fbpixel

Search icon
Search
Έξι δημιουργικά πρόσωπα μοιράζονται μαζί μας τη δική τους απρόσμενη χριστουγεννιάτικη ιστορία
MAGAZINE

Έξι δημιουργικά πρόσωπα μοιράζονται μαζί μας τη δική τους απρόσμενη χριστουγεννιάτικη ιστορία

Let the Spirit in with Θόδωρος Βουτσικάκης, Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Μυρτώ Κοντοβά, Μαρία Κουσουνή, Θανάσης Λάλας & Αμάντα Μιχαλοπούλου,


Τι είναι τα Χριστούγεννα; Προσωπικές αναμνήσεις ντυμένες με τις αισθήσεις, αλλά κι ευχές με την προσμονή της μαγείας σε κάποια επόμενη στιγμή μέσα στον χρόνο.

Θόδωρος Βουτσικάκης, τραγουδιστής

-NvSWx.jpg

Χριστούγεννα στον αέρα!

Τα Χριστούγεννα αισθάνομαι την ανάγκη να βρίσκομαι στην πόλη που γεννήθηκα, τη Θεσσαλονίκη, παρέα με αγαπημένους ανθρώπους. Μπορεί να είναι η δύναμη της συνήθειας ή το δέσιμο μ’ έναν τόπο που μου έχει προσφέρει ωραίες αναμνήσεις. Ή και τα δυο. Τα τελευταία χρόνια ζω στην Αθήνα και οι απαιτήσεις στη δουλειά έχουν αυξηθεί. Προλαβαίνω ίσα-ίσα να βρίσκομαι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή να σβήνουμε τα φώτα για να υποδεχθούμε τον καινούργιο χρόνο. Έστω κι αυτό, όμως, δίνει μια ωραία συνέχεια σε αυτό που προανέφερα. Η χαρά μιας συνήθειας -σχεδόν εθίμου- μεταξύ ανθρώπων που μεγάλωσαν μαζί και συνεχίζουν.

Το 2014, τα πράγματα συνέβησαν κάπως διαφορετικά. Ήταν μια χρονιά με μεγάλες ταχύτητες και πολλές εμπειρίες. Ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το πρώτο μου άλμπουμ και η ανάγκη να επικοινωνήσω τον καλλιτεχνικό εαυτό μου κορυφώθηκε. Έτσι, αποδέχθηκα αρκετές επαγγελματικές προτάσεις που με κράτησαν μακριά από τα γνωστά λημέρια των Χριστουγέννων. Βρέθηκα παραμονή και ανήμερα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς κυριολεκτικά στον αέρα! Μέσα στο αεροπλάνο, αντάλλασσα ευχές και χαμόγελα με αεροσυνοδούς και συνεπιβάτες, νιώθοντας κάτι μη γνώριμο, αλλά ενδιαφέρον. Ένα αίσθημα ελευθερίας, ένα ταξίδι προς το όνειρο, μπλεγμένο γλυκά με τη μελαγχολία νέων δεδομένων στη ζωή μου και την απογοήτευση να περνάω αυτές τις ημέρες μακριά από τους αγαπημένους μου. Δε θα ξεχάσω εκείνη την ανατολή του ήλιου, στον αέρα, πρώτη μέρα της νέας χρονιάς. Έκλεινα τα μάτια μου και ζέσταινε το πρόσωπό μου ο ήλιος, ενώ ο ουρανός είχε τόσες αποχρώσεις, που δεν μπορούσα ούτε να ονομάσω, ούτε να μετρήσω. Σπάνια μένω ξύπνιος σε πτήσεις. Σ’ εκείνη την πτήση, όμως, όλα μέσα μου έμοιαζαν διαφορετικά. Η αίσθηση του χρόνου, τα πρόσωπα των ανθρώπων, η ανάγκη μου να κοιμηθώ, ακόμα και η μυρωδιά του καφέ και η νοστιμιά από τα «αερομελομακάρονα» ήταν διαφορετικά. Σαν να έκανα ένα ταξίδι με προορισμό το καινούργιο. Τόσο ασαφές, μελαγχολικό και ταυτόχρονα αισιόδοξο. Αναρωτιόμουν πού θα επιθυμούσα να προσγειωθώ. Απάντηση δεν έβρισκα. Σαν να μην αισθανόμουν την ανάγκη να φτάσω κάπου συγκεκριμένα. Αυτό το ταξίδι έγραψε μέσα μου σαν μια ωραία περιπέτεια. Μια περιπέτεια που έζησα παρέα με ανθρώπους που ούτε ήξερα, ούτε ξανασυνάντησα. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Θεσσαλονίκη. Πήγα στο σπίτι, αγκάλιασα την οικογένειά μου, ανταλλάξαμε πρωτοχρονιάτικες ευχές και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα με μια αίσθηση πληρότητας. Η μικρή μου περιπέτεια είχε τελειώσει, αλλά έδινε σκυτάλη σε μια πιο μεγάλη, που ακόμα κρατάει και μου φέρνει πολλά νέα «δώρα», που χρωματίζουν με υπέροχο τρόπο τις μέχρι τώρα αγαπημένες μου συνήθειες.

Γεράσιμος Ευαγγελάτος, στιχουργός

-J16FW.jpg

Στη σκοπιά

Είναι Δεκέμβριος του 2008. Κι ενώ βρίσκομαι στον παράλογο αστερισμό του ελληνικού στρατού, ο ραδιοφωνικός σταθμός Μελωδία μάς κάνει την πρόταση με τον Θέμη (Καραμουρατίδη) και τη Νατάσσα (Μποφίλιου) να γράψουμε το εναρκτήριο τραγούδι της Πρωτοχρονιάς του 2009, μια συνήθεια – θεσμός, που μετρούσε ήδη αρκετά χρόνια και αρκετούς αγαπημένους καλλιτέχνες. Χωρίς πολλή σκέψη, αλλά με περίσσιο συναίσθημα, γράφουμε και παραδίδουμε το «Ευχαριστήριο», ένα πολύ αγαπημένο μας τραγούδι απολογισμών μ’ ένα κρυφό χαμόγελο για τις σχέσεις που το κέρδος τους είναι ότι δε χρειάζεται να προσποιούνται πως είναι κάτι άλλο. Και τα ταξίδια, που ακόμα κι αν έμειναν στα λόγια, παρέμειναν σημαντικά.

Και πώς το έφερε η τύχη, την τελευταία μέρα του χρόνου συμβαίνει να έχω σκοπιά 12-4 σ’ ένα από τα πιο ζόρικα φυλάκια του στρατοπέδου. Μια κινηματογραφική σύμπτωση, τόσο δυσάρεστη όσο και αναμενόμενη, που εντείνει το παράλογο της συνθήκης. Την αλλαγή του χρόνου θυμάμαι την πέτυχα κάπου στη διαδρομή προς τη σκοπιά, σ’ ένα παράξενο παιχνίδι ρόλων, φορτωμένος μ’ έναν ανόητο εξοπλισμό, μη μπορώντας καν ν’ ανοίξω το λαθραίο ραδιοφωνάκι μου για ν’ ακούσω το τραγούδι μας να κάνει ποδαρικό σε μια ολοκαίνουργια χρονιά γεμάτη προσδοκίες. Τις πρώτες ευχές τις αντάλλαξα 00:01 μ’ έναν άγνωστό μου τυπάκο, τον οποίο διαδέχτηκα στη βάρδια. «Άντε, φιλαράκο, και του χρόνου σπίτια μας»! Ο δρόμος έξω απ’ το στρατόπεδο ήταν γεμάτος αυτοκίνητα, φασαρία, παρέες. Μια ζωή που συνεχιζόταν ανενόχλητη παρά τις μετρημένες απουσίες από την κανονικότητά της. Το κινητό αθόρυβο στην τσέπη μου ν’ αποσιωπά μηνύματα αγάπης και κουράγιου από φίλους συγγενείς κι αγαπημένους. Το κεφάλι μου γεμάτο σκόρπιες σκέψεις, λέξεις, στιχάκια, σκότωνε την ώρα όπως όπως, περιμένοντας υπομονετικά το επόμενο παιδί να με αλλάξει. «Του χρόνου, τέτοια μέρα... σίγουρα πιο ζεστά, σίγουρα πιο άνετα, σίγουρα πιο ήσυχα, σίγουρα πιο καλά».

