση με τακτοποίησε κάποιος. Δούλευα ασταμάτητα, ήμουν καλή σε αυτό που έκανα, γινόμουν χρήσιμη πολύ γρήγορα. Επιπλέον, βαριόμουν εύκολα και δεν καθόμουν καιρό στην ίδια δουλειά. Φρόντιζα να κάνω δουλειές που είχαν αρχή, μέση και τέλος. Φυσικά και γίνονταν όσα συζητάμε σήμερα. Υπήρχαν φορές που ένιωθες μια περίεργη απειλή, εάν ήσουν στο ίδιο ασανσέρ με έναν εργοδότη. Φυσικά και έφευγα τρέχοντας από περιστατικά, και ναι, δεν το είπα τότε σε κανέναν. Χάρη στο φως που πέφτει τώρα στο θέμα αντιλαμβάνεσαι και όλα εκείνα που δεν ήταν εντάξει, στο πλαίσιο του “συμβαίνουν αυτά”. Προσωπικά, ο όρος “παρενόχληση” δε μου αρέσει, γιατί μου θυμίζει τη λέξη “ενόχληση”, ενώ μιλάμε για σοβαρές πληγές σε τέτοιες περιπτώσεις.
«Αυτήν τη στιγμή, κάνουμε στη Στέγη ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους επάνω στο θέμα της παρενόχλησης που ξεκίνησε η Σοφία Μπεκατώρου. Το υπογράφουν η Βάνια Τέρνερ και η Μαρία Σιδηροπούλου, οι οποίες είναι δίπλα στη Σοφία από τις μέρες ακόμη του δικαστηρίου, και θα είναι έτοιμο στα μέσα του 2023. Επιτέλους, μας τρόμαξε το τέρας, το φοβηθήκαμε, όπου ως τέρας τοποθετώ τη βία και την ακύρωση του άλλου, τον τραυματισμό του σε βαθμό ακύρωσης της ίδιας του της ζωής. Καλό είναι, λοιπόν, να ενημερωθούν οι “νοικοκυραίοι” για το προφίλ των ανθρώπων που ασκούν βία, καθώς ο “νοικοκυραίος” θεωρεί ότι αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουν στα “κανονικά” σπίτια με τις δεμένες οικογένειες, εκεί όπου υπάρχουν οι αρχές της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Την ώρα που ο ακραίος βιαστής και εκμεταλλευτής παιδιών είναι ο καθωσπρέπει οικογενειάρχης με την επιχειρησούλα του, που είναι και επίτροπος στην εκκλησία. Αυτό το δήθεν “είμαστε μια υπέροχη οικογένεια”, που κατατρέχει την ελληνική κοινωνία, είναι μία από τις μεγαλύτερες κατάρες. Θέλω να τελειώνουμε με την αγία ελληνική οικογένεια, γιατί δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ».
Μητρότητα
«Το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου είναι οι κόρες μου. Θα ήθελα κι άλλα παιδιά. Εγώ δεν τους περνάω τίποτε, εκείνες μου περνάνε. Τα παιδιά δε ζουν με τις συμβουλές, αλλά με το παράδειγμα. Μου αρέσει που έχουν ισχυρή προσωπικότητα και αναπάντεχη σκέψη και είναι ήδη επαναστάτριες σε όλα τα κοινωνικά θέματα. Έχουν θέση, μιλάνε. Καταλαβαίνω την ελευθερία της σκέψης τους, την αποδοχή: “Είσαι εσύ και τέλος, δε χρειάζεται να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν”. Αυτό θέλω εγώ για τα παιδιά μου, να μην μπαίνουν σε τριπάκι τελειομανίας ή επίδοσης, να μην τσεκάρουν τι τις κάνει σωστές. Δε με ενδιαφέρει να είναι σωστές, με την έννοια της κοινωνικής κατάταξης. Μου αρέσει να είναι τρελές και νομίζω πως είναι και οι δύο θεότρελες. Απολαμβάνω να μιλάω μαζί τους. Δεν έχω παίξει μαζί τους επιτραπέζια, δεν έχω ζωγραφίσει, δεν έχω μαγειρέψει, δεν έχω καμία ενοχή για όλα αυτά, αλλά μιλάω ατελείωτα. Και αν ξενυχτήσουμε συζητώντας, θα στείλω mail στο σχολείο την επόμενη μέρα ότι θα απουσιάσουν. Εξάλλου, και η μάνα μου τα ίδια έκανε. Δεν είχα πάει ποτέ στα Θρησκευτικά και στη Χημεία. Ο θεολόγος δεν ήξερε το πρόσωπό μου».
Mainstream/Pop culture
«Δεν έχω πάει στα μπουζούκια, δε μου αρέσει. Απεχθάνομαι τις μεγάλες πίστες, δεν περνάω καλά, επειδή συνδυάζονται με άλλους όρους, που επίσης απεχθάνομαι, όπως lifestyle, celebrities, influencers, αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, πρώτη θέση στο parking. Σε μία μικρομέγαλη χώρα, όπως η Ελλάδα, η πόζα είναι πανεύκολο πράγμα. Δεν μπορώ να διασκεδάσω εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν μία φοβερή επίγνωση του εαυτού τους. Ακόμη και στο “χάσιμο” υπάρχει μία συνείδηση του “εγώ τώρα είμαι εδώ”. Υπάρχουν, βέβαια, τραγούδια που μου αρέσουν, καλλιτέχνες που εκτιμώ και σέβομαι.
»Επίσης, δε μου αρέσει η τηλεόραση. Δεν έχω συσκευή εδώ και 15 χρόνια, τα παιδιά μου δεν ξέρουν τους ανθρώπους της τηλεόρασης. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν ξέρω τι συμβαίνει. Αν ήταν να δω τηλεόραση, θα έβλεπα trash tv και ριάλιτι, γιατί μου αρέσει να μη σκέφτομαι και ξεκουράζεται το μυαλό μου. Θα δω ταινίες που έχουν αρχή, μέση, τέλος, και όχι σειρές. Βλέπω κατά κόρον feel good movies και blockbusters. Ας πούμε το “Blonde” για τη Marilyn Monroe το είδα μέσα σε 17 μέρες, γιατί είχε μεγάλη διάρκεια. Δε με ενδιέφερε η Monroe, αλλά η Ana de Armas. Ήταν εξαιρετική, έψαξα γι’ αυτήν, είδα συνεντεύξεις της, προηγούμενες ταινίες της, διάβασα για το πώς μεγάλωσε στην Κούβα. Μπορεί να απεχθάνομαι το mainstream, αλλά είμαι φανατική οπαδός της pop κουλτούρας, εκεί βρίσκω την έμπνευση και τις αναφορές για τη Στέγη. Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει καλή pop κουλτούρα, όπως η Αγγλία, η Γαλλία ή η Ιταλία. Αντίθετα, διαθέτει μία βαλκανιομεσογειακή κόπια μιας ξένης προς εμάς κουλτούρας, που φωτίζεται με νεοπλουτισμό και επιδειξιομανία».
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
«Η Στέγη μπήκε στη ζωή μου τη σωστή στιγμή, καθώς ήμουν έτοιμη να φύγω στο Λονδίνο. Προέκυψε η προκήρυξη θέσης το 2009, η οποία ενημέρωνε ότι το Ίδρυμα Ωνάση δημιουργεί έναν νέο πολιτιστικό χώρο. Έστειλα το βιογραφικό μου με τη βεβαιότητα ότι δε θα με πάρουν, γιατί δε γνώριζα κανέναν από το Ίδρυμα. Δεν είχα βύσμα και δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που μπαίνουν σε μαγαζιά με βύσμα, γι’ αυτό και στη Στέγη το μέσον δεν υφίσταται ως φιλοσοφία. Δεν προσλαμβάνουμε ανθρώπους επειδή κάποιος μας τηλεφώνησε. Όσοι δουλεύουμε εδώ -ασχέτως αν εγώ αυτήν τη στιγμή είμαι παντρεμένη με τον Αντώνη Παπαδημητρίου- δεν είχαμε βύσμα. Δεν πέρασα ποτέ τον εαυτό μου ως ωραία και μοιραία, αλλά ότι μου κόβει κι έχω ένστικτο το ξέρω. Κι είμαστε από αυτούς που έχουν στείλει πολλές φορές τα βιογραφικά τους και δεν υπήρχε κανείς να σηκώσει το τηλέφωνο από την άλλη άκρη. Με τους ανθρώπους που συνάντησα στη Στέγη μοιραζόμασταν τις ίδιες σκέψεις και ανησυχίες. Είχαν την τρέλα που θέλω, είπα αμέσως “καλά είμαστε εδώ”. Αλλά η μεγάλη αποκάλυψη ήταν ο πρόεδρος: η ελευθερία που μας έδωσε, η εμπιστοσύνη που έδειξε, έλεγες: “Αποκλείεται αυτό να είναι αληθινό”».
Ελευθερία/Τραύμα/Ρωγμή
Κάπου εδώ προς το τέλος της ηφαιστειακής «αφροδίτειας» δραστηριότητας της επισημαίνω ότι παρατήρησα πως η «ελευθερία» επανέρχεται συχνά στον λόγο της. Το ξέρει… «Μόνο αυτό με νοιάζει. Άλλοι μιλάνε για ευτυχία, εγώ μιλάω για ελευθερία. Τι θέλω για τις κόρες μου; Να είναι ελεύθερες. Να σκέφτονται, να λειτουργούν, να αγαπούν και να αγαπιούνται ελεύθερα, να κλαίνε και να γελάνε, να χάνονται και να βρίσκονται ελεύθερα. Το ξέρω πως δε μου το ’χουν, αλλά εγώ κλαίω ελεύθερα και συγκινούμαι πολύ. Κλαίω στο αυτοκίνητο μόνη μου, και όχι για να με πάρεις αγκαλιά και να με παρηγορήσεις. Το θέμα με τα τραύματα είναι πώς διαχειρίζεσαι το βίωμα. Ή το κάνεις εμπειρία ή το κάνεις τραύμα ή το κάνεις σύμπλεγμα. Τα τραύματά μου τα έχω, τα κουβαλάω και προσπαθώ να μην έχουν αντίστοιχα τραύματα τα δικά μου παιδιά. Έμαθα να γελάω πλέον με τα δράματα. Αποδραματοποίηση. Κατάλαβα πως δε χρειάζεται να είσαι συνέχεια στα άκρα, είτε στα τάρταρα είτε στους επτά ουρανούς. Δεν είναι όλα τόσο σημαντικά, και σε κατάθλιψη να πέσω, θα ξαναβγώ. Δεν κλαίω πάνω απ’ το χυμένο γάλα. Πάμε παρακάτω. Επιπλέον, δε μου αρέσουν οι άνθρωποι χωρίς τραύματα. Οι κάπως “κατεστραμμένοι” άνθρωποι αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας. There is a crack, a crack in everything. That’s how the light gets in. Μου αρέσουν οι ρωγμές και δε θα τις στοκάρω για να μη φαίνονται. Με τη γιαπωνέζικη τεχνική kintsugi φτιάχνουν σερβίτσια από θραύσματα: στα σημεία όπου ενώνονται τα σπασμένα κομμάτια τοποθετείται χρυσός για την ένωσή τους. Τη ρωγμή δεν τη στοκάρω ούτε στα ταβάνια ούτε στην ψυχή. Θυμάμαι το ξύλινο ταβάνι στο σπίτι μας στα Ιωάννινα. Το κοίταζα, είχε ρόζους κι έκανα υποθέσεις σχετικά με το τι μοιάζουν τα σχήματα των ρόζων. Αυτό κάνεις και με τις ρωγμές. Τις κοιτάς και λες: “Δε μοιάζουν με ρίζες;”».
Credits
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΛΑΝΙΔΗΣ (THISISNOTANOTHERAGENCY)
STYLING ΝΑΤΑΛΙΑ ΜΠΑΛΤΑ | BΟΗΘΟΣ ΜΥΡΤΩ ΜΑΡΓΑΡΗ | HAIR & MAKE UP ΘΑΝΟΣ ΜΩΛΟΣ
Κεντρική φωτογραφία: Mπλούζα Loewe | Παντελόνι Givenchy και δερμάτινη καμπαρντίνα Bottega Veneta, όλα Luisa World
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2022