Η Βίκυ Φλέσσα δε δίνει συνεντεύξεις, δε φωτογραφίζεται, δεν είναι άτομο που δέχεται τις lifestyle προσεγγίσεις. Γι’ αυτό και η συνέντευξη αυτή δε θα μπορούσε να συνοδευτεί από μια φωτογράφιση όπως αυτές που έχουμε συνηθίσει. Το μόνο που ήθελε ήταν οι φωτογραφίες που θα συνοδεύσουν τη συνομιλία μας να έχουν ύφος ρεπορτάζ ή να γίνουν μέσα στο περιβάλλον της δουλειάς της. Το δέχτηκα, γιατί αυτό υποστηρίζει χρόνια μέσα από τη στάση ζωής της, από την οποία ποτέ δε μετατοπίστηκε, παρά την επιτυχία της. Ακόμη, όμως, κι αυτές τις μη σχεδιασμένες λήψεις δεν τις άφησε στην τύχη τους. Τις υποστήριξε με ιδιαίτερο επαγγελματισμό, εξασφαλίζοντάς μας όλες τις διευκολύνσεις, ώστε να μην ταλαιπωρηθούμε κατά την άφιξη και παραμονή μας στο στούντιο της ΕΡΤ στην Κατεχάκη - εκεί απ’ όπου εδώ και 22 χρόνια «βγαίνει» η τηλεοπτική της εκπομπή «Στα άκρα».
Οι απαντήσεις της ήταν ειλικρινείς και σε καμία περίπτωση δεν προσπάθησε να υπεκφύγει. Παρόλο που δε μιλά για την προσωπική της ζωή, διηγήθηκε ενδιαφέροντα γεγονότα της. Είναι ένα άτομο που «δε σηκώνει μύγα στο σπαθί» του, αλλά συγχρόνως μπορεί να συνομιλεί με όποιον διαφωνεί. Αναφέρθηκε στη βαθιά πίστη της στον Θεό, στη σχέση της με τον γιο της, στον άνδρα της και στην οικογένειά της, αλλά και στις δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει. Αναλύσαμε το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, στο οποίο, παίζοντας έναν τελείως διαφορετικό ρόλο από αυτόν της δημοσιογράφου, καταφέρε να... ψυχαναλύσει τον ψυχαναλυτή Ματθαίο Γιωσαφάτ και μας μίλησε για την τεράστια εμπειρία τού να βρίσκεσαι με τον καθηγητή Μπαμπινιώτη στην ίδια τηλεοπτική εκπομπή.
Αυτά και άλλα πολλά, σε μια συζήτηση μεταξύ γυναικών…
Ανέτρεψες τα δεδομένα κι έβαλες τον Γιωσαφάτ στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Κι εγώ σήμερα ανατρέπω τα δεδομένα και σου παίρνω συνέντευξη μέσα στο δικό σου τηλεοπτικό στούντιο…
Ωραία ανατροπή, δεκτή από μια συνάδελφο!
Έχεις πει στο παρελθόν ότι δε νιώθεις βολικά να σου παίρνουν συνέντευξη…
Χωρίς να θέλω να προσβάλω κάποιον ή κάποια συνάδελφο, πιστεύω ότι οι δημοσιογράφοι είμαστε για να κάνουμε ερωτήσεις κι όχι για να δίνουμε απαντήσεις, παρά μόνο σε ζητήματα για τα οποία έχουμε γίνει κοινωνοί και γνώστες μέσα από συνεντεύξεις που έχουμε κάνει με σημαντικούς ανθρώπους. Επί προσωπικών ζητημάτων και lifestyle, όπου ο δημοσιογράφος εμφανίζεται ως πρότυπο μέσα από το τι φοράει, τι φαγητό του αρέσει, ποιο νησί αγαπάει, τι καλή που είναι η οικογένειά του, είμαι αναφανδόν εναντίον. Αυτή η «σταροποίηση» με ενοχλεί γενικά.
Όμως, η συνέντευξη είναι ένα εργαλείο για την προβολή της δουλειάς σου κι έχεις επιλέξει ένα μέσο που ο κόσμος θέλει να σε ακούει να μιλάς.
Έχεις δίκιο, Βασιλεία, αλλά υπάρχει το εξής προνόμιο: για εμάς που εργαζόμαστε στη δημόσια τηλεόραση, σε σύγκριση με τους συναδέλφους στην ιδιωτική, είναι «διασφαλισμένη» η σχέση μας με το κοινό, γιατί είμαστε υπάλληλοι. Εγώ, για παράδειγμα, είτε κάνω μία εκπομπή είτε περισσότερες, θα πληρωθώ το ίδιο. Το «Στα Άκρα» γίνεται από πλευράς μου αμισθί, με δεδομένο ότι είμαι με τον καθηγητή Μπαμπινιώτη στο κανάλι της Βουλής. Άρα, δε χρειάζεται περαιτέρω διαφήμιση του έργου που παράγω. Ο κόσμος πληρώνει αυτό το ανταποδοτικό τέλος στη ΔΕΗ, προκειμένου η ΕΡΤ να δημιουργεί περιεχόμενο που θα έχει τη δυνατότητα να είναι ανεξάρτητο και να μην μπει στον αδιανόητο ανταγωνισμό που έχουν τα ιδιωτικά κανάλια, ο οποίος έχει οδηγήσει σε «τερατογενέσεις». Δε θα κάνω κριτική σε αυτά ούτε στη δουλειά τους, αλλά υπάρχουν στιγμές που φρίττεις με το περιεχόμενό τους.
Άρα αυτή η «διασφάλιση», όπως λες, ως υπάλληλος της ΕΡΤ, σου δίνει τη δυνατότητα να παραμένεις από επιλογή τόσα χρόνια, γι’ αυτό δεν έχεις αναζητήσει κάποια μεταγραφή με περισσότερα χρήματα σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι;
Έχω δεχτεί πάρα πολλές προτάσεις από αυτά και τις έχω απορρίψει. Δεν είναι το ζητούμενό μου, ούτε στόχος τα περισσότερα χρήματα, χωρίς να θεωρηθεί ότι είμαι υπεράνω.
Βίκυ, πώς κατάφερες να καθίσεις στο «ντιβάνι» τον Γιωσαφάτ και να του κάνεις εσύ ψυχανάλυση; Από πότε ξεκίνησε αυτή η σχέση;
Το 2008, είχα πάει στην παρουσίαση ενός βιβλίου που αφορούσε στην αλληλογραφία μεταξύ Φρόιντ και Γιουνγκ, του οποίου τον πρόλογο τότε είχε γράψει ο Ματθαίος. Με εντυπωσίασε η αμεσότητά του, καθώς και η λαϊκότητα με την οποία εκφραζόταν. Γι’ αυτό τον αγαπούσε ο κόσμος. Δεν ήταν ο ψυχαναλυτής που θα χρησιμοποιούσε όρους, τα έλεγε «νέτα, σκέτα και σταράτα». Στα 33 χρόνια δημοσιογραφίας, έχω καταλήξει ότι οι άνθρωποι που μιλούν με αυτήν την αμεσότητα κατέχουν πάρα πολύ καλά το αντικείμενό τους. Τότε, λοιπόν, παρόλο που δεν τον έβρισκες εύκολα, του ζήτησα να κάνουμε μια συνέντευξη, και δέχτηκε. Εκείνη την εποχή δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, όμως η συζήτηση αυτή είχε ιδιαίτερη ανταπόκριση στο τηλεοπτικό κοινό. Μου έλεγαν επίμονα να τον ξαναφέρω. Έτσι, ξανακάναμε άλλη μία, το 2009. Τον επόμενο χρόνο, έγραψε το πρώτο του βιβλίο, το «Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια». Έκανα εγώ την παρουσίαση. Ακολούθησε το δεύτερο, το «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί», και μια τρίτη συνέντευξη. Έτσι δημιουργήθηκε αυτή η σχέση μεταξύ μας. Επίσης, το γεγονός ότι ήθελε να γίνει φιλόλογος, όπως εγώ, θεωρούσα ότι ήταν ακόμη κάτι που είχαμε κοινό. Το γοητευτικό ήταν πως, όταν καθόσουν απέναντί του, καταλάβαινες πως σε περνάει από σκάνερ. Αυτό να το υφίστασαι ως δημοσιογράφος από έναν ψυχαναλυτή ήταν παράλληλα ενδιαφέρον.
Όποιος διαβάζει το βιβλίο σου, καταλαβαίνει ότι έχεις εντρυφήσει στην ψυχανάλυση. Έχεις κάνει ποτέ;
Όχι, αλλά έχω την εμπειρία του δημοσιογράφου που κάνει ερωτήσεις και ζητά απαντήσεις, κι έτσι τον αντιμετώπισα. Όμως, πιστεύω στην ψυχανάλυση και υποστηρίζω ότι είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για αυτογνωσία. Όπως για την ψυχοθεραπεία, θεωρώ ότι καλύτερη είναι η πίστη. Στην πρώτη χρειάζεται χρόνος και χρήμα, οπότε δεν μπορούσα να την ακολουθήσω ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο.
Αυτές οι συζητήσεις που έκανες με τον Γιωσαφάτ σε επηρέασαν στη δική σου ζωή;
Φυσικά, και το λέω μέσα στο βιβλίο! Αυτό που με συγκινεί είναι ότι όποιοι το έχουν διαβάσει και ήρθαν σε επαφή μαζί μου, μου εκμυστηρεύτηκαν πως τους έχει βοηθήσει σε κάποια πτυχή της ζωής τους. Η φίλη μου η Χάιντι μού είπε ότι είναι τόσο ευτυχισμένη, γιατί άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε στον πεντάχρονο γιο της, στον οποίο έλεγε πριν ότι είναι ο «άνδρας της ζωής της». Από το βιβλίο κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να του μιλάει έτσι. Για μένα ήταν καθοριστικό, γιατί ήμουν η πρωτότοκη κόρη, που ακολούθησαν δύο αγόρια.
Απ’ όσο ξέρω στην τηλεόραση βρέθηκες από σπόντα. Δεν ήταν στόχος να δουλέψεις ως δημοσιογράφος…
Το ότι βρίσκομαι στην ΕΡΤ το οφείλω στην Κατερίνα Κατωτάκη, που τότε ήταν διευθύντρια Ψυχαγωγικού Προγράμματος, και στον Κωνσταντίνο Αλαβάνο, που ήταν γενικός διευθυντής. Εργαζόμουν στην «Καθημερινή» και σ’ ένα νέο κανάλι, το Tempo. Δέχτηκα τότε ένα τηλεφώνημα, γιατί είχαν δει μια εκπομπή και άρεσε ο τρόπος με τον οποίο χειριζόμουν τις συνεντεύξεις. Έτσι, ξεκίνησε αυτή η σχέση με την ΕΡΤ.
Το προσωπικό σου, όμως, όνειρο ήταν να γίνεις δασκάλα. Σαν να ξέφυγες από τον στόχο σου. Το μετάνιωσες ή η τηλεόραση και οι εκπομπές τον αναπλήρωσαν;
Ο τρόπος που αντιμετωπίζω την τηλεόραση είναι μια μορφή μαθητείας και ο κόσμος που παρακολουθεί την εκπομπή μού μεταφέρει ότι -κατά κάποιον τρόπο- διδάσκεται από αυτήν. Πάντως, αν επιστρέφαμε τον χρόνο πίσω και ήμουν αυτήν τη στιγμή 10 ετών, το ίδιο θα επέλεγα. Και λέω 10, γιατί σ’ εκείνη την ηλικία συνέβη κάτι που δεν το έχω πει ποτέ και ήταν ο λόγος που αποφάσισα να γίνω δασκάλα. Ο πατέρας μου μού είχε μάθει από πολύ νωρίς, πριν πάω σχολείο, να διαβάζω και να γράφω. Είναι πολύ σημαντικό να πηγαίνει το παιδί προετοιμασμένο στο σχολείο. Οι ψυχαναλυτές λένε ότι ο πατέρας πρέπει ν’ αναλάβει τη μάθησή του. Μια φορά, όταν ήμουν στην Δ΄ Δημοτικού, είχε αργήσει η δασκάλα της Α΄ να φτάσει. Ο διευθυντής του σχολείου ήξερε ότι είμαι πολύ καλή μαθήτρια και μου ζήτησε να πάω εγώ να κάνω μάθημα. Αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ: να μπαίνω μέσα στην τάξη ως δασκάλα. Ήταν η αφορμή που με έβαλε να σκεφτώ ότι θα ήταν ωραία να ήμουν και να μαθαίνουν οι άλλοι από εμένα. Αργότερα, στα 14, που είχα ασχοληθεί με τον αθλητισμό στο άλμα εις ύψος και είχα πάρει διακρίσεις, αμφιταλαντεύτηκα και σκέφτηκα ν’ ακολουθήσω τη Γυμναστική Ακαδημία. Αλλά, τελικά, με κέρδισε η Φιλοσοφική!
Μήπως με αυτές τις σκέψεις έχασες και λίγο από την παιδικότητα εκείνων των χρόνων; Μεγάλωσες απότομα;
Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Αν με ρωτάς αν λυπάμαι, θα σου απαντήσω «όχι». Αυτή είναι αμφιθυμία της ωριμότητας. Στη ζωή μας υπάρχει ένα θείο σχέδιο, το οποίο όμως τα ανθρώπινα όντα έχουν την ελευθερία ν’ αποφασίσουν αν θα το ακολουθήσουν ή όχι.
Οι γονείς σου, όταν σε έβλεπαν να φέρεσαι έτσι «μικρομέγαλα», πώς αντιδρούσαν;
Χαίρονταν, κι ακόμη και σήμερα η οικογένειά μου, τα αδέλφια μου, Τάκης και Σαράντος, ζητούν πάντα τη γνώμη μου, κι αυτό με ευχαριστεί ιδιαίτερα.
Η οικογένεια τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σου; Ξέρω ότι ο πατέρας σου ήταν ο ήρωάς σου.
Ο πατέρας μου έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Η οικογένεια είναι αυτή που μας ακολουθεί σε όλη τη ζωή μας. Πράγματι, ήταν ο ήρωάς μου. Ως πυροσβέστης ήταν αυτός που έσωζε ανθρώπους, κι έτσι τον ένιωθα. Τον θυμάμαι να έρχεται με αίματα στο σπίτι ή με καμένα τα φρύδια του, να μου λέει πόσο σημαντικό είναι να είμαι χρήσιμη. Με θαύμαζε για το μυαλό μου και με επαινούσε. Η μητέρα μου, από την άλλη, είχε ισχυρή ανεκτικότητα. Παιδί προσφύγων από τη Μικρά Ασία, παραμένει ένας άνθρωπος με σταθερές απόψεις, πολύ γενναιόδωρη και ελεήμων. Τα αδέλφια μου ήταν μικρότερα. Ο μεγαλύτερος ήταν το αγόρι που επέστρεφε σπίτι με ματωμένα γόνατα και ο μικρότερος, με τον οποίο έχω 9 χρόνια διαφορά, τον μεγαλώσαμε όλοι μαζί.
Στη δική σου οικογένεια διατηρείς τις ίδιες αρχές που έμαθες από τους γονείς σου;
Παντρεύτηκα στα 18 και έκανα τον γιο μου στα 20. Με τον Βασίλη μου είχαμε έναν κοινό δρόμο και σήμερα δεν καταλαβαίνεις ότι είμαστε μαμά και γιος. Σπούδαζα και τον μεγάλωνα.
Είσαι απαιτητικός άνθρωπος με τη δουλειά σου;
Νομίζω ότι έχω αδικήσει πάρα πολλούς συναδέλφους μας... Ειδικά τα πρώτα χρόνια, ήμουν πολύ σκληρή. Πάθαινα μικρά εγκεφαλικά, όταν κάποιος έκανε λάθος, ειδικά σε ζητήματα γλώσσας, ή όταν καταλάβαινα ότι δεν έχει αυτό το πάθος που θα ήθελα για τη δουλειά. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από συναδέλφους με τους οποίους μπορεί να ήμουν απότομη. Με το πέρασμα των χρόνων, έγινα πιο συγχωρητική.
Την αρχισυνταξία και την επιμέλεια της εκπομπής την έχεις εσύ από έλλειψη εμπιστοσύνης;
Στη δουλειά που κάνω δεν είναι δυνατόν να περιμένεις από κάποιον άλλο να πάει και να κάνει την προ-συνέντευξη. Πρέπει εγώ να έχω κάνει την έρευνα και να γνωρίζω τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου. Το μεγάλο μυστικό στη δουλειά μας είναι η εργατικότητα. «Φρικάρω» να χρησιμοποιήσω αυτό το αντι-μπαμπινιωτικό ρήμα, όταν κάποιοι άνθρωποι δεν είναι εργατικοί. Δε με ενδιαφέρει να είναι τέλειος κάποιος, όμως απαιτώ να είναι εργατικός.
Η πολιτική πώς μπήκε στη ζωή σου και πώς βρήκες χρόνο γι’ αυτήν;
Ήταν την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν η Ελλάδα ήταν σαν επαίτης. Είχαν παρουσιαστεί οι Έλληνες σαν οι τεμπέληδες της Ευρώπης. Ήθελα, λοιπόν, να θυμίσω ότι η χώρα μας δεν είναι αυτό. Θα μου πεις: «Ποια είσαι εσύ;» Το λιθαράκι μου ήθελα να βάλω και να πω τι έχει προσφέρει στον κόσμο. Ένας πυλώνας του δυτικού πολιτισμού προήλθε από εμάς. Ήθελα να βοηθήσω τη νέα γενιά των ευρωπαίων πολιτών να γίνουν φιλέλληνες. Έτσι, όταν μου ήρθε η πρόταση από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, να κατέβω στις Ευρωεκλογές, θεώρησα ότι μπορώ να προσφέρω σ’ αυτό το κομμάτι. Η πολιτική δεν είναι μόνο προνόμια, αλλά και προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο.
Βίκυ, ας φύγουμε λίγο από τη δουλειά… Τι σε κάνει να ερωτεύεσαι;
Θα σε παραπέμψω στο βιβλίο μου και πάλι! Γιατί ο Γιωσαφάτ έλεγε ότι δεν πρέπει να ερωτευόμαστε.
Και το ακολουθείς;
Όσο μεγαλώνεις είναι πιο δύσκολο να ερωτεύεσαι. Εγώ ερωτεύτηκα τον σύζυγό μου, τον αγαπώ, είμαι ευτυχισμένη. Ο έρωτας νομίζω ταιριάζει πιο πολύ με την εφηβεία. Αυτό που μπορεί να κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά σήμερα είναι μια στιγμή, ένα βλέμμα, μια λέξη, κάτι που δεν μπορούσα να το εκτιμήσω μικρότερη.
Πού βρίσκεις καταφύγιο στη ζωή σου τις δύσκολες στιγμές;
Στον Κύριο και στην προσευχή.
Είσαι γυναίκα που μπαίνει σε καλούπι ή «δε σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου»;
Αυτό που με ρωτάς είναι στα… άκρα! Τελείως μανιχαϊστικό. Θα έλεγα, και τα δύο, κρατώντας την κοινοτοπία αυτής της έκφρασης, ανάλογα τις στιγμές και τις συνθήκες. Γενικά, έχω ισχυρή άποψη, αλλά μου αρέσει πολύ η διαφωνία. Διότι, αν η γνώμη μου είναι σωστή, μπορώ να την υπερασπιστώ εμπεριστατωμένα. Εάν δεν είναι, μπορώ να την αλλάξω. Το κλειδί βρίσκεται στο βιβλίο του Τζον Στιούαρτ Μιλ «Περί ελευθερίας», που μιλά για την ανεξαρτησία του ατόμου. Καθένας είναι κύριος του εαυτού του και πρέπει ν’ ακούγεται η αντίθετη γνώμη. Σε ζητήματα αρχών, αυτό που ο καθένας μας ονομάζει «κώδικα αξιών», εκεί θα έλεγα ότι είμαι αμετακίνητη.
«Γενικά, έχω ισχυρή άποψη, αλλά μου αρέσει πολύ η διαφωνία. Διότι, αν η γνώμη μου είναι σωστή, μπορώ να την υπερασπιστώ εμπεριστατωμένα. Εάν δεν είναι, μπορώ να την αλλάξω».
Κλείνοντας αυτήν τη συνέντευξη, θα σε ρωτήσω αν έχεις σκεφτεί το επόμενο βιβλίο σου…
Με τον εκδότη σκεφτόμαστε να κάνουμε ένα μεγάλο αφιέρωμα στην ψυχανάλυση από τη μεριά της Εκκλησίας. Πώς βοηθάει η πίστη στην ψυχοθεραπεία κι επίσης το πώς διαβάζουμε την Ιστορία. Από ό,τι φαίνεται, έχω ανοίξει με τα βιβλία ένα παράθυρο προς το μέλλον.
Φωτογραφίες: Έλενα Μπονέλλη (d-tales)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022