Τα φώτα σβήνουν στην αίθουσα του σινεμά, στην οποία είχα να βρεθώ εδώ και δύο χρόνια. Tο "No Τime To Die" διαφημιζόταν τότε με μεγάλη «αυθάδεια» θα έλεγε κανείς, μη γνωρίζοντας το τι μέλλει γενέσθαι που θα παράτεινε την επίσημη πρεμιέρα του για δύο χρόνια. Τέλος πάντων, enough is enough about covid(!) και να που επιτέλους ήρθε η στιγμή να ξαναβρεθούμε στον κινηματογράφο και για πρώτη φορά, να αρχίσει η ταινία χωρίς καν τις πολυπαιγμένες διαφημίσεις - trailers που συνηθίζονταν.
Η αρχή: αναμενόμενη. Ο πράκτορας μπαίνει στον περίφημο μαύρο κύκλο του και μας σημαδεύει με το όπλο του. Ωστόσο, αυτήν τη φορά φαίνεται να έχει κάτι διαφορετικό, αυτήν τη φορά δείχνει πως μπορεί και να είναι και η τελευταία του... Ο Daniel Craig δεν είχε από την πρώτη στιγμή τη στόφα του Bond. Ήταν το αλητόπαιδο, που για κάποιο -ανεξήγητο- λόγο τον έβαλαν στη θέση ενός bon viveur. Εκείνος είχε τεχνική, ήξερε καλό ξύλο και μιλούσε τα ρώσικα πιο άνετα από κάθε άλλον 007. Για μένα, αυθεντικός βρετανός, από αυτούς που δύσκολα θα «παιδευτούν» σε κάποια σχολή, ωστόσο γνωρίζουν καλά τη δουλειά.
Έχοντας τα παραπάνω στο νου, δεν μου έκαναν εντύπωση οι πρώτες σκηνές του «κύκνειου άσματος» του ηθοποιού. Ο Craig μας είχε συνηθίσει να μπαίνει από την αρχή στα βαθιά. Η αιώνια αγάπη του για το πρώτο κορίτσι του ως Bond, την Vesper (την απίθανη, σαγηνευτική Eva Green στο Casino Royale), δεν περνά στα ψιλά γράμματα ούτε και σε αυτήν την ταινία. Ζητώντας για τελευταία φορά τη συγχώρεσή της στην εκπληκτική Ματέρα της Ιταλίας, χάνει την εμπιστοσύνη του στο άλλο κορίτσι του, αυτό που έμελλε να γίνει το μοναδικό του... H Léa Seydoux στον ρόλο έχει αποδείξει πλέον την αξία της ως το πιο δυναμικό Bond girl, που όμως δεν παρατηρείς από την πρώτη στιγμή.
Κάπου εδώ οι δυο τους χωρίζονται και Bond αποσύρεται σε ένα αλλόκοτο ησυχαστήριο στη Τζαμάικα, μέρος-ορόσημο για τον δημιουργό του, Ian Fleming, που συνήθιζε να περνά τα καλοκαιριά του εκεί, δημιουργώντας τον μυθικό ήρωά του. Ψαρεύει, ακούει μουσική, και κοιτάει πάντα πάνω από τον ώμο του, ωστόσο δεν χάνει ποτέ εκείνη τη θλίψη στο βλέμμα του: κάτι του λείπει. Ο έρωτας ή αδρεναλίνη;
Νομίζω πως αυτό το ερώτημα απαντιέται και με το παραπάνω στις επόμενες σκηνές, που ο ίδιος μπλέκεται και πάλι συναισθηματικά -κάτι για το οποίο ξεχώριζε ο Craig- στο «παιχνίδι», αποδεχόμενος την πρόσκληση του παλιόφιλου του από τη CIA. Ας μην τα πολυλογούμε, ο James βρίσκεται πίσω στη θέση του ως 007, απλά αυτήν τη φορά δεν είναι μόνος του. Η αφροαμερικανή Nomi έχει όλα όσα χρειάζεται ένας διάδοχός του. Πολύ πείσμα, μικρές δόσεις ειρωνείας, και καθόλου χρόνο για να πεθάνει... Ωστόσο αυτό που λίγο χαλάει το όλο σκηνικό μεταφοράς του ρόλου για πρώτη φορά σε μια γυναίκα είναι η ενσάρκωση αυτής. Ωραία η Lashana Lynch, αλλά έκανε πολλή προσπάθεια να φανεί αντάξια στον ρόλο ενός πράκτορα, σε σημείο της γύρισε μπούμερανγκ.
Aπό την άλλη, η Seydoux κατάφερε να με «αποπλανήσει» μέσω της απλότητας και της εκσυγχρονισμένης εικόνας της, που θέλει τα κορίτσια του δημοφιλούς ήρωα να στέκονται αδύναμα, να μην έχουν ένοχο παρελθόν και να του παραδίνονται ολοκληρωτικά. Η Madeleine (Léa Seydoux) δεν κοιμάται ήσυχη τα βράδια και μοιάζει περισσότερο από τον καθένα στον ίδιο τον Bond.
Η πλοκή εξελίσσεται εύκολα, με τον Craig να δίνει στο κοινό αυτό που γνωρίζει καλύτερα, δράση και συναισθηματική φόρτιση. Φτάνοντας στην Κούβα, η Ana De Armas μετατρέπεται σε μια νέα εκδοχή της υπέροχης Michelle Pfeiffer στο Scarface, ωστόσο είναι απίθανο πως μια τόσο sexy εμφάνιση απογειώνεται με εύστοχο χιούμορ. Η ίδια αποτέλεσε την αποκάλυψη του φιλμ, δίνοντας μια σύγχρονη essence σε μια κλασικά όμορφη εικόνα.
Προσωπικά -εάν και πολλοί θα διαφωνήσουν- βρήκα βαρετό τον villain, οσκαρικό by the way, Rami Malek. Οκ, πέρασε πολλά, οκ, φορούσε ένα εκπληκτικό japanese κιμονό και οκ, ο τρόπος που χειρίζεται τις εκφράσεις του στόματός του δείχνει την πραγματική πικρία ενός βασανισμένου από τη μοίρα άντρα. Ωστόσο, ο Malek πιστεύω πως παίζει σε κάθε ταινία τον ίδιο ρόλο. Συγκεκριμένα, αισθάνθηκα ότι βλέπω τον Freddie Mercury, με λίγο από Mr. Robot, και φόντο τον Daniel Craig. Και κάπου εκεί ήταν που η ταινία πλατίασε στις σκηνές δράσης με περιττές επαναλήψεις που άνετα θα την μετέτρεπαν σε οποιοδήποτε blockbuster.
Last but not least, το επικό φινάλε. Φυσικά και δεν θα σποιλάρω, ωστόσο δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην πικρία της τελευταίας σκηνής. Και λέω τελευταίας, γιατί πραγματικά πιστεύω ότι εκεί κρύβεται η μαγεία του αποχαιρετισμού. Η λύτρωση πως ο Bond που μας έδειξε πολλά κομμάτια του James δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος στα μάτια μας. Για μένα, η καλύτερη ερμηνεία του Craig. Ακομπλεξάριστος και γνωρίζοντας πολύ καλά τα πατήματά του, μαθαίνει τι θα πει αυτοθυσία για έναν σκοπό που του ήταν άγνωστος μέχρι τώρα, η οικογένεια.
Δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον του πράκτορα 007, και όπως εύστοχα δήλωσε και ο Daniel Craig, "It's not my problem anymore". To όνομα του Tom Hardy, πολύ αλήτης, ο Regé-Jean Page (ο καυτός πρωταγωνιστής του Bridgerton) πάντα ατάραχος, Tom Hiddleston, υπερβολικά κοκκινομάλλης και ο Henry Cavill -γνωστός σε όλους και ως σούπερμαν- πολύ αμερικάνος, έχουν πέσει ήδη στο τραπέζι. Οι απόψεις από την άλλη διίστανται με το αν μια γυναίκα αυτή τη φορά θα πρέπει να αναλάβει τον ρόλο του Bond. Kαθώς ο δημοφιλής ήρωας εναρμονίζεται με την εκάστοτε εποχή δεν θα έλεγα πως κάτι τέτοιο θα μου φαινόταν ιδιαίτερα παράταιρο, εάν κι εφόσον αυτή μοιραζόταν το ίδιο αίμα με εκείνον...