Η κατοικία είναι ένα τυπικό δείγμα μεταπολεμικού, διώροφου κτιρίου, 100 τ.μ. περίπου, στην περιοχή του Θησείου στην Αθήνα, σ’ ένα οικόπεδο πλήρως καλυμμένο και αντιπροσωπεύει επάξια την αρχιτεκτονική της εποχής του. Με εσωτερική οργάνωση ανάλογη των μονοκατοικιών της δεκαετίας του ’50, περιλάμβανε όλες τις χρήσεις «ημέρας» στο ισόγειο, όπως σαλόνι, καθιστικό, κουζίνα, ίσως και κάποιο μικρό wc και αντίστοιχα, τις λειτουργίες «νύχτας» στον όροφο, με τρία υπνοδωμάτια, μπάνιο, πλυσταριό-αποθήκη και πίσω μπαλκόνι, που είχε πρόσβαση στο δώμα με μεταλλική σκάλα. Όλοι οι χώροι είχαν ανοίγματα προς τον δρόμο, όπως συνηθιζόταν, καθώς η ζωή της γειτονιάς ήταν συνυφασμένη με αυτόν. Το γεγονός, εκτός της τοποθεσίας, ότι το πίσω μέρος του ορόφου έβλεπε στην Ακρόπολη ήταν το σημαντικότερο κίνητρο για την αγορά της κατοικίας από τους νέους της ιδιοκτήτες, οι οποίοι ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα Μηνά Κοσμίδη (Architecture in Concept) να επανασχεδιάσει τους χώρους της. Mε απόλυτη συμφωνία των δύο πλευρών, προχώρησαν οι αναστηλωτικές εργασίες που αφορούν στον στατικό κορμό της κατοικίας και στη διαμόρφωση της νέας οργάνωσης των χώρων της. Στόχος της νέας μελέτης ήταν η εκμετάλλευση της θέας, ώστε να αναδειχθεί στο σημαντικότερο στοιχείο στην τελική αναδιαμόρφωση των χώρων, εξυπηρετώντας τους ιδιοκτήτες τόσο ως προς τις επιθυμίες τους όσο και την αισθητική τους.
Έτσι, στο ισόγειο χωροθετήθηκε το master bedroom με μπάνιο, ένας μικρός καθιστικός χώρος που διαμορφώνεται σε ξενώνα, με αλλαγή των κινητών στοιχείων, που τον διαχωρίζουν από το υπνοδωμάτιο, ένα μικρό wc-μπάνιο ξένων και χώρος αποθήκης. Επειδή ο ισόγειος χώρος παίρνει φως μόνο από τα δύο παράθυρα που βλέπουν στον δρόμο, καταργήθηκαν τοίχοι και πόρτες και τη θέση τους πήραν μεγάλα κινητά πάνελ από ξύλινες επιφάνειες, άλλα με φινίρισμα καρυδιάς και άλλα με φινίρισμα όπως αυτό των τοίχων. Απέναντι από την είσοδο, σκαλοπάτια από μασίφ καρυδιά «φυτεμένα» στον τοίχο οδηγούν στον όροφο, όπου δημιουργήθηκε ένας ενιαίος χώρος καθιστικού, τραπεζαρίας, κουζίνας με άμεση συνέχεια προς τη βεράντα. Η μεγάλη τζαμαρία κατασκευάστηκε έτσι ώστε να αποτελεί ένα τεράστιο κάδρο με θέα την Ακρόπολη. Από τη βεράντα, μεταλλική σκάλα οδηγεί στο δώμα, απ’ όπου έχει κανείς τη μέγιστη θέα στον Αττικό ουρανό, την Ακρόπολη, το Αστεροσκοπείο, την Αθήνα.
Στο σύνολο των χώρων, δημιουργήθηκε ένα μονοχρωματικό, σε γήινες αποχρώσεις κέλυφος, χρησιμοποιήθηκαν φυσικά υλικά, μη αποστειρωμένα, όπου έπιπλα (κυρίως του Area Domus), αντικείμενα και μνήμες μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά, χωρίς καμιά επιτήδευση. Με κυρίαρχο χρώμα το μπεζ των επιχρισμένων επιφανειών σε τοίχους και οροφές, στα μαρμάρινα δάπεδα και στα περισσότερα υφάσματα, σε συνύπαρξη με το ξύλο καρυδιάς και το μαύρο των μεταλλικών κατασκευών που χρησιμοποιήθηκαν στην αναστήλωση και παρέμειναν ορατά, νιώθει κανείς ότι βρίσκεται σε διαρκή συνομιλία με το ζωντανό κάδρο της Ακρόπολης και μεταφέρεται αλλού, με μια ευχάριστη νοσταλγική διάθεση. Τα εξωτερικά παλιά κουφώματα παρέμειναν και συντηρήθηκαν, ενώ στην πρόσοψη επανασχεδιάστηκαν τα κιγκλιδώματα και οι υδρορροές. Ο φωτισμός μελετήθηκε με στόχο την ανάδειξη της κατοικίας τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά και κυρίως με σεβασμό στην περιοχή του Θησείου, του μνημείου της Ακρόπολης, της ατμοσφαιρικής διάθεσης ενός μαγευτικού συνόλου.
KEIMENO ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΛΕΙΔΑΡΙΑ