Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι άνθρωποι. Έφτιαξαν πράγματα. Τρανά πράγματα. Τόσο τρανά, που ξέχασαν αυτά που τους φαίνονταν πιο ταπεινά και μικρά. Τα λουλουδάκια και τις μέλισσες. Τις πρασινάδες και τα καθαρά νερά. Τα ζώα και τα βουνά. Αυτά αποφάσισαν πως ήταν για λιγότερο τρανούς ανθρώπους. Για τους λιγότερο προχωρημένους. Να, για τους ιθαγενείς, ας πούμε, και τους αρχαίους που παλιά τα λάτρευαν ως θεούς. Δεν τα χρειάζονταν αυτά οι μοντέρνοι αυτοί άνθρωποι, θεωρούσαν, όσο τα καινούρια που είχαν φτιάξει. Έτσι ζούσαν λοιπόν και νόμισαν πως ήταν πολύ καλά, αν και συνέχεια ο ένας ζήλευε τον άλλο και όλοι νόμιζαν πως αρκετά δεν είχαν και αρκετοί δεν ήταν.
Έτσι κάπως άρχισα να λέω μια ιστορία στην κόρη μου. Λέμε πολλές ιστορίες αυτές τις ημέρες. Καθημερινά έχουμε διαδικτυακό ραντεβού με τις γιαγιάδες μας για ένα παραμύθι. Η γαλάζια, η λευκή νεράιδα και το τέταρτο γουρουνάκι όλα παρελαύνουν από το σπίτι μας. Δεν ξέρω ποιος το διασκεδάζει περισσότερο: οι γιαγιάδες ή το τρίχρονο. Ή εγώ, που ακούω με χαμόγελο τους πιο αγαπημένους μου να μου δείχνουν πως η αγάπη αψηφά τον ιό. Δεν είμαι η μόνη που λέω ιστορίες αυτούς τους καιρούς. Στα σπίτια, στο διαδίκτυο, είναι πολλοί που επικοινωνούν μέσα από ιστορίες. Είναι ίσως το πιο βασικό καταφύγιο επικοινωνίας. Δε χρειάζεται να σου το μάθει κανείς. Η καρδιά γεννιέται με ατελείωτο χώρο για ιστορίες.
Αλλά, Αναστασία, τα τρανά αυτά τα πράγματα, για να τα φτιάξουν αυτοί οι άνθρωποι, αρρώσταιναν τα πιο μικρά πράγματα. Τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα. Μέχρι που ήρθε μια μεγάλη αρρώστια. Ξέφυγε από τον κόσμο, βλέπεις, που είχαν αρρωστήσει. Κλείστηκαν οι άνθρωποι στο σπίτι τους κι έχασαν οι γονείς τα παιδιά τους και τα παιδιά τους γονείς τους. Έμειναν μέσα καιρό. Πέρασαν μήνες. Άλλαξαν οι εποχές. Κάποιοι έβγαιναν να τραγουδούν στο μπαλκόνι σαν αηδόνια. Άλλοι ρουφούσαν τον φρέσκο αέρα με το σταγονόμετρο, όπως παλιά θα εισέπνεαν μια ακριβή κολόνια, και όλοι έτρεχαν με το ρολόι στο χέρι μην αργήσουν και τους πιάσει η νύχτα και το κακό έξω. Μιλούσαν με τους αγαπημένους τους από το ράδιο με δάκρυα στα μάτια. Είχε φτάσει η ώρα να καταλάβουν πως αυτά τα μικρά που ξέχασαν ήταν τελικά πολύ, πολύ μεγάλα. Και ότι η καρδιά τους είχε αδειάσει.
Σταματώ το παραμύθι εδώ και σκέφτομαι τη σημασία της ιστορίας τον καιρό του κορωνοϊού. Αυτού του εργαλείου, όχι μόνο για τα παιδιά, για τη μάθησή τους και τη διασκέδαση, αλλά και για εμάς, τους «μεγάλους». Πως τις χρειαζόμαστε τώρα περισσότερο από ποτέ. Είναι μια γλώσσα διαχρονική. Πιστεύω πως ο γλυκομίλητος Καθηγητής Τσιόδρας μας κέρδισε γιατί μας είπε, ουσιαστικά, κάποιες ιστορίες. Όχι με την έννοια της ψευτιάς -το αντίθετο. Επιστημονικά δεδομένα, φυσικά, τα κάλυψε με εγκυρότητα και ταπεινότητα. Αλλά μας μίλησε για τον νέο άνθρωπο που έχασε τη μάχη άδικα. Για την εγκυμονούσα χωρίς συμπτώματα. Μας είπε ότι πρέπει να προστατεύσουμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας με δάκρυα στα μάτια. Μας είπε ιστορίες από την καρδιά. Δε μίλησε ψυχρά, επιστημονικά, αλλά μας έδωσε συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα, με τα οποία μπορέσαμε να ταυτιστούμε. Πάνω από όλα, μοιράστηκε την ιστορία μιας ταπεινής χώρας που καταφέρνει για τώρα, αναπάντεχα για το μέγεθός της, να ξεπεράσει αυτό που δεν κατάφεραν υπερδυνάμεις. Μια ιστορία που μας ενέπνευσε κι έγινε πραγματικότητα.