Του χρόνου τέτοια μέρα: Κάθε παραμονή από τότε, έστω και για λίγα λεπτά πριν την είσοδο σε μια νέα χρονιά, προσπαθώ να παγώσω μια στιγμή τον χρόνο και ν’ ανακαλέσω το συναίσθημα εκείνης της αλλαγής. Νιώθω να στέκομαι και πάλι στο κρύο εκείνης της σκοπιάς. Μέσα στη ζέστη, μέσα στους φίλους, μέσα στη γιορτή, ελαφρώς ζαλισμένος από το αλκοόλ. Πιάνω τον εαυτό μου να σιγομουρμουρίζει το «Ευχαριστήριο», περιμένοντας ακόμα εκείνο το παιδί που θα έρθει τα ξημερώματα να με αλλάξει…

Μυρτώ Κοντοβά, δημοσιογράφος, συγγραφέας, στιχουργός

-ipezn.jpg

Νέα ξεκινήματα

Το 2013, βρέθηκα στη δεύτερη σεζόν συνεργασίας με την Άννα Βίσση στο Rex. Ήταν η χρονιά, που δυστυχώς στην πρεμιέρα είχε συμβεί το ατύχημα στην Άννα. Αυτή ήταν μία χρονιά που είχε ξεκινήσει με αναποδιές κι εγώ είχα αποφασίσει να μετακομίσω από το σπίτι που έμενα 12 χρόνια. Είχα χωρίσει από μία σχέση 3,5 χρόνων και ήταν όλα παράξενα. Το σπίτι που ήθελα πάρα πολύ -το σπίτι των ονείρων μου από την εφηβεία- ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου. Μόνο που ήταν ακριβό. Είναι το σπίτι που μένω τώρα, στην περιοχή πίσω από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στον Νέο Κόσμο. Ήταν ένα μαγικό σπίτι στον 9ο όροφο μιας καινούργιας πολυκατοικίας. Έβλεπε ολόκληρη την πόλη κι όταν το είδα είπα «ή θ’ αρχίσεις να δουλεύεις πάρα πολύ για να το έχεις ή θα βρεις ένα άλλο». Είχα βρει κι ένα φθηνότερο, όμορφο κι αυτό πολύ, στον 1ο όροφο μιας πολυκατοικίας και αποφάσισα να νοικιάσω εκείνο. Το νοίκιασα δίνοντας προκαταβολή, στο οποίο δεν μπήκα ποτέ. Δεν πήγαινα, δε μετακόμιζα. Μια μέρα, ξύπνησα το πρωί, ενώ ήταν όλα τα πράγματα στον «αέρα». Είχε συμβεί κι αυτό με την Άννα και είπα «οκ, δε θέλεις να πας στο σπίτι που νοίκιασες. Θες το σπίτι των ονείρων σου». Άφησα την προκαταβολή και νοίκιασα το σπίτι αυτό. Βρέθηκα, λοιπόν, τα Χριστούγεννα μέσα στο σπίτι, χωρίς έπιπλα, μόνο μ’ ένα κρεβάτι. Ήρθαν κι όλοι μου οι φίλοι και φάγαμε το βράδυ των Χριστουγέννων στο πάτωμα. Όταν έφυγαν έβαλα ένα ποτήρι κρασί και περπάτησα ξυπόλυτη στο δάπεδο κοιτάζοντας την Αθήνα έξω, η οποία απλωνόταν ολόκληρη μπροστά μου. Τότε είπα στον εαυτό μου «Μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ σ’ έζησα, εγώ σε στήριξα, εγώ! Εγώ είμαι εδώ για σένα». Ήταν η στιγμή που κάθισα ήρεμη και χαλαρή με το κρασί μου στο πάτωμα και άρχισα να γράφω ένα τραγούδι που είχα πάρα πολύ καιρό στο μυαλό μου, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ακόμα. Την ίδια Πρωτοχρονιά, ήρθαν 6-7 φίλες μου να κάνουμε αλλαγή χρόνου. Ήμασταν όλες χωρισμένες. Ήρθαν με σαμπάνια, μόνο τα κορίτσια. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και κάναμε Πρωτοχρονιά έξω, ξυπόλητες. Βλέπαμε τα πυροτεχνήματα που ήταν «φάτσα» στην Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό. Δώσαμε την υπόσχεση να μας πάει φοβερά αυτή η χρονιά. Κι έτσι έγινε!

Μαρία Κουσουνή, πρίμα μπαλαρίνα Εθνικής Λυρικής Σκηνής

-f1RUp.jpg

Ένα χριστουγεννιάτικο όνειρο

Χριστούγεννα στο σπίτι με το δέντρο στολισμένο, λαμπερό στο σαλόνι μέσα στο σκοτάδι. Το μικρό κορίτσι ξυπνά μέσα στη νύχτα, όταν όλοι κοιμούνται κι έχει απόλυτη ησυχία. Της αρέσει να είναι μόνη, να κοιτάει τις μπάλες, τα στολίδια που έχουν τη λάμψη από τα φώτα. Κοιτάει το αστέρι στην κορυφή και ονειρεύεται τη ζωή. Αναρωτιέται από πού έρχεται το φως και τόση ομορφιά. Τόση χαρά. Αποκοιμιέται μετά από ώρες κάτω στο πάτωμα, απλά ευτυχισμένη. Χριστούγεννα πάνω στη σκηνή μ’ ένα τεράστιο δέντρο κι έναν Καρυοθραύστη που την ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο ως μπαλαρίνα μέσα από τούλια, πουέντ και τη μουσική του Τσαϊκόφσκι. Το όνειρό της έχει γίνει πραγματικότητα, αφού κι αυτή πια είναι μέρος ενός κόσμου γεμάτου από Τέχνη και μοιράζει τώρα λάμψη και όνειρα σε μικρούς και μεγάλους, χορεύοντας στο πιο ιδανικό μέρος που θα μπορούσε να βρίσκεται. Για πάντα Χριστούγεννα, όχι μόνο μια φορά τον χρόνο, αφού στο μικρό κορίτσι οι Καρυοθραύστες, οι μπάλες, τα στολίδια, τα φώτα και το αστέρι της φανερώθηκαν. Τώρα ξέρει ότι το δέντρο είναι η ζωή και ότι το φως θα το δεις μόνο μέσα από το σκοτάδι. Αυτό θα σου φανερώσει ό, τι έχει αξία. Θα λάμψει στα μάτια σου κι έτσι θα μπορείς να δεις την ομορφιά του. Έχε τα μάτια σου εκεί ψηλά στην κορυφή, σε αυτό το αστέρι για να μην χάσεις τον δρόμο σου και βρεθείς μακριά από το δέντρο της ζωής. Κι αν τον έχασες, θα υπάρχει, κάπου κάποιος Καρυοθραύστης που θα σε προστατεύσει με ιδανική, ανιδιοτελή αγάπη και θα σ’ επαναφέρει στο δέντρο για να ξαναβρείς το αστέρι…

Θανάσης Λάλας, δημοσιογράφος, εικαστικός

-dUI2x.jpg

Μια αξέχαστη «γέννα»

«Η ζωή αποφασίζει», απλώς μας δίνει το δικαίωμα να νομίζουμε ότι είμαστε κυρίαρχοι του εαυτού μας, ότι επιλέγουμε... Η αλήθεια είναι ότι τα μεγάλα και αξέχαστα, πριν φανερωθούν, ούτε που τα υποψιαζόμασταν. Το μόνο που μπορώ να πω, όχι με βεβαιότητα, είναι ότι για τα ξαφνικά της ζωής κάποιοι έχουν κάνει την ανάλογη προετοιμασία να τ’ ακολουθήσουν και άλλοι, οι πολλοί, απροετοίμαστοι, φοβισμένοι και ηττοπαθείς, τ’ αφήνουν, τους γυρίζουν την πλάτη, ούτε που τους περνάει από το μυαλό ν’ ακολουθήσουν και να πάνε εκεί που δε θα πήγαιναν ποτέ.

Νιώθω ότι γι’ αυτούς κυρίως γράφονται οι ιστορίες, γι’ αυτούς που δεν τολμούν να ζήσουν και ζουν μέσα από τις αφηγήσεις των τολμηρών. Όλα αυτά τα λέω γιατί θέλω ν’ ακούσετε τη χριστουγεννιάτικη αυτή ιστορία και να καταλάβετε τι θα έχανα αν έλεγα κάποτε ένα «όχι», αν σκεφτόμουν «Τι θέλω τώρα ν’ αναβάλω το ταξίδι της επιστροφής από τη Νέα Υόρκη»!

Ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων και είχαμε ήδη τρεις μέρες στην πόλη για συνεντεύξεις προγραμματισμένες. Ήταν μεσημέρι, είχαμε τελειώσει τις υποχρεώσεις μας και καθόμασταν στο μπαρ του ξενοδοχείου Paramount, στους 46 δρόμους, στο Μπροντγουέι. Μαζί με τους συνεργάτες μου «τρώγαμε» με γέλια και ποτά την ώρα, περιμένοντας να πάρουμε ταξί για το αεροδρόμιο. Ήταν 12 το μεσημέρι και η πτήση μας ήταν στις επτάμισι!

Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο! Μια γυναικεία φωνή, που μόλις ακουγόταν, σαν να είχε ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή, με ρώτησε στα αγγλικά: «Είσαι ο Λάλας;». «Ναι», είπα. «Είμαι η Λάιζα, η Λάιζα Μινέλι... Ίσως να μη θυμάσαι, είχαμε γνωριστεί στην Αθήνα, μου είχες πάρει μια συνέντευξη». Νόμιζα ότι κάποιος είχε βάλει να μου κάνουν πλάκα, μου ήταν απίστευτο ότι στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η ίδια η Μινέλι και θεωρούσε ότι μπορεί κάποιος να μη θυμάται ότι τη συνάντησε πριν έξι μήνες, να μη θυμάται τη νύχτα στα μάτια της, τα μαύρα κοντά μαλλιά της ασορτί με το κοντό μαύρο σορτ και τα υπέροχα γυμνά πόδια της να καβαλούν την καρέκλα στο Cabare και να χορεύουν, προκαλώντας τη λίμπιντο όλων μας! Η συνάντηση στην Αθήνα ήταν αξέχαστη, η συνομιλία μας μοναδική. «Τι είναι για εσάς η φήμη», την είχα ρωτήσει. «Το σπίτι μου... Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της φήμης. Η μητέρα μου κι ο πατέρας μου “πνίγηκαν” στη φήμη και το αλκοόλ». Τι απάντηση, Θεέ μου! Και συνεχώς χαμογελούσε με αυτό το αστραφτερό χαμόγελο που έχουν μόνο οι ραγισμένες ψυχές. Την είχα λατρέψει. Ήθελα τόσο πολύ να την αγκαλιάσω, να τη φιλήσω, να κάνουμε βόλτες μαζί, να φάμε, να πιούμε, να μεθύσουμε. Κι αυτή, από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας ήταν τόσο οικεία, σαν να γνωριζόμασταν. Στο τέλος εκείνης της συνέντευξης, μου είχε δώσει το τηλέφωνό της: «Να με πάρεις όταν έρθεις στη Νέα Υόρκη... Θέλω να συνεχίσουμε αυτήν την κουβέντα, θα χαρώ πολύ να σε ξαναδώ». Εγώ από τότε, κάθε φορά που έφτανα στη Νέα Υόρκη της τηλεφωνούσα. Είχα μόνο αναπάντητες κλήσεις και πάντα άφηνα μήνυμα. Όνομα, τηλέφωνο και… «Είμαι στη Νέα Υόρκη. Θα χαιρόμουν αν είχατε χρόνο να τα πούμε». Αυτό το ίδιο είχα κάνει και πριν τέσσερις ημέρες, μόλις φτάσαμε στην πόλη. Αυτήν την φορά ήταν η Μινέλι αυτοπροσώπως στην τηλεφωνική γραμμή. Είχε πάρει το μήνυμα. Μου ζήτησε συγνώμη που είχε καθυστερήσει να με πάρει. Μόλις είχε ξυπνήσει. Ήθελε να κάνουμε Χριστούγεννα εγώ και οι συνεργάτες μου σπίτι της. Της είπα φεύγουμε σε πέντε ώρες. «Αδύνατον», μου είπε... Θα αναβάλεις το ταξίδι. Θέλω τόσο πολύ να είμαστε μαζί τα Χριστούγεννα, θέλω τόσο να σε δω ξανά». «Δε γίνεται», της είπα. «Θα γίνει», μου είπε και άρχισε να γελάει σαν χάδι. Μάλλον ήταν ακόμα ξαπλωμένη κάτω από τα σκεπάσματα, ζεστή κι αποφασισμένη να γίνει το δικό της. Ναι, μείναμε, περάσαμε υπέροχα, ήπιαμε απίστευτες ποσότητες ομορφιάς, γελάσαμε, τραγουδήσαμε, γνωρίσαμε φίλους της και απολαύσαμε το αξέχαστο που μας σέρβιρε η ζωή χωρίς να μας ρωτήσει.

Αμάντα Μιχαλοπούλου, συγγραφέας

-tRJHR.jpg

Η επινόηση της αγάπης

Δεν είμαι άνθρωπος των Χριστουγέννων. Με φοβίζουν οι μεγάλες οικογένειες γύρω από ένα τραπέζι, οι παρεξηγήσεις, τα υπονοούμενα και τα λάθος δώρα. Οι συγγραφείς που εκτιμώ -από την Άγκαθα Κρίστι ως τον Νικολάι Γκόγκολ- έχουν γράψει εφιαλτικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες -η Κρίστι με κομματάκια γυαλιού στη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα και ο Γκόγκολ με τον διάβολο ν’ αλωνίζει στον ουρανό και να κρύβει το φεγγάρι στην τσέπη του. Το μεγάλο χριστουγεννιάτικο παραμύθι της επινόησης της αγάπης μ’ έπεισε μόλις έγινα μητέρα. Πριν από 17 χρόνια άφησα πίσω μου την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να στολίσω χριστουγεννιάτικο δέντρο και να πασπαλίσω το σαλόνι με χρυσόσκονη -δήθεν πως κατέβηκε ο Άγιος Βασίλης από την καμινάδα. Τότε έγραψα και τη σειρά «Η εγγονή του Αη Βασίλη», τρία παιδικά βιβλία με ηρωίδα ένα πεντάχρονο κορίτσι που προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή και την εύνοια του διάσημου υπεραπασχολημένου παππού της. Μερικές φορές οι φίλες της κόρης μου όταν το συνειδητοποιούν με κοιτάζουν αποσβολωμένες: «Εσείς γράψατε την Εγγονή; Μου τη διάβαζε η γιαγιά μου»!

Δεν έχω γράψει άλλο χριστουγεννιάτικο βιβλίο για παιδιά από τότε, ούτε νομίζω πως θα ξαναγράψω ποτέ. Αλλά όποτε έρχεται η συζήτηση στην «Εγγονή του Αη Βασίλη», νιώθω ένα σκίρτημα μέσα μου -γίνομαι ξανά η μητέρα της πεντάχρονης κόρης μου, ενός παιδιού που πιστεύει στα θαύματα. Κι αναρωτιέμαι, ως μητέρα έφηβης πια, πώς γίνεται ν’ ανανεώσω μέσα της την πίστη στο θαύμα, στη μεταφυσική πλευρά της ζωής, που μας κάνει όλους να ελπίζουμε και να πιστεύουμε σε μια ανώτερη αλήθεια, μια αλήθεια που μας ξεπερνά και ταυτόχρονα μας περικλείει. Πώς γίνεται κάτι τέτοιο σε αυτήν την παράξενη μεταιχμιακή ηλικία; Οι έφηβοι θυμώνουν, παθιάζονται και πληγώνονται με το παραμικρό.

Αλλά νομίζω πως ό, τι έκανα, έκανα. Η ποιότητα της ελπίδας που γεννήθηκε μέσα μου όταν έγινα μητέρα ελπίζω πως μεταλαμπαδεύτηκε στην κόρη μου δια του παραδείγματος. Χάνοντας ένα μέρος της υπαρξιακής απελπισίας που νιώθουν οι άνθρωποι όταν ζουν μόνο για τον εαυτό τους, μαθαίνοντας να πέφτω τρεις φορές και να σηκώνομαι τέσσερις, θέλω να πιστεύω πως της ενέπνευσα τη μεταφυσική πίστη που φέρνουν πάντα τα Χριστούγεννα στην καρδιά του χειμώνα: όπως οι εποχές, έτσι και τα συναισθήματα κάνουν κύκλους, τίποτα δεν κρατάει για πάντα και η οικογενειακή ευτυχία δεν είναι διαφημιστική καρτ-ποστάλ. Η φωτιά καίει μέσα μας ακόμη κι αν δεν έχουμε τζάκι και η ζεστασιά είναι ανθρώπινη ποιότητα, όχι χαλί με πλούσιο πέλος.

Φυσικά, αν μιλήσω έτσι θα με γιουχάρει, οπότε θα κάνω τα πράγματα με τη σειρά που τα έμαθα κι εγώ. Θα της χαρίσω φέτος τα διηγήματα του Νικολάι Γκόγκολ. Και βλέπουμε…