fbpixel

Search icon
Search
Η επέλαση της Μυθοπλασίας: 6+1 tv insiders μας μιλούν για τη νέα εποχή της ελληνικής τηλεόρασης
MAGAZINE

Η επέλαση της Μυθοπλασίας: 6+1 tv insiders μας μιλούν για τη νέα εποχή της ελληνικής τηλεόρασης

Γιατί η ελληνική μυθοπλασία «χρίζεται νικήτρια» μεταξύ άλλων ψυχαγωγικών προγραμμάτων


Eίναι η σεζόν των σίριαλ. Το διαπιστώνει κανείς εύκολα παίζοντας με το τηλεκοντρόλ του. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τα ελληνικά κανάλια επενδύουν σε ιστορίες κάθε είδους: δραματικές, κωμικές, αστυνομικές έως και μεταφυσικές, οι οποίες κερδίζουν τη μερίδα του λέοντος στους πίνακες τηλεθέασης, αφήνοντας αισθητά πίσω τα reality. Οι λόγοι πολλαπλοί. Καταρχάς, το τηλεοπτικό φαινόμενο «Άγριες Μέλισσες» και οι υψηλές επιδόσεις του έκανε πολλούς ν’ αναθεωρήσουν την άποψή τους για το αν μια ελληνική, και μάλιστα καθημερινή, σειρά μπορεί να κάνει τη διαφορά. Έπειτα, οι υποχρεωτικές καραντίνες λόγω της πανδημίας, οι οποίες μας οδήγησαν να επανεκτιμήσουμε την αξία του «λέω μια ιστορία». Εκείνο το διάστημα, αναζητήσαμε υλικό σε όλες τις πιθανές πλατφόρμες περιεχομένου. Και κάπως έτσι φτάσαμε σε μια εποχή που οι ιστορίες που «λέγονται» τηλεοπτικά μάς αφορούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. 

Η Ερτ έδειξε το νέο της πρόσωπο, ο «κοιμισμένος γίγαντας» ξύπνησε, προσφέροντας αφενός σειρές αλλά και αξιοποιώντας διηγήματα Ελλήνων πεζογράφων, μεταφέροντας τη λογοτεχνία στη μικρή οθόνη. Στο Mega, το οποίο έκανε τη μέγιστη επένδυση στη μυθοπλασία, συγκριτικά με τα υπόλοιπα ιδιωτικά κανάλια, βλέπουμε -μεταξύ άλλων- μίνι σειρές που δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από εκείνες του Netflix, ενώ δεν αποκλείεται σε λίγο καιρό να βρουν τον δρόμο τους για τις διεθνείς αγορές. 

Ο Αnt1 συνεχίζει να έχει το credit της αδιαμφισβήτητης επιτυχίας των «Άγριων Μελισσών», σε σενάριο των ιδιοφυιών Μελίνας Τσαμπάνη και Πέτρου Καλκόβαλη και σκηνοθεσία Λευτέρη Χαρίτου. Ο Alpha επενδύει και σε άλλες τυπολογίες προγραμμάτων, αλλά ποιος μπορεί να ξεχάσει πως είναι ένα κανάλι που στήριξε τη μυθοπλασία, δημιουργώντας συνήθειες και κλείνοντας σταθερό ραντεβού με τους τηλεθεατές του; Ένα γεγονός, πάντως, που μας χαροποιεί ιδιαίτερα είναι πως σκηνοθέτες οι οποίοι εργάστηκαν και αγαπούν τον κινηματογράφο εισρέουν στην τηλεοπτική μυθοπλασία, με αποτέλεσμα να παρακολουθούμε σίριαλ με κινηματογραφικές προδιαγραφές. 

Από την άλλη, ήταν ευτύχημα ότι, μετά τη Μαρία Κίτσου και τον Γιώργο Γάλλο, οι οποίοι έχουν κολλήσει πολλά ένσημα στο θεατρικό σανίδι, όλο και περισσότεροι ηθοποιοί με θεατρικές περγαμηνές λένε το μεγάλο «ναι» στην τηλεόραση, κι έτσι απολαμβάνουμε μια νέα τηλεοπτική γλώσσα που φέρει θεατρικά θεμέλια. Να συμπληρώσουμε στα παραπάνω την αμέριστη συμμετοχή του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας, που με τη στήριξή του στους παραγωγούς συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία πολλών σειρών μυθοπλασίας, καθώς χωρίς την ενίσχυσή του θα είχαμε πολύ λιγότερες απόπειρες δημιουργίας τηλεοπτικών σίριαλ. Πάντως, στο ρεπορτάζ που κάναμε σχετικά με την επικράτηση των σειρών στην τηλεθέαση, ένας ισχυρός παραγωγός, ο οποίος υπογράφει δύο τεράστιες επιτυχίες αυτήν τη στιγμή, δήλωσε πως τίποτε δεν έχει κριθεί ακόμη, δεδομένου ότι αναμένονται οι πρεμιέρες του «Master Chef» και του «Survivor», τον Ιανουάριο του 2022. 

Παρατηρώντας την επέλαση της μυθοπλασίας, συναντήσαμε τους διευθυντές προγράμματος της Ερτ, του Alpha και του Mega, δύο κατεξοχήν θεατρικές ηθοποιούς, μία ηθοποιό που αγάπησε εξίσου το θέατρο και την τηλεόραση -στην οποία μάλιστα έκανε ντεμπούτο το 1971- αλλά κι έναν πολυσυζητημένο σκηνοθέτη, οι οποίοι απάντησαν σε κάθε μας ερώτημα σχετικά με τη νέα τηλεοπτική πραγματικότητα.

Κάτια Δανδουλάκη, Ηθοποιός

2to-kainourgio-paidi-6.jpg

«Η πρώτη μου επαφή με τη μυθοπλασία στην τηλεόραση ήταν το 1975, με το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” του Νίκου Καζαντζάκη, σε σενάριο Νότη Περγιάλη, και ακολούθησαν το 1977 “Οι Πανθέοι” του Τάσου Αθανασιάδη, σε διασκευή του Τάκη Χατζηαναγνώστου. Εντοπίζω, λοιπόν, μια ειδοποιό διαφορά στις μεταφορές μυθιστορημάτων στο παρελθόν και στο σήμερα. Η ισορροπία μεταξύ συγγραφέα και διασκευαστή-σεναριογράφου ήταν πολύ ευαίσθητη παλαιότερα. Γινόταν μια λεπτή ανάθεση από τον συγγραφέα στον σεναριογράφο, αλλά δεν είχαμε ανατροπές, πέραν της συγκεκριμένης δομής του μυθιστορήματος. Αυτό που βλέπω ως διαφορά σήμερα είναι ότι, με την ανάθεση, ο σεναριογράφος έχει πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες, τόσο στη δομή όσο και στους χαρακτήρες. Τότε ήταν πιο πιστή η μεταφορά. Τώρα, ζούμε στην εποχή των ανατροπών και οι κύκλοι ενός μυθιστορήματος αναπτύσσονται ανάλογα, ώστε να καλυφθεί μια ολόκληρη τηλεοπτική σεζόν. Είναι η εποχή που θέλει “ανατροπή στην ανατροπή” για να περιμένει ο τηλεθεατής το επόμενο επεισόδιο.

Το καθημερινό σίριαλ γεννάει την ανάγκη της συνήθειας, ενώ το εβδομαδιαίο στην εποχή μας, λόγω του καταιγισμού της πληροφορίας που δεχόμαστε, μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε σε ποιο σημείο είχε μείνει η σειρά. Άρα, τα κανάλια θέλουν να δημιουργήσουν αυτήν την καθημερινή, αγαπημένη συνήθεια. “Όταν επιστρέψω, θα δω…” “Όταν τελειώσω τις δουλειές, θα δω…” - έτσι μπαίνει στο πρόγραμμά σου το σίριαλ. Το κανάλι σού δημιουργεί την ανάγκη και φυσικά η τηλεθέαση δε θα ήταν τόσο υψηλή σ’ ένα εβδομαδιαίο ραντεβού.

Σήμερα, έχουμε υπερπροσφορά σε σίριαλ αλλά, όταν κάποια στιγμή επέλθει κορεσμός και σε αυτό, θα έχουμε ένα νέο είδος, που θα πρέπει ο κόσμος και πάλι να το ακολουθήσει. Είναι κύκλοι. Ευτυχώς, φέτος αναπνέουμε με τη μυθοπλασία, ταξιδεύουμε με ιστορίες, αλλά μπορεί σε μερικά χρόνια να το βαρεθούμε κι αυτό ή η επόμενη γενιά να θέλει άλλα πράγματα».

Οι «Άγριες Μέλισσες» έδωσαν ένα ουσιαστικό άνοιγμα στη μυθοπλασία, με εξαιρετικό σενάριο, και επιπλέον βρήκαν ένα κοινό εξοντωμένο από τα ριάλιτι. Άνοιξε μια πόρτα και αξιοποιήθηκαν ελληνικά μυαλά σε όλους τους τομείς και όχι ξένες πατέντες.

Θοδωρής Παπαδουλάκης, Σκηνοθέτης «Κομάντα και Δράκοι», Mega

papadoulakis.jpg

«Η αφήγηση ιστοριών είναι στη φύση του ανθρώπου. Με ιστορίες αφηγούμαστε τα κατορθώματα των ηρώων μας, βάζουμε τα παιδιά μας για ύπνο, διασκεδάζουμε την παρέα μας. Πάντα ήταν και θα είναι ανθρώπινη ανάγκη η μυθοπλασία, μας ταξιδεύει! »

Η Κρήτη είναι ο τόπος μου. Τον γνωρίζω καλά και είναι πηγή έμπνευσης για εμένα, η ιστορία που κουβαλάει, αλλά κυρίως οι άνθρωποι που τον κατοικούν. Είναι έντονοι και ξεχωριστοί οι Κρητικοί, όσο τοπικιστικό κι αν ακούγεται. Έχουν ιδιαιτερότητες και τις διατηρούν στο πέρασμα του χρόνου. Η Κρήτη έχει μια αυθεντικότητα, που δύσκολα τη συναντάς σήμερα, σε άλλα μέρη. Ίσως γι’ αυτό και να ξεχωρίζει στην προτίμηση των τηλεθεατών. Μας λείπει και μας έλκει το αυθεντικό. Ως παιδί και έφηβος δεν έβλεπα και τόσο σειρές. Κυρίως διάβαζα κόμικς και έβλεπα κινηματογράφο. Μικρό, με ιντρίγκαραν οι σούπερ ήρωες, όπως ο Superman. Ως ενήλικας, έχω κολλήσει κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε, με δημοφιλείς σειρές όπως το “Breaking Bad”, το “Lost” και άλλες, οι οποίες ανέβασαν πολύ τον πήχη στη μυθοπλασία με κινηματογραφική αφήγηση και παραγωγή».

«Η μυθοπλασία στην τηλεόραση δε θεωρώ ότι σταμάτησε οικειοθελώς. Νομίζω ήταν κυρίως οικονομικοί οι λόγοι για την απουσία της τα τελευταία χρόνια».

Μαρία Πρωτόπαππα, Ηθοποιός, «Σασμός», Alpha

2maria-protopappa.jpg

«Η τηλεόραση είναι ένα εργαλείο. Δεν τη φοβάμαι όταν είναι σε καλά χέρια, σε ανθρώπους που σέβονται τον αποδέκτη και τον συνεργάτη. Συχνά μου έχει αρέσει, αλλά πάσχει κυρίως στο σενάριο και στους διαλόγους. Αυτό εξετάζω αρχικά, όσο και τους συνεργάτες, την παραγωγή και τον σκηνοθέτη, τους χρόνους, τις απαιτήσεις, τα οικονομικά, και φυσικά, τους ηθοποιούς. Είναι βέβαια και η στιγμή. Εξαρτάται σε τι φάση με βρίσκει μια πρόταση, εάν έχω βαρύ πρόγραμμα ή όχι.

Στον “Σασμό” είπα “ναι”, γιατί έμαθα πως ο στόχος ήταν να υπάρχουν συνάδελφοι που μιλάμε πάνω κάτω την ίδια γλώσσα και μου άρεσε το σκεπτικό του σκηνοθέτη Κώστα Κωστόπουλου και της casting director, Μιράντας Ρωσταντή. Μου έδιναν ό,τι χρειαζόμουν, θεώρησα πως έχω να κάνω με έξυπνους και ικανούς επαγγελματίες. Υποκριτικά έμαθα πως η “Μαρίνα” έχει απαιτητικές σκηνές, είναι ρόλος με μακρά διαδρομή, πορεία και μεταβολές.

Ξέρω ότι οι τηλεθεάσεις είναι σοβαρό ζήτημα, γιατί διαμορφώνουν την αγορά, αλλά δεν μπορώ να τις ελέγξω, δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ και εξάλλου δεν εργάζομαι συχνά στην τηλεόραση. Προσπαθώ για την ποιότητα της δουλειάς μου, όσο είναι δυνατόν, κάθε στιγμή. Δε θα μου πρόσφερε κάτι να κάνω προγνωστικά σχετικά με την τηλεθέαση. Εξάλλου, δεν παρακολουθώ τον παλμό, που λένε, δεν είμαι πια τηλεθεατής. Προτιμώ να πράττω αντί να βλέπω.

Η τηλεόραση πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστική και να “κρατήσει”. Οι τηλεθεατές χρειάζονται καλή παρέα, ψυχαγωγία, παραμύθια και ποιοτικό χρόνο χαλάρωσης, χρήσιμα ερεθίσματα για αυτοβελτίωση και αισθητική. Η Τέχνη -εάν μπορούμε να μιλάμε για Τέχνη στην τηλεόραση- είναι ένας τρόπος να ενωθούν οι άνθρωποι, να αποκτήσουν κοινές αναφορές, να σκέφτονται μαζί ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα. Αυτό είναι ηρεμιστικό και ιαματικό. Και έτσι όπως όλοι κλεινόμαστε μετά τις υποχρεώσεις μας ο καθένας σπίτι του, όλο και περισσότερο τα τεχνικά μέσα γίνονται πιο απαραίτητα για τον παραπάνω λόγο.

Με τον Δημήτρη Ήμελλο μοιάζει σαν να δουλεύουμε μαζί από παλιά. Παρόλο που στα γυρίσματα οι χρόνοι είναι συχνά πιεστικοί, νιώθω σαν να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, να επιτρέπουμε τις πρωτοβουλίες, αλλά και λίγη τρέλα, λίγη ανυπακοή. Είναι ωραία να είσαι δημιουργικός με τον Δημήτρη, νιώθω τυχερή, γιατί με εμπνέει να του απευθύνομαι, έχει μεράκι κι αγάπη για τη δουλειά, την οποία κάνει με πάθος και αυστηρότητα μαζί».

«Η στροφή των καναλιών προς τη μυθοπλασία πυροδοτήθηκε, μάλλον, από την ανάγκη του κοινού γι’ αυτήν, αλλά και για να διεκδικήσουν θεατές από τις πλατφόρμες που μονοπωλούν τον χρόνο θέασης των χρηστών του διαδικτύου».

Χρήστος Κόμπος, Διευθυντής Προγράμματος Alpha

«Ο προγραμματικός διχασμός μεταξύ “μυθοπλασίας” και “reality” είναι κάτι που, καλώς ή κακώς, συζητιέται με τόση θέρμη μόνο στην Ελλάδα ακόμη. Ο ALPHA ήταν, και θα επιδιώξουμε να είναι και στο μέλλον, ένα κανάλι γενικής στόχευσης, με πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα. Ισορροπώντας μεταξύ μυθοπλασίας και entertainment, θα προσπαθήσουμε να προσφέρουμε κάτι ενδιαφέρον για όλους τους τηλεθεατές και όλες τις στιγμές της καθημερινότητάς τους.

Κάθε σειρά έχει δικά της κοινά, οπότε δεν υπάρχει ένα συμπαγές “κοινό μυθοπλασίας”. Αν έπρεπε ωστόσο να εντοπίσουμε κάποια πολύ γενικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που επιλέγουν κυρίως μυθοπλασία, θα λέγαμε πως πρόκειται για ένα ενήλικο κοινό, με έμφαση στις γυναίκες 35 έως 55-60 ετών, από όλα τα μέρη της Ελλάδας και σαφώς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Τα reality έχουν ως αιχμή τους κυρίως τα πιο νεανικά κοινά, ηλικίας 15-35. Ο “Σασμός” είναι μια σειρά με ευρεία απήχηση, αλλά προτιμάται ιδιαίτερα από τις γυναίκες μεταξύ 25 έως 55 ετών. Οι οικογενειακές μας κωμωδίες είναι αγαπητές από ένα πιο crossover ηλικιακά κοινό.

Ο λόγος που τα κανάλια έχουν επιλέξει δραματικές σειρές σε καθημερινή βάση είναι το κόστος και ο “θόρυβος”. Είναι, πλέον, αρκετά δύσκολο να είναι βιώσιμo, από οικονομικής πλευράς, ένα εβδομαδιαίο σίριαλ για ένα κανάλι στην υπάρχουσα αγορά. Τα resources είναι περιορισμένα, η διαφημιστική δαπάνη με “ταβάνι”, τα ratings κατακερματισμένα εξαιτίας του διαρκώς αυξανόμενου ανταγωνισμού. Περισσότερα επεισόδια σημαίνουν χαμηλότερο κόστος ανά επεισόδιο. Ο “θόρυβος” έχει να κάνει με την υπερπροσφορά περιεχομένου που καθιστά πλέον πολύ δύσκολο στον τηλεθεατή, αρχικά, να εντοπίσει και δευτερευόντως να δώσει χρόνο σε μια σειρά ή ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα που μεταδίδεται μία φορά την εβδομάδα για μία ώρα. Όσος περισσότερος on air χρόνος, λοιπόν, για ένα νέο σίριαλ, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να εντοπιστεί και ακολούθως να αγαπηθεί από το κοινό.

Η ρητορική περί “απόλυτης νίκης” της μυθοπλασίας, των reality, της τάδε εκπομπής, του δείνα παρουσιαστή, είναι κάτι που ιδεολογικά με βρίσκει αντίθετο. Δε γίνεται κάποιος πόλεμος ούτε παίζουμε σε πρωτάθλημα. Οι “απόλυτες κυριαρχίες” σε μια υγιή αγορά είναι συνήθως συγκυριακές και με κυκλικότητα, την οποία για διάφορους λόγους τείνουμε να “ξεχνάμε” ή να παραβλέπουμε. Είναι γεγονός πως ύστερα από χρόνια κυριαρχίας των reality, η μυθοπλασία δείχνει να παίρνει προβάδισμα στις πρώτες θέσεις των τηλεθεάσεων. Αυτό έχει συμβεί και στο παρελθόν και το πιθανότερο είναι να συμβεί και στο μέλλον. Ως επαγγελματίες που δημιουργούμε περιεχόμενο, οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες των τηλεθεατών τη δεδομένη στιγμή και να προσαρμόζουμε το πρόγραμμά μας σε αυτές, βασίζοντας, ωστόσο, πάντα τις όποιες επιλογές μας στη γενικότερη στρατηγική τοποθέτηση του μέσου στο οποίο εργαζόμαστε».

«Ζούμε σε μια τόσο δυναμική και ρευστή εποχή, οι ανάγκες και οι προτιμήσεις των τηλεθεατών αλλάζουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς, που η “τάση” είναι κάτι σχετικό και αποπροσανατολιστικό σε βάθος χρόνου». Χρήστος Κόμπος

Λυδία Φωτοπούλου, Ηθοποιός, «Η Τούρτα της Μαμάς», Ερτ1

2cl8b5819-final.jpg

«Ήμουν παιδί του θεάτρου, εκεί είχα ταχτεί και δούλευα συνέχεια. Η ελάχιστη τηλεόραση που έκανα (“Τα ψάθινα καπέλα”, 1995, Ετ1 & “Το Δέκα”, 2007, Alpha) ήταν σε θεατρικά διαλείμματα, γιατί μου είναι αδύνατον να κάνω και τα δύο μαζί. Βέβαια, υπήρχε στη γενιά μου η άποψη ότι η τηλεόραση μπορεί να σε τυποποιήσει και να μην μπορείς να κάνεις όσα επιθυμείς στο θέατρο.

Η μόνη δεύτερη σκέψη που είχα όταν μου πρότειναν τη “Μαριλού” στην “Τούρτα της Μαμάς” (σ.σ. η απελευθερωμένη γιαγιά της οικογένειας, με αστική καταγωγή, κοκέτα, παλιά οπαδός του Πασόκ, με συμπυκνωμένη γνώση και κουλτούρα, οπαδός του σεξ και των νεότερων εραστών, δε φοβάται και δεν πανικοβάλλεται ποτέ) ήταν αν θα κατάφερνα να μην προδώσω αυτόν τον χαρακτήρα. Όταν μυρίστηκα, διαβάζοντας τα σενάρια, τι είναι αυτή η γυναίκα, δεν μπορούσα να την αφήσω από τα χέρια μου. Μου άρεσε φοβερά η ελευθερία και ο σουρεαλισμός της. Έχω μεγαλώσει, είμαι άνθρωπος χορτάτος από το θέατρο και το ότι θα έκανα έναν τέτοιο χαρακτήρα ήταν για μένα ευτυχία. Εξάλλου, όλοι μας έχουμε ένα κομμάτι μέσα μας που θα αγαπούσε να “σπάσει” οτιδήποτε μικροαστικό ή στενόμυαλο υπάρχει γύρω του, όπως η Μαριλού.

Ένας λόγος που έκανα το συγκεκριμένο σίριαλ είναι και η Ερτ, η κάλυψη δηλαδή ενός δημόσιου φορέα. Οι κινήσεις της, τα δύο τελευταία χρόνια, είναι απίστευτες, συμπεριλαμβανομένης και της πλατφόρμας Ertflix. Είμαι πεπεισμένη πως, αν η “Τούρτα της Μαμάς” προβαλλόταν από ένα ιδιωτικό κανάλι, θα γινόταν χαμός. Κι όμως, εμένα με χαροποιεί που η δημόσια τηλεόραση κάνει τέτοια βήματα: είναι πολύ ωραίο που η συγκεκριμένη οικογένεια λατρεύει τον ομοφυλόφιλο γιο της, αποδέχεται τη μοναδικότητά του, μιλάει γι’ αυτό -όπως και για χίλια άλλα πράγματα που θίγονται- και όλα γίνονται φυσικά και ανεπιτήδευτα. Εάν, λοιπόν, το σίριαλ δεν ήταν στην ΕΡΤ, θα το σκεφτόμουν διπλά να πω “ναι” στην πρόταση.

Τα νούμερα τηλεθέασης καταρχήν δεν απασχολούν την ΕΡΤ. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτά. Εξάλλου, αυτό το τεράστιο άνοιγμα της δημόσιας τηλεόρασης είναι καινούριο και είναι φυσικό να κερδίζει σιγά σιγά τον κόσμο της».

«Τελευταία, ειδικά στην καραντίνα, είδαμε πολλές σειρές, γι’ αυτό και τα κανάλια επενδύουν σε αυτές. Από τη στιγμή που ηθοποιοί όπως η Julianne Moore ή η Kate Winslet κάνουν σίριαλ, είναι λογικό η τάση να έρθει και στην Ελλάδα, και μάλιστα έγινε μια ωραία μείξη θεατρικών ηθοποιών με την τηλεόραση».

Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου, Γενικός Διευθυντής Προγράμματος Ερτ

dsc-3951.jpg
Φωτογραφία: Ολυμπία Κραγασάκη

«Η μυθοπλασία διαχρονικά αποτελούσε σημαντικό μέρος του προγράμματος. Δυστυχώς, τα τελευταία, πολλά, χρόνια απείχε από αυτό το είδος. Η τελευταία φορά που είχε εντάξει στο πρόγραμμά της καθημερινή σειρά -πριν από το “Χαιρέτα μου τον πλάτανο” που άρχισε να προβάλλεται πέρσι- υπήρξε το 1999.

Εντάσσοντάς την στη λίστα των παραγωγών μας, στόχος μας: να γελάσει, να συγκινηθεί, να χαλαρώσει, να θυμηθεί και να μάθει ο Έλληνας. Η ποιοτική κωμωδία υπήρξε, πράγματι, μια από τις προτεραιότητές μας, καθώς ήδη στην πρώτη έρευνα που έκανε η νέα διοίκηση, το 2019, στο βασικό ερώτημα “ποια τυπολογία προγράμματος θα ήθελαν οι πολίτες να δουν από την Ερτ προέκυψε μακράν η κωμωδία. Πάντα την έχουμε ανάγκη, πόσο μάλλον σε συνθήκες πανδημίας.

Δημιουργήσαμε δύο καθημερινά σίριαλ. Δεν έγινε για λόγους ανταγωνισμού, αλλά πρωτίστως για να ξαναμπεί το κανάλι ως συνήθεια στις επιλογές του τηλεκοντρόλ. Η έρευνα του 2019 έδειξε ότι για το 30% των τηλεθεατών, η Ερτ δεν υπήρχε καν ως επιλογή στο ζάπινγκ, τη στιγμή που το ποσοστό είναι μονοψήφιο για τα ιδιωτικά κανάλια. Έπρεπε, λοιπόν, να βρούμε τον τρόπο για να ξαναδοκιμάσουν οι πολίτες τη δημόσια τηλεόραση και να συνδεθούν μαζί της. Αυτόν τον στόχο είχε η επιλογή των καθημερινών σειρών.

Προσκαλέσαμε λοιπόν, για πρώτη φορά τους παραγωγούς να καταθέσουν προτάσεις, προκειμένου να δημιουργήσουμε μίνι σειρές βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα. Παράλληλα, κάναμε τις “Καρτ ποστάλ”, από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ. Πρόκειται για σειρές υψηλού κόστους, αλλά και υψηλής αισθητικής, καθώς αυτό που εξαρχής επιδιώξαμε είναι να πετύχουμε αληθινά κινηματογραφικές συνθήκες στην παραγωγή τους, προκειμένου να επιχειρήσουμε ακόμη και την εξαγωγή τους, εκτός βέβαια της υπεραξίας που προσδίδουν στη βιβλιοθήκη της Ερτ, που αποτελεί παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Προφανώς, η μεταφορά λογοτεχνικών έργων στην τηλεόραση κοστίζει πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλα είδη μυθοπλασίας, ιδίως όταν αναφερόμαστε σε έργα εποχής. Έχουν μεγάλες απαιτήσεις και πολύ υψηλά πρότυπα παραγωγής.

Με τις νέες σειρές μυθοπλασίας επέστρεψε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση ένα μέρος του κοινού που απείχε από αυτήν για πολλά χρόνια. Μην ξεχνάμε και την πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα επισκεψιμότητα -η οποία δεν καταγράφεται στα νούμερα τηλεθέασης- που έχει κατακτήσει η ψηφιακή μας πλατφόρμα Ertflix, στην οποία κάθε μήνα εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούν στον χρόνο που εκείνοι επιθυμούν τις νέες μας σειρές. Προφανώς έχει αυξηθεί και το ποσοστό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στη διαφημιστική πίτα και μάλιστα οι ζώνες της μυθοπλασίας κερδίζουν τη μερίδα του λέοντος της διαφήμισης».

«Ήταν καιρός ο κοιμισμένος γίγαντας να ξυπνήσει και να μας αφηγηθεί ιστορίες, όπως μόνο η Ερτ γνωρίζει. Με σεβασμό στον πολιτισμό του λόγου, με γνώση της τεχνικής και της τέχνης της εικόνας, και κυρίως με σύγχρονη ματιά. Ιστορίες που πρωτίστως σέβονται τους τηλεθεατές».

Κώστας Σούσουλας, Διευθυντής Προγράμματος Mega

dsc-3549.jpg
Φωτογραφία: Ολυμπία Κραγασάκη

«Έχουμε την τιμή να είμαστε οι συνεχιστές μιας βαριάς κληρονομιάς στη μυθοπλασία από το Mega, και παρά το κενό που υπήρξε, τα χαρακτηριστικά του καναλιού παρέμεναν στη θέση τους και στρατηγική μας σκέψη ήταν να τα αναμοχλεύσουμε και να τα φέρουμε στην επιφάνεια. Πιστεύω στη δύναμη της μυθοπλασίας και των καλών ιστοριών, αλλά δεν πιστεύω στη μονομερή της διαχείριση. Ένα κανάλι χρειάζεται και άλλα πράγματα, ωστόσο ένα σίριαλ δημιουργεί συνήθεια και δεσμό με τον τηλεθεατή. Αν εκείνος αγαπήσει μια σειρά, πολύ δύσκολα την εγκαταλείπει για να παρακολουθήσει οποιοδήποτε άλλο ψυχαγωγικό πρόγραμμα.

Τα κοινά που παρακολουθούν τη “Γη της Ελιάς” και τους “Συμπέθερους από τα Τίρανα”, σίριαλ πολύ μαζικής απήχησης στο κοινό 15-55, έχουν κοινά γνωρίσματα. Παρατήρησα, ωστόσο, ότι το δεύτερο, που είναι κωμωδία, προσέλκυσε ακόμη περισσότερους νέους απ’ ό,τι περιμέναμε, ενώ η “Γη της Ελιάς” δουλεύει σε όλα τα κοινά, αλλά και στους άνω των 55 ετών, με έμφαση στις γυναίκες. Το “Κομάντα και Δράκοι”, σειρά πιο ειδικής κατεύθυνσης, είναι περισσότερο αποδεκτό από τις ηλικίες 15-25, αγόρια και κορίτσια, και λιγότερο από τις ηλικίες 25-55, παρόλο που μερικές φορές παρατηρούμε μια μεγάλη τάση στο 45-55, και ειδικά στους άντρες. Είναι αυτό ακριβώς που εμείς αποκαλούμε “η γενιά του Netflix”.

Η πρώτη απόπειρα μίνι σειράς έγινε με τον “Σιωπηλό Δρόμο” (σενάριο: Πέτρος Καλκόβαλης & Μελίνα Τσαμπάνη, σκηνοθεσία: Βαρδής Μαρινάκης), η δεύτερη είναι το “Κομάντα και Δράκοι” του Θοδωρή Παπαδουλάκη. Δεν είναι σειρές που θα κάνουν υψηλές επιδόσεις στην ελεύθερη τηλεόραση, αλλά αποδίδουν πολύ στις πλατφόρμες και στο διαδίκτυο. Εμάς μας ενδιαφέρει το κομμάτι της μίνι σειράς και του SVOD (subscription video on demand), γι’ αυτό και έπονται “Ο δάσκαλος” του Χριστόφορου Παπακαλιάτη -που έχει mainstream εμπορική κατεύθυνση- και το “Milky Way” του Βασίλη Κεκάτου. Είμαστε σε πολύ καλό δρόμο, ώστε τα τέσσερα αυτά projects να βγουν στο εξωτερικό.

Οι καθημερινές σειρές προσβλέπουν στη συνήθεια, αλλά υπάρχει κι ένα οικονομικό θέμα. Δεν μπορείς να κάνεις πολλά σίριαλ 13ων ή 26 επεισοδίων, γιατί τα budget είναι καθορισμένα και θα σου αποφέρουν συγκεκριμένη διαφήμιση, ενώ, όταν γυρίζεις 150 επεισόδια και εγγυάσαι 9-10 μήνες δουλειάς, ο προϋπολογισμός χαμηλώνει κι έτσι επέρχεται ο ισολογισμός που αφορά στην ισορροπία κόστους και εσόδων.

Οι σειρές των 10-15 κοστίζουν ακριβότερα από ένα reality, όχι όμως περισσότερο από ένα κυριακάτικο μεγάλο σόου. Τα καθημερινά σίριαλ είναι πολύ οικονομικά. Το καλό, όμως, με τη μυθοπλασία -και ειδικά στην κωμωδία- είναι ότι μπορείς να επενδύσεις με το ίδιο κόστος ανά επεισόδιο -όσο θα κόστιζε κι ένα reality- αλλά θα έχεις το προϊόν στην ταινιοθήκη σου και σε μία δεκαετία μπορείς να το προβάλεις σε επανάληψη. Το σόου ή το reality είναι one off, δεν ξαναπαίζουν.

Σ’ έναν μικρό βαθμό υπάρχει διαφοροποίηση στα brands που διαφημίζονται στα breaks των σειρών. Συναντάμε πιο νεανικές μάρκες σε reality ή τραγουδιστικά σόου ή θα δούμε διαφορές, λόγου χάρη, στις διαφημίσεις στους “Συμπέθερους από τα Τίρανα” σε σχέση με εκείνες στα “Κομάντα και Δράκοι”. Στο δεύτερο, θα εντοπίσεις περισσότερη τεχνολογία ή video games, για παράδειγμα. Οι διαφημιστικές πάντα εξετάζουν τα κοινά που παρακολουθούν τα εκάστοτε προγράμματα, κι έτσι τοποθετούν τα προϊόντα τους. Στο Champions League στο Mega, λόγω της ανδρικής θέασης, υπάρχουν πολύ περισσότερες παρουσιάσεις αυτοκινήτων απ’ ό,τι σε μια σειρά. Όσο πιο μαζική είναι η κατεύθυνση ή η απήχηση ενός σίριαλ, τόσο μεγαλύτερο είναι και το εύρος των διαφημίσεων που θα παίξουν στη συγκεκριμένη ζώνη».

«Προσπαθούμε να ανοίξουμε αγορές, για να “ταξιδέψει” το ελληνικό περιεχόμενο μέσα από τα τέσσερα νέα σίριαλ που δημιουργήσαμε και προωθούμε προς το εξωτερικό. Πρόκειται για κινηματογράφο μέσα από μια σειρά λίγων επεισοδίων».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΡΑΣΑΓΑΚΗ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021