Ανανεωμένος αέρας φυσάει αυτές τις ημέρες στο Παρίσι. Το Fondation Cartier pour l’art contemporain, το ίδρυμα που από το 1994 στεγαζόταν στο εμβληματικό, γυάλινο κτίριο του Jean Nouvel στο Boulevard Raspail, άνοιξε στις 25 Οκτωβρίου μια νέα σελίδα - αυτήν τη φορά στο ιστορικό 2, Place du Palais-Royal, ακριβώς απέναντι από το Musée du Louvre. Πρόκειται για ριζική επανεφεύρεση της σχέσης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, τον εκθεσιακό χώρο και την Πόλη του Φωτός.
Γιατί επελέγη αυτό το κτίριο;
Το κτίριο που επιλέχθηκε ως το νέο «σπίτι» του Ιδρύματος -μία μεγαλοπρεπής όψη του 1855 που είχε φιλοξενήσει το Grand Hôtel du Louvre και τα Grands Magasins du Louvre- διατηρεί στο εξωτερικό το ιστορικό του χαρακτήρα, ενώ στο εσωτερικό έχει υποβληθεί σε μια σχεδόν επαναστατική μεταμόρφωση από τον ίδιο τον Jean Nouvel. Η αρχιτεκτονική ιδέα βασίζεται σε μια «δυναμική μηχανική» του χώρου: πέντε μεγάλες κινητές πλατφόρμες οι οποίες μπορούν να ρυθμιστούν σε πολλαπλά ύψη και διατάξεις, επιτρέποντας την παραγωγή διαφορετικών όγκων, κάθετων διαδρομών φωτός και άπειρων σεναρίων έκθεσης. Η ίδια η κίνηση των πλατφορμών και η «μεταμορφωσιμότητα» του χώρου γίνονται εργαλείο επιμέλειας - όχι μόνο ένα σκηνικό γι' έργα τέχνης αλλά παράγοντας που διαμορφώνει την εμπειρία τους.
Μιλώντας με αριθμούς

Το νέο συγκρότημα διαθέτει συνολικά περίπου 8.500 τετραγωνικά μέτρα προσβάσιμου χώρου, εκ των οποίων περίπου 6.500 τ.μ. αφιερώνονται σε εκθεσιακές επιφάνειες, δηλαδή πολλαπλάσιο μέγεθος σε σχέση με την προηγούμενη στέγη. Το εύρος και η ποικιλία των χώρων συμπληρώνονται από βιβλιοθήκη, αμφιθέατρο, εκπαιδευτικά προγράμματα και εστιατόριο, με στόχο να μετατραπεί η Fondation Cartier σε ένα δικτυωμένο «γειτονικό» κόμβο πολιτισμού, ανοιχτό στην πόλη και το κοινό.
Η μεγάλη έκθεση Exposition Générale

Το Fondation ανοίγει επίσημα στο κοινό στις 25 Οκτωβρίου 2025 με την έκθεση-έναρξη "Exposition Générale", μια επιμελημένη παρουσίαση που αντλεί από τη συλλογή του Ιδρύματος και φιλοξενεί περίπου 600 έργα από περισσότερους από 100 δημιουργούς. Η έκθεση εγκαινιάστηκε στις 25 Οκτωβρίου και θα διαρκέσει έως τις 23 Αυγούστου 2026. Ο τίτλος της, στα ελληνικά «Γενική Έκθεση», παραπέμπει συνειδητά στις μεγάλες παρισινές εκθέσεις του 19ου αιώνα, όμως εδώ επανερμηνεύεται ριζικά: είναι μια «γενική επισκόπηση» των σαράντα χρόνων δραστηριότητας του Fondation Cartier, από την ίδρυσή του το 1984 έως σήμερα, αλλά και μια συνολική χαρτογράφηση των ερωτημάτων που απασχόλησαν την τέχνη κατά το ίδιο διάστημα.
Η επιμέλεια και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του εκθεσιακού σκηνικού ανήκουν στο ιταλικό στούντιο Formafantasma, που προσέγγισε το νέο κτίριο του Nouvel ως ζωντανό οργανισμό. Οι πέντε κινητές πλατφόρμες του χώρου, σήμα κατατεθέν της νέας αρχιτεκτονικής, επιτρέπουν την εναλλαγή όγκων και επιπέδων. Με αυτό τον τρόπο η έκθεση αλλάζει συνεχώς μορφή, αναδεικνύοντας διαφορετικά έργα ανάλογα με τη διάταξη και το φως. Η εμπειρία του επισκέπτη γίνεται σχεδόν κινηματογραφική: το βλέμμα μετακινείται, ανακαλύπτει, χάνεται και ξαναβρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζει να αναπνέει με ρυθμό τέχνης.

Η αφήγηση της έκθεσης αναπτύσσεται σε τέσσερις θεματικούς άξονες. Ο πρώτος, Machines d’Architecture, εστιάζει στη γλώσσα των κατασκευών, στην εφευρετικότητα των μορφών και στη συνάντηση της τέχνης με τον αστικό χώρο. Ο δεύτερος, Être Nature, ανοίγει τον διάλογο με τη φύση, την οικολογία και την ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον - μια θεματική που διατρέχει μεγάλο μέρος του προγράμματος της Fondation τις τελευταίες δεκαετίες. Ο τρίτος, Making Things, εστιάζει στη διαδικασία της δημιουργίας και στη χειρωνακτική γνώση που συνδέει την τέχνη με τη βιοτεχνία και το design. Τέλος, το Un Monde Réel διερευνά τις οριακές περιοχές όπου η επιστήμη, η τεχνολογία και η φαντασία συνθέτουν νέες μορφές πραγματικότητας.
Το εύρος των συμμετεχόντων καλλιτεχνών είναι εντυπωσιακό. Στην έκθεση συναντά κανείς έργα του David Lynch, της Olga de Amaral, της Sarah Sze, του Bodys Isek Kingelez, του Alessandro Mendini, του Peter Halley, της Agnes Varda και δεκάδων άλλων ονομάτων που έχουν κατά καιρούς συνεργαστεί με τη Fondation Cartier. Κάθε έργο συνομιλεί με τα υπόλοιπα, δημιουργώντας μια «συλλογική φωνή» που αντικατοπτρίζει το DNA του ιδρύματος: μια μίξη τόλμης, ποιότητας και πειραματισμού.

Η Exposition Générale δεν περιορίζεται στους εσωτερικούς χώρους του κτιρίου. Μέρος της εκτείνεται προς τα έξω, στις στοές της Galerie Valois και στην ίδια την Place du Palais-Royal, συνδέοντας το Fondation με το αστικό τοπίο κι ενθαρρύνοντας την επαφή της τέχνης με τον δημόσιο χώρο. Το στοιχείο αυτό δεν είναι τυχαίο: αποτελεί κεντρική ιδέα της νέας εποχής του ιδρύματος, που επιδιώκει να είναι όχι ένας «ναός» τέχνης, αλλά ένας ζωντανός κόμβος πολιτισμού στην καρδιά της πόλης.
Μια νέα εποχή
Η μετακόμιση σηματοδοτεί επίσης μια πολιτιστική στρατηγική: από το Raspail, ένα σημείο με ισχυρό αρχιτεκτονικό αποτύπωμα αλλά σχετικά περιθωριακό ως προς το κέντρο, η Fondation Cartier μετατίθεται πλέον στον πυρήνα του πολιτιστικού τουριστικού άξονα του Παρισιού. Η διεύθυνση του ιδρύματος -και ειδικά ο διευθυντής Chris Dercon- έχουν εκφράσει την επιδίωξη να τριπλασιαστεί η επισκεψιμότητα και να προσελκυσθεί ένα πιο διεθνές ακροατήριο, χωρίς ωστόσο να θυσιάζουν την καλλιτεχνική ρητορική υπέρ του θεάματος. Το στοίχημα είναι να παραμείνει η Fondation χώρος πειραματισμού και διάλογου και όχι απλά «ατραξιόν».
Οι πρώτες κριτικές και τα ρεπορτάζ που προηγήθηκαν των εγκαινίων δείχνουν ενδιαφέρον για το πώς οι τεχνικές λύσεις (κινητές πλατφόρμες, γυάλινες όψεις προς την πόλη, μεγάλες διαμπερείς επιφάνειες), θα επηρεάσουν την αφήγηση των εκθέσεων: ορισμένοι επιμελητές και αρχιτέκτονες μιλούν για ένα «εργαλείο» με απεριόριστες δυνατότητες, άλλοι επισημαίνουν τις τεχνικές προκλήσεις και το κόστος λειτουργίας ενός τόσο ευέλικτου αλλά και απαιτητικού συστήματος. Στη δημόσια συζήτηση προστίθεται και το ζήτημα της σχέσης με τον γειτονικό Λούβρο - έναν «μεγάλο γείτονα» που αλλάζει την αναγνωρισιμότητα και τις προσδοκίες.
Κεντρική φωτογραφία: Luc Boegly
