City Walks: Urban Markets
Η μέρα είχε χρώμα τεφρό τη μέρα εκείνη του Ιούνη. Ο ήλιος είχε κρυφτεί αλλά συνέχιζε να καίει -ένα απ’ τα πολλά καπρίτσια μιας αναποφάσιστης Θεσσαλονίκης. Περπατούσα στο λιμάνι κι έβλεπα το παραλιακό μέτωπο να χάνεται στον ορίζοντα. Διάφορες παρέες ήταν καθισμένες στην ξύλινη εξέδρα δίπλα στο νερό. Ακολουθούσαν πιστά τις επιταγές του καλοκαιριού οι οποίες, λόγω καιρού, είχαν μείνει ανυπόγραφες.
Έφτασα στην έξοδο του λιμανιού και είδα την Πλατεία Ελευθερίας. Ανηφόρησα την Ίωνος Δραγούμη, έφτασα στην Τσιμισκή κι έκανα δεξιά με ρότα την Αριστοτέλους. Ένας μουσικός του δρόμου μπέρδευε τα ακούσματα, κάτι ανάμεσα σε blues και Φραγκοσυριανή. Παραδίπλα, ένας πλανόδιος κουλουρτζής φώναζε «φρέσκα κουλούρια». Δε φαινόντουσαν και πολύ φρέσκα, όμως πήρα ένα με σταφίδα. Για το καλό.
Έστριψα στην Αριστοτέλους και κατευθύνθηκα προς Βασιλέως Ηρακλείου. Τα αμάξια που παρκάρουν διαγώνια και τα μηχανάκια μπροστά απ’ τη στοά ηλεκτρονικών κάνουν τον δρόμο να μοιάζει ασφυκτικά γεμάτος. Σαν ένα σπίτι με χίλια μπιχλιμπίδια που θα γίνει άνω-κάτω με τον πρώτο σεισμό, έτσι κι η Θεσσαλονίκη ώρες-ώρες μοιάζει με αποθήκη συλλέκτη.
Απροσδιόριστες φωνές και μακρινό μπουζούκι ακουγόταν μέσα απ’ την αγορά του Μοδιάνο. Αυτή η είσοδός της αγοράς, επί της οδού Βασιλέως Ηρακλείου, είναι πρόσφορο έδαφος για διηγήσεις. Εκεί έκαναν πιάτσα οι βλάμηδες κι οι ασίκηδες, οι μόρτηδες της παλιάς Θεσσαλονίκης. Κάπου εδώ καθόταν ο Γιάγκος στο τρίκυκλό του, όπως τον περιέγραψε ο Βασιλικός. Κάπου τριγύρω έφαγε μπουγάτσα με κρυσταλλική ζάχαρη με τον αρχιφύλακα κι ύστερα έφυγε για τη «δουλειά».
Τα σχέδια ήθελαν το Μοδιάνο να κλείσει τον Μάιο που μας πέρασε, για ν’ αρχίσουν σιγά-σιγά οι εργασίες της ανακαίνισης. Μέσα, μια εικόνα εγκατάλειψης: το στολίδι του Ελί Μοδιάνο μοιάζει να θέλει ένα γερό γυάλισμα. Οι επιγραφές των ταβερνών δήλωναν περήφανα την τοποθεσία τους: ΜΟΔΙΑΝΟ, με κεφαλαία, έντονα γράμματα. Δυο κύριοι, βγαλμένοι από παλιά ελληνική ταινία, έπαιζαν κιθάρα και μπουζούκι και τραγουδούσαν. Ο καφές τους ήταν φρέντο εσπρέσσο, ο οποίος αντικατέστησε τον ελληνικό, ως το νέο εθνικό μας ρόφημα.
Ελάχιστα μαγαζιά έχουν μείνει ανοιχτά στο Μοδιάνο. Η αγορά έχει ερημώσει. Τα περισσότερα έχουν παλιά συμβόλαια που έχουν λήξει. Υπακούοντας σε όρους μιας σιωπηλής συμφωνίας, σ’ ένα καθεστώς έμμεσης έξωσης, καλούνται να επιβιώσουν σε μια αγορά-φάντασμα. Αλλιώς, "αδειάστε μας τη γωνιά". "Δύσκολη περίοδος, παλικάρι μου" μου έλεγε το αφεντικό ενός από τα κρεοπωλεία, ενώ κρεμούσε την ποδιά του σ’ ένα τσιγκέλι παραδίπλα.
Κόκκινες βούλες σημαδεύουν τα μαγαζιά που έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία του ομίλου που δεσμεύτηκε ν’ ανακαινίσει το Μοδιάνο, διατηρώντας τον εμπορικό του χαρακτήρα. Νιώθεις πως κάποιος περιμένει καρτερικά πίσω απ’ τη γωνία να σημαδέψει και τα υπόλοιπα, κρατώντας ένα μεγάλο κόκκινο πινέλο. Κόκκινες βούλες. Σ’ ένα εβραϊκό κτίριο.
Ανηφόρησα προς τα πάνω και βγήκα στην Ερμού. Σαν να άλλαξα επίπεδο σε βιντεοπαιχνίδι, μπήκα σε μια διαφορετική αγορά, αυτή του Καπανιού. Είναι η παλαιότερη αγορά της Θεσσαλονίκης. Ονομάζεται αλλιώς «αγορά Βλάλη», ενώ το βασικό της όνομα προέρχεται από το τουρκικό «ουν-καπάν» -αγορά αλευριού. Στο Καπάνι μπορεί κανείς να βρει τα πάντα: είδη οικιακής χρήσης, φρούτα, κρέατα, ρούχα, ψάρια και τυριά. Σε μια γωνιά, ένα μαγαζί με θρησκευτικά είδη βρίσκεται δίπλα σ’ ένα άλλο που πουλά τουριστικά. «Μολών Λαβέ», περικεφαλαίες και αρχαίοι φιλόσοφοι φιγουράρουν δίπλα σε εικόνες της Παναγίας και του Αγίου Δημητρίου. Μυρωδιές ψαριών και μπαχαρικών και βαλκανικά ακούσματα μιας πλανόδιας μπάντας που προσπαθεί να διασκεδάσει ένα ζευγάρι τουριστών πλημμυρίζουν τη μύτη και τ’ αυτιά μου. Σε μια διαδρομή ούτε τριών μέτρων μπορεί κανείς