Οι ιστορίες ίσως τελικά είναι ακόμα πιο σημαντικές σήμερα, γιατί είναι ένας τρόπος να συνδεθούμε. Να θυμηθούμε τις αξίες που μοιραζόμαστε, αυτές που μας ενώνουν.
Και όταν μετά από καιρό, Αναστασία, βρέθηκε το φάρμακο για την αρρώστια, οι πόρτες άνοιξαν και ο κόσμος ξεχύθηκε πάλι έξω. Αγκαλιάστηκαν σφικτά οι άνθρωποι και είπαν με μια φωνή «Τώρα, εδώ, θα ορκιστούμε όλοι! Ποτέ να μην ξεχάσουμε. Τα μικρά, ταπεινά πράγματα. Το καθαρό νερό της θάλασσας που μας γεννάει τα ψάρια. Τον αέρα τον φρέσκο που τρέφει τα πνευμόνια μας. Τη μέλισσα που σκοτώνουμε ενώ είναι αυτή που κάνει τις σοδειές μας να καρποφορούν. Αυτά θα τα έχουμε για θησαυρό, θα τα λατρεύουμε σαν θεό... Τώρα καταλάβαμε πως αυτά είναι θεός.» Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Η Αναστασία κοιμήθηκε. Κι εγώ σηκώνομαι σιωπηλά και αργά από το κρεβάτι της για να μην την ξυπνήσω και αναρωτιέμαι. Όπως κάθε βράδυ, εξάλλου, οι απορίες είναι οι ίδιες. Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα... Ποιοι είμαστε τελικά εμείς; Ποια είναι η πραγματική μας φύση και ποια πλευρά μας θα κερδίσει; Θα ζήσουμε τελικά καλύτερα; Το ελπίζω. Να πάρει η ευχή, ακόμα το ελπίζω.
Θα δούμε. Σύντομα, θα φανεί. Όταν θα ανοίξουν οι πόρτες και θα βγούμε έξω να αντικρίσουμε το φως της ελεύθερης ημέρας.
Bio
Η Ελένη Ανδρεάδη γεννήθηκε στο Λονδίνο. Ταξίδεψε και δούλεψε σε πολλές χώρες, όπως στην Αγγλία, στη Γερμανία και στην Αμερική, όπου ειδικεύτηκε στην Περιβαλλοντική Πολιτική και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Όταν γύρισε στην Ελλάδα το 2009, ίδρυσε τη Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση Πράκτορες του Πλανήτη, η οποία προσκαλεί τα παιδιά να σώσουν τον πλανήτη μέσα από «μυστικές αποστολές».Τα βιωματικά περιβαλλοντικά προγράμματα της οργάνωσης υλοποιούνται σε δημοτικά σχολεία σε ολόκληρη τη χώρα κι έχουν βραβευτεί για την καινοτομία τους από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Είναι Διευθύντρια Αειφορίας και Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στον ξενοδοχειακό όμιλο Sani/Ikos και μέλος του Ελληνικού Συμβουλίου Προσωπικοτήτων για το Διεθνές Δίκτυο Λύσεων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών (UN SDSN). Το πρώτο βιβλίο της, «Γίνε Πράκτορας του Πλανήτη», απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου στην κατηγορία Βιβλίου Γνώσεων 2015, ενώ το δεύτερο της σειράς βρέθηκε στις βραχείες λίστες.
Τα βιβλία της μεταφράζονται και κυκλοφορούν σε χώρες όπως η Αμερική, η Κίνα, η Κορέα, η Τουρκία και η Αίγυπτος. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα τέσσερα βιβλία της σειράς «Πράκτορες του Πλανήτη», καθώς και το βιβλίο της «Ο Τζάστιν Γκρέι και οι Φύλακες της Γης». Πρόσφατα (εν μέσω καραντίνας) κυκλοφόρησε και το νέο της βιβλίο «Ένα σύννεφο για τα γενέθλιά μου».