Μία από τις πιο γνωστές παρουσίες στον χώρο του λυρικού θεάτρου, η μεσόφωνος Κασσάνδρα Δημοπούλου έχει διακριθεί για την πολυετή εμπειρία της ως μουσικός, τραγουδίστρια όπερας και στη συνέχεια παραγωγός εμβληματικών έργων. Η ίδια ασχολείται με την κλασική μουσική για πάνω από 30 χρόνια, ξεκινώντας ως ένα «παιδί-θαύμα» στο βιολοντσέλο με πληθώρα βραβείων και συμμετοχές σε ελληνικές ορχήστρες. Έπειτα, έγινε και η πρώτη καρμική, όπως αποδείχθηκε, επαφή με την όπερα όταν αποφάσισε να σπουδάσει στο εξωτερικό, κάτι που αποδεδειγμένα τη μάγεψε, αφού πρόκειται για είδος που συνδυάζει αρμονικά μουσική και θέατρο, τις δύο μεγάλες της αγάπες. Η εκ φύσεως οπερατική φωνή της, ήταν ο λόγος για να τη χαρακτηρίσουν γρήγορα ως ένα εξαιρετικό ταλέντο και να ασχοληθεί στη συνέχεια με τη μονωδία. Η ίδια μας μιλά για τα βήματά της στην σκηνή, τις δυσκολίες, αλλά και τα όνειρά της...
Ποιες δυσκολίες κρύβει για έναν καλλιτέχνη η ενασχόλησή του με την όπερα;
Η μεγαλύτερη δυσκολία -μετά το γεγονός ότι η ίδια η τέχνη είναι πάρα πολύ δύσκολη και χρονοβόρα για να την κατακτήσει κανείς- είναι το ότι η βιομηχανία της όπερας είναι πολύ διαφορετική σήμερα από ό,τι ήταν όταν ζούσαν τα είδωλα που θαυμάζουμε και μας εμπνέουν να ασχοληθούμε με το είδος. Αυτή η αλλαγή άρχισε να συμβαίνει μετά το 1970 και δεν είναι ακόμη αρκετά ορατή στους νέους. Οι δάσκαλοι λένε: «Μάθε καλά την Τέχνη σου και θα αναγνωριστείς». Οι μαθητές καταλαβαίνουν: «Αν κάτι πάει στραβά στην καριέρα σου, φταις μόνο εσύ». Η πραγματικότητα είναι πως από την στιγμή που η Όπερα έγινε είδος μαζικής εκπαίδευσης, μπήκε στις σχολές και στις ακαδημίες κι άρχισε η μαζική παραγωγή τραγουδιστών, αλλά δεν έγινε παράλληλα και μαζική η παραγωγή της Όπερας, εμφανίστηκε το φαινόμενο της τεράστιας προσφοράς και λίγης ζήτησης: πάρα πολλοί τραγουδιστές, πολύ λίγες θέσεις εργασίας.
Λαμβάνοντας υπόψιν όλους τους ρόλους που έχετε ενσαρκώσει τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ποιος είναι εκείνος που θεωρείτε ότι σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Η Τόσκα. Είναι ένα «θηρίο» με το οποίο, όποια αξιωθεί να αναμετρηθεί, είτε το «δαμάσει» είτε όχι, θα της αλλάξει την ζωή. Είναι ένας ρόλος που στέκεται μόνος του, είναι πολύ διαφορετικός από άλλους και εξαιρετικά πολύπλοκος, τόσο φωνητικά, όσο και υποκριτικά. Ας πούμε ότι, αν δεν καταστρέψει φωνητικά -έστω και προσωρινά- μια τραγουδίστρια, την ανεβάζει σε άλλο επίπεδο.
Ποια συνεργασία θεωρείτε πως καθόρισε τα επόμενα βήματα της καριέρας σας;
Το ντεμπούτο μου στη Γερμανία, με την Κάρμεν, ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος. Έγινε χωρίς καμία απολύτως πρόβα. Η παραγωγή ήταν της Κρατικής Όπερας «Μπαλσόι» της Λευκορωσίας, οι διοργανωτές μου έδειξαν εμπιστοσύνη και το επιτυχημένο αποτέλεσμα μου έδωσε αυτοπεποίθηση να προχωρήσω. Το ντεμπούτο μου στην Ελλάδα, με τον Ιούλιο Καίσαρα, με ανέδειξε καλλιτεχνικά και μου χάρισε μια σημαντική διάκριση, αυτή της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών. Η συνεργασία μου με τον Placido Domingo στην όπερα Ριγκολέτο υπό τη διεύθυνση του Zubin Mehta, σκηνοθεσία Marco Bellocchio και με τον βραβευμένο με Όσκαρ κινηματογραφιστή Vittorio Storaro, στην οποία ναι μεν είχα έναν μικρό ρόλο, αλλά συνεργάστηκα με τεράστια καλλιτεχνικά ονόματα και το όνομά μου μπήκε για πάντα δίπλα στο δικό τους στο διεθνές στερέωμα. Δουλεύοντας δίπλα σε ιερά τέρατα σαν ίσος προς ίσο, κατάλαβα πολλά για τη αξία μου και ενδυναμώθηκα, διαλέγοντας μετέπειτα με άλλα κριτήρια τους ανθρώπους γύρω μου.
Σίγουρα θα είχατε κάποια πρόσωπα που στάθηκαν στο πλάι σας από την αρχή της καριέρας σας μέχρι και σήμερα. Ποια ήταν αυτά;
Οι άνθρωποι που πάντα με στηρίζουν με κάθε τρόπο είναι οι γονείς μου, ο Στέλιος και η Μαρία, ο Φίλιππος, ο σύζυγός μου, είναι πάντα στο πλευρό μου και με υποστηρίζει, όπως και η δική του μητέρα, η Τζένη -ο πατέρας του, Τζων, «έφυγε» δυστυχώς το 2011. Η οικογένειά μου είναι το παν, χωρίς αυτή δεν θα είχα καταφέρει να φτάσω ως εδώ. Στον επαγγελματικό χώρο υπήρξαν άνθρωποι που σε καίριες στιγμές με στήριξαν και με βοήθησαν. Τους αγαπώ και τους εκτιμώ βαθιά κι αν δεν είχα πάντα την ευκαιρία να τους το δείξω όπως θα ήθελα ή να ξεπληρώσω το ηθικό αυτό χρέος, προσπαθώ να βοηθώ όσο μπορώ άλλα άτομα που έχουν την ανάγκη μου, ώστε να «ξεχρεώνω» και να δίνω την σκυτάλη της αλληλεγγύης στους επόμενους, που ελπίζω θα κάνουν μια μέρα το ίδιο σε άλλους.
Πως κρίνετε τις παραγωγές λυρικού θεάτρου στη χώρα μας; Στέκονται ανταγωνιστικά απέναντι σε μεγάλες σκηνές του εξωτερικού;
Ναι, αλλά δεν κρίνω καμία παραγωγή όπερας με γνώμονα το αν μοιάζει με αυτές άλλων χωρών. Η κρίση μου επηρεάζεται από άλλες παραμέτρους. Ως συνιδρυτικό μέλος μιας εταιρίας που ασχολείται χρόνια με την παραγωγή εστιάζω κυρίως στο πώς πραγματοποιείται: κάτω από ποιες συνθήκες, με πόσα χρήματα και για ποιον λόγο. Αν αυτά είναι λογικά κι αν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι «τίμιο», τότε είμαι περήφανη για όλους όσους το έχουν καταφέρει, διότι γνωρίζω πόσο εξαιρετικά δύσκολο είναι. Αν όμως η παραγωγή γίνεται με κριτήρια όπως: καλλιτεχνικό ναρκισσισμό, αθέμιτο ανταγωνισμό ή άλλα εγωιστικά κίνητρα ή αν καταλάβω ότι γίνεται κατάχρηση χρημάτων από κάποιους χωρίς λόγο ή ότι κάποιος χρησιμοποιεί το είδος για να παρανομήσει σε κάποιο επίπεδο, χάνω εντελώς το ενδιαφέρον μου, ακόμη κι αν είναι κάτι εντυπωσιακό. Θα σταθώ όμως στους Έλληνες τραγουδιστές, που είμαστε πολλοί για μια τόσο μικρή χώρα κι εξαιρετικοί και χρειαζόμαστε περισσότερη υποστήριξη, τόσο εσωτερικά όσο και προς το εξωτερικό.
Πείτε μας έναν ρόλο και μία σκηνή διεθνούς φήμης που ονειρεύεστε να βρεθείτε κάποια στιγμή.
Η Κάρμεν παραμένει ο ρόλος μου, αγαπώ όμως κάθε ρόλο που έρχεται. Όλες οι λυρικές σκηνές του κόσμου είναι ιδιαίτερες, αλλά για μένα ένα όνειρο πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του ’18, όταν πρωταγωνίστησα στην όπερα Περουζέ, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Το ότι αξιώθηκα να ανέβω στο Ηρώδειο ως πρωταγωνίστρια στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών με δικαίωσε και είμαι ευγνώμων σε όλους τους ανθρώπους που συνέβαλλαν ώστε να συμβεί αυτό. Κάπου εδώ θα πρέπει να εκφράσω δημοσίως κι ένα παράπονο: είμαι ίσως η μόνη Ελληνίδα της γενιάς μου στην οποία η Εθνική Λυρική Σκηνή δεν έχει προτείνει ακόμη συνεργασία. Δεδομένου του βιογραφικού μου, των ικανοτήτων μου και βέβαια, του ότι παράγω παράλληλα στην Β. Ελλάδα ένα τόσο μεγάλο έργο στην παραγωγή όπερας και δίνω εργασία σε πολλούς Έλληνες, είναι πραγματικά άξιο απορίας, το να μην συνεργαζόμαστε. Θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρξει απάντηση σε αυτό, ότι θα αλλάξει άμεσα αυτή η κατάσταση κι ότι θα προκύψει μια καλή συνεργασία με το μοναδικό λυρικό θέατρο της χώρας μου.
Πώς προέκυψε το κομμάτι της σκηνοθεσίας και της καλλιτεχνικής επιμέλειας με το οποίο ασχολείστε τον τελευταίο καιρό;
Η σκηνοθεσία προέκυψε από παρότρυνση του Στάθη Λιβαθινού, που είδε μέσα μου τον σκηνοθέτη όπερας. Η ενασχόλησή μου εν τέλη, εξυπηρέτησε και την όλη πορεία μας ως ομάδα, καθώς μπορούσαμε να διαχειριστούμε τις καταστάσεις με ομαλό τρόπο. Σκηνοθέτησα για πολλά χρόνια, πολλά έργα και χωρίς καθόλου προϋπολογισμό, εφευρίσκοντας τρόπους και μέσα για να βγει μια αξιοπρεπής παράσταση που θα έβαζε πρώτο τον καλλιτέχνη και την παραγωγή κι όχι την ανάγκη του κάθε σκηνοθέτη να δείξει την ιδέα του.
Μετά από περίπου 10 σκηνοθεσίες όπερας και 5 χρόνια πράξης κι εκμάθησης οπερατικής παραγωγής, ήρθε η θέση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Εταιρίας Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος -πρώην Skull of Yorick Productions. Μέσα στα καθήκοντά μου ήταν και το κάστινγκ, αλλά και η τελική απόφαση του ρεπερτορίου που θα ανεβάζαμε. Από τη θέση αυτή μπόρεσα να διαχειριστώ κάποια πράγματα με τον τρόπο που ονειρευόμουν ότι θα έπρεπε να διαχειρίζονται άτομα που βρίσκονται σε τέτοιες θέσεις. Αγαπώ πολύ την όπερα και τους ανθρώπους της και μπορούσα επιτέλους να συμπεριφερθώ όπως θα ήθελα να μου συμπεριφέρεται εμένα ένας καλλιτεχνικός διευθυντής. Η εταιρία μας δεν είναι μια μεγάλη επιχείρηση που διαχειρίζεται μεγάλα κεφάλαια, ούτε ένας κρατικός φορέας, οπότε και η όποια επιρροή που είχα από τη θέση αυτή ίσως να μην ήταν μεγάλη, αλλά είδα στην πράξη ότι κάποια πράγματα γίνονται κι αλλιώς, αν κάποιος το θέλει.
Αύριο ανεβάζετε την όπερα La Boheme του G. Puccini στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Πείτε μας λίγα λόγια για την συγκεκριμένη παράσταση.
Η παράσταση της Boheme είναι ένα αποκορύφωμα για την εταιρία μας και τις ενέργειες μας τα τελευταία χρόνια και είμαι πραγματικά περήφανη για όλη την ομάδα και τους συνεργάτες μας. Είναι τεράστια τιμή η συνεργασία με τον θρυλικό μαέστρο, Βύρων Φιδετζή, ο οποίος μαζί με τον Νίκο Μαλλιάρα και τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, στηρίζουν ανελλιπώς τη φιλοσοφία μας, όπως και εμείς φυσικά τη δική τους. Πρόκειται για μια υπερπαραγωγή, με πάνω από 100 καλλιτέχνες επί σκηνής (σολίστες, χορωδία, ορχήστρα). Τα κοστούμια είναι από την εταιρία Opera Classica Europa, τα σκηνικά είναι του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και του σκηνογράφου μας, Γιώργου Λεπίδα, από τη Θεατρική Ομάδα Σερβίων «Κόκκινη Κουϊντα». Είναι μια υπέροχη όπερα 4 πράξεων, με εκπληκτική μουσική και μια ιστορία που τη διακρίνει ένας διάχυτος ρομαντισμός και παράλληλα ένας σκληρός ρεαλισμός, που αγγίζει όλο το συναισθηματικό φάσμα και καταφέρνει να καθηλώσει και τον πιο απαιτητικό θεατή.
Κατά τη γνώμη σας, τι το διαφορετικό έχει να προσφέρει σε έναν καλλιτέχνη το λυρικό θέατρο;
Η όπερα είναι μια τέχνη που συνδυάζει πολλές τέχνες μαζί σε υψηλό επίπεδο. Αυτό προσφέρει στον θεατή ένα υπερθέαμα που είναι μοναδικό και ξεχωριστό, όταν βέβαια μιλάμε για ζωντανές παραστάσεις. Η δε οπερατική φωνή είναι κάτι το συγκλονιστικό, που μόνο αν το δεις ζωντανά και το βιώσεις σε υψηλό επίπεδο, μπορείς να καταλάβεις. Έχει τρομερή ένταση και εύρος και επίδραση στην ψυχή αλλά και το σώμα του θεατή.
Πως κρίνετε τη νέα γενιά λυρικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα;
Θεωρώ ότι το να αντιπροσωπεύσεις επαγγελματικά την Ελλάδα στο είδος αυτό, είναι ηρωικό, καθώς η Ελλάδα δεν υποστηρίζει σχεδόν καθόλου το είδος το οποίο εκπροσωπούμε και τους εκπροσώπους του. Οι ευκαιρίες εδώ είναι λίγες, άρα οι λίγοι που θα αποφασίσουν να ταχθούν σε αυτό το είδος, θα αναγκαστούν κάποια στιγμή να μεταναστεύσουν. Τους εύχομαι να έχουν υγεία, καλή τύχη, δυνατό μυαλό και ανθρώπους που να τους αγαπούν πραγματικά.
Πείτε μας ένα έργο που όλοι οφείλουμε να παρακολουθήσουμε, με βάση την ιστορία και τα μηνύματά του.
Είναι τόσα πολλά τα αριστουργήματα της λυρικής τέχνης! Για τους νέους καλλιτέχνες, αλλά και για όσους αγαπούν την τέχνη και τους εκπροσώπους της, προτείνω τα δύο αριστουργήματα του Giacomo Puccini, την Boheme και την Τόσκα. Στη μεν Boheme θα ταυτιστούν με τον ανέφελο και μποέμικο τρόπο ζωής των καλλιτεχνών, με τα όνειρα και τους έρωτές τους και παράλληλα θα δουν την πεζή πλευρά της ζωής, αυτή που «τσακίζει» ό,τι χτίζει ο ευαίσθητος καλλιτεχνικός νους και προσγειώνει και τον πιο ονειροπόλο μπροστά στο φθαρτό της ανθρώπινης φύσης. Στη δε Τόσκα θα δουν καλλιτέχνες να αντιστέκονται στο κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο και να το τσακίζουν, πληρώνοντας το τίμημα με τις ζωές τους. Αυτά τα δύο έργα δείχνουν όλο το φάσμα της τρομερής δύναμης της καλλιτεχνικής φύσης και παράλληλα το πόσο εύθραυστη είναι μέσα στην κοινωνία. Προτείνω βέβαια και όλες τις όπερες που βασίζονται σε μεγάλα και κλασικά θεατρικά έργα, όπως ο Οθέλλος και ο Ντον Κάρλος.
Ποια είναι τα επόμενα πλάνα σας για τη φετινή χρονιά;
Έχουν προκύψει πολλές συνεργασίες εκτός Θεσσαλονίκης που θέλουν να επενδύσουν στην επιτυχία μας εδώ. Μόλις ανέλαβα και καθήκοντα καλλιτεχνικής διεύθυνσης στο Δημοτικό Ωδείο Σερβίων, ένας θεσμός που βλέπω ότι χρειάζεται την παρουσία μου πάρα πολύ για να εξελιχθεί και που είμαι έτοιμη να υποστηρίξω με όλα τα μέσα που διαθέτω. Ως προς τη Θεσσαλονίκη, περιμένουμε όλοι με μεγάλο ενδιαφέρον τις εκλογές, εφόσον -όπως μπορεί να δει κανείς από τα δελτία τύπου μας- δεν είναι για μας εφικτή καμία συνεργασία με τους φορείς μας. Μέχρι στιγμής έχουμε αντιμετωπίσει ανταγωνισμό αντί υποστήριξης, με στενοχωρεί πάρα πολύ αυτό. Είναι σημαντικό, οι πολιτικοί αρχηγοί που θα προκύψουν να δουν την συμβολή μας, ως ομάδα και ως πολίτες στον πολιτισμό της πόλης μας και να εκμεταλλευτούν ορθά τη δραστηριότητά μας. Η Θεσσαλονίκη μας χρειάζεται ηθικούς πολιτικούς-ανθρώπους, οι οποίοι θα νοιάζονται πραγματικά για το πόση εργασία μπορούν να παρέχουν σε πολίτες και θα μας στηρίζουν όλους. Ευελπιστώ λοιπόν σε καλές και θετικές εξελίξεις.
Κεντρική φωτογραφία πορτρέτου: Sotirios Lando Calrissian, venue: Νoell
Info: Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, 25ης Μαρτίου και Παραλία. Ώρα: 20:30