Το νήμα της ζωής της ξεκίνησε να ξετυλίγεται από τη Μικρά Ασία, όταν οι δικοί της άνθρωποι ανάμεσα στα ελάχιστα υπάρχοντα που διέσωσαν κατά τον διωγμό ήταν οι κουκουλόσποροι. Με πόθο, όπου μετεγκατασταθούν, να ξαναδώσουν ζωή σ’ αυτό που καλά γνώριζαν: την παραγωγή μεταξιού. Ένα νήμα που είχε αφετηρία τη χαμένη πατρίδα, διέσχισε τη θάλασσα, για να εδραιωθεί τελικά στη Νέα Κίο, κοντά στο Ναύπλιο. Εκεί, η Βιργινία Ματσέλη θυμάται το κουκουλόσπιτο που η επιστάτρια κυρία Κατίνα είχε δημιουργήσει στο σχολείο τους, ένα δωμάτιο για να μεταφέρει την ιστορία της στα παιδιά στον καινούριο της τόπο, σε ανάμνηση του κουκουλόσπορου που είχε καταφέρει να κρεμάσει στο στήθος της τελευταία στιγμή.
Οι ιστορίες του μεταξωτού και του μεταξοσκώληκα που άκουσε μέσα εκεί η Βιργινία Ματσέλη σαν παιδί ήταν κάτι που κουβάλησε στην ψυχή της ως εμπειρία με πολλή αγάπη. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή, στο Ιστορικό- Αρχαιολογικό Τμήμα, ειδικεύτηκε στην Εθνολογία. Έπειτα, στο Υπουργείο Πολιτισμού, κατείχε για 35 χρόνια τη Διεύθυνση της Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Παράλληλα, ασχολήθηκε, για σχεδόν 50 χρόνια, με το Ίδρυμα Βασιλείου Παπαντωνίου, πρώην Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, ένα ενδυματολογικό μουσείο από τα καλύτερα του είδους του σε παγκόσμια κλίμακα. Μαθήτευσε με την Ιωάννα Παπαντωνίου και ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο, όπου κατέχει τη θέση της Αντιπροέδρου.

Το ένδυμα είναι κάτι που την αγγίζει πολύ και παρακολούθησε πολλές έρευνες και ενδυματολογικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό - ένα μεγάλο σχολείο για την ίδια. Μικρασιάτισσα στην καταγωγή και από τους δύο γονείς της, έκανε μια έρευνα το 1982, για να βρει πού είχαν εγκατασταθεί οι Κιώτες στη χώρα της προσφυγιάς, και βοηθώντας την ιδρύτρια και πρόεδρο κ. Παπαντωνίου δημιούργησαν ένα λαογραφικό μουσείο, με μεταξωτά, ενθυμήματα και άλλα αντικείμενα, στη Νέα Κίο. Εκεί, στον μυχό του Αργολικού κόλπου, έγινε η πρώτη εγκατάσταση των Κιωτών της Μικράς Ασίας, σε μια ελώδη περιοχή, όπου οι άνθρωποι τα πρώτα χρόνια πέθαιναν από πείνα κι ελονοσία, όμως έπαιρναν δάνεια για να αγοράσουν κινίνο αλλά και μουριές, γιατί το όνειρό τους ήταν να αναπτύξουν τη μεταξουργία στον νέο τους τόπο. Πράγματι, το 1927, δημιουργήθηκε το πρώτο εργοστάσιο μεταξουργίας, που όμως βομβαρδίστηκε το 1941 από τους Γερμανούς. Εκείνοι κουβάλησαν μαζί τους ένα πείσμα για τη ζωή και ένα όραμα δημιουργίας και ευθύνης για τις νεότερες γενιές.
Πώς συνδεθήκατε με το NH.M.A. σε μια πορεία ολόκληρης ζωής και πώς θεωρείτε ότι αυτό επηρέασε την ελληνική μόδα; Γύρω στο 2010-11, με την αλλοίωση της ταυτότητας του ιστορικού κέντρου της Αθήνας λόγω της οικονομικής κρίσης, άρχισαν να χάνονται κάποια επαγγέλματα που είχαν σχέση με καλλιτεχνήματα και χειροτεχνίες. Αποφάσισα να κάνω μια καταγραφή, ώστε τουλάχιστον να διατηρηθεί η ιστορική μας μνήμη και ανάμεσά τους ήταν η μεταξουργία του Μέντη, που η ιστορία της ξεκινάει από την Πελοπόννησο. Η οικογένεια Μέντη εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και όταν η πρωτεύουσα άλλαξε, μετέφεραν τη μεταξουργία τους στην Αθήνα. Το 2010, οπότε ξεκινάει η οικονομική κρίση, η εισβολή των πάμφθηνων κινέζικων προϊόντων αλλοίωσε την αισθητική του νεοέλληνα και η παραγωγή δέχθηκε τεράστιο πλήγμα. Στη διαδικασία της καταγραφής, έφτασα και στην πόρτα του εργοστασίου Μέντης μια μέρα που είχαν κατεβάσει τα ρολά. Χτύπησα το τζάμι και μου είπαν ότι κλείνουν λόγω πτώχευσης. Παρακάλεσα να μου δώσουν λίγο χρόνο να δω αν μπορούσα να κάνω κάτι για τη διάσωση της εταιρίας. Αυτό συνέβη πράγματι, και με μια καλή τύχη βρέθηκε χορηγός. Έτσι, το 2011, με τη βοήθειά του και την αποδοχή από το Μουσείο Μπενάκη, έγινε ένα μικρό θαύμα.
«Το στοίχημα ήταν να ξαναγεννηθεί ένας ζωντανός οργανισμός και οι τεχνογνωσίες του χθες να περάσουν στο αύριο»
Σήμερα, ο χώρος βρίσκεται στον 13ο χρόνο λειτουργίας του, οι τεχνικές μεταξουργίας έχουν περάσει σε νεότερες γενιές, ενώ το κτίριο και ο εξοπλισμός επαναλειτούργησαν. Κοντά μας ήταν η οικογένεια Μαρτίνου και η οικογένεια Αποστολίδη, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να υπάρχουν δύο ζωντανά κτίρια. Βεβαίως, προστέθηκε μία ακόμη μεταξουργία, πολύ παλιότερη από αυτήν του Μέντη, αυτή της οικογένειας Σβωλόπουλου- Κουτρουμπή-Αντωνόπουλου, που υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα και προηγμένη για την εποχή της. Ανάμεσα στη συλλογή που μας δώρισαν, ήταν και δύο αργαλειοί Ζακάρ, στους οποίους οφείλουμε το πολιτισμό της τεχνολογίας, αφού το σύστημα λειτουργίας τους μελέτησε η μαθηματικός κόρη του λόρδου Βύρωνα και σ’ αυτήν τη μαθηματική μελέτη -χρόνια μετά- βασίστηκε η IBM για να δημιουργήσει τον πρώτο ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αυτοί οι αργαλειοί, που έφερε τότε η οικογένεια Κουτρουμπή, είναι φτιαγμένοι στη Γαλλία το 1832, υπάρχουν σήμερα σαν εκθέματα, αλλά είναι και σε λειτουργία. Εκεί παράγονται όλα τα είδη της passementerie της ταινιοπλεκτικής, περίτεχνες φούντες, τρέσες, κορδόνια, είδη επιπλοποιίας και είδη για καλλιτέχνες. Είναι ένα πολυπρόσωπο κέντρο όπου γίνονται εκπαιδευτικά προγράμματα, εικαστικές εκθέσεις, συμμετέχουμε σε προγράμματα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Πειραιά και με άλλα ιδρύματα του εξωτερικού και βέβαια γίνονται συνεργασίες με σημαντικούς οίκους μόδας, όπως οι Dior, Hermès, Jean Paul Gaultier, Callista, Zeus + Dione, και με Έλληνες σχεδιαστές. Έχει σημειωθεί μια εξαιρετική πορεία, για την οποία είμαστε όλοι πολύ περήφανοι.

Μιλήστε μας για κάποια σημεία-σταθμούς αυτής της διαδρομής που έχετε να θυμάστε. Ένας σταθμός ήταν όταν στην Ελλάδα ήρθε πρώτη φορά, το 2017, η Documenta, μια μεγάλη διεθνής έκθεση που γίνεται κάθε πέντε χρόνια στο Kassel, και επέλεξε το εργαστήριο της νηματουργίας για να υλοποιήσει μια συνεργασία με έναν περίφημο καλλιτέχνη της βαφής Indigo, τον Aboubakar Fofana, και συνέχισε για άλλα δύο χρόνια να μας διδάσκει αυτήν την τεχνοτροπία.
Τι θα κρατούσατε από το παρελθόν της ελληνικής μόδας ως αξεπέραστο στοιχείο; Πιστεύω ότι το παρελθόν διδάσκει ποιότητα. Σήμερα όλα τα μέσα τείνουν να αποστασιοποιήσουν από τις δημιουργίες του τον άνθρωπο, που στο παρελθόν έβαζε την ψυχή του, χρησιμοποιούσε τα χέρια και τις σκέψεις του για να δημιουργήσει κάτι που σήμερα έχει αντικατασταθεί από κουμπιά. Το γεγονός, επίσης, ότι οφείλουμε τον πολιτισμό της υψηλής τεχνολογίας στον αργαλειό είναι πραγματικά ένα θαύμα.
Δημιουργείτε σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη αντικείμενα με νήμα, χρησιμοποιώντας το με φαντασία και έμπνευση. Ποια είναι τα πιο χαρακτηριστικά σας δημιουργήματα; Το ΝΗ.Μ.Α., ως κέντρο δημιουργίας και ένα από τα επτά μουσεία του Μουσείου Μπενάκη, παράγει διάφορα για το πωλητήριο, όπως και αντικείμενα που ζητούνται ειδικά όπως τα ντυμένα με νήμα κόσκινα που διακόσμησαν τα τραπέζια της δεξίωσης για το show της Rianna + Nina. Είχα κάνει μια πολύ μεγάλη επιτόπια έρευνα, πολύ παλιά, για την ελληνική κασέλα, που ήταν και το μεγαλύτερο σχολείο για μένα. Ταξίδεψα σε όλη την Ελλάδα για να τη γνωρίσω με όλες τις ιδιαιτερότητες ανά περιοχή. Θυμάμαι στη Ρόδο, στο χωριό Αρχάγγελος, στα σπίτια υπήρχε κάτι που το έλεγαν «ψωμοθούκα», ένα καλάθι που κρεμούσαν από το ταβάνι, για να αποθηκεύουν τα ψωμιά της εβδομάδας που ζύμωναν. Και, όπως κρεμόταν, είχε από πάνω ένα μπουκέτο από αγκάθια, για να μην κατέβει ο ποντικός και φάει το ψωμί. Αυτές οι ψωμοθούκες, που τις έβαφαν με έντονα χρώματα, ήταν η έμπνευση για μένα.
Τι θα ευχόσασταν για το μέλλον αυτής της προσπάθειας; Πώς θα θέλατε να δείτε το ΝΗ.Μ.Α. να λειτουργεί στο μέλλον; Ό,τι ονειρεύτηκα και ό,τι ευχή έχω κάνει, έχει πραγματωθεί. Θα ήθελα πολύ να συνεχίσει την πορεία του όπως σήμερα. Επαναπροσλήφθηκαν από το Μουσείο Μπενάκη όλοι οι άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους όταν έκλεισε ο Μέντης, οι οποίοι γνώριζαν την τεχνογνωσία της μεταξουργίας, και στη συνέχεια νέοι άνθρωποι μαθαίνουν τις τεχνικές, τις μηχανές και τα χειροποίητα πράγματα που δημιουργούνται. Αν συνεχίσει αυτό έτσι όπως συμβαίνει σήμερα, θα είναι αυτό που ονειρεύτηκα.
Συνέντευξη: Σταυρούλα Κλειδαριά
Φωτογραφία: Ολυμπία Κρασαγάκη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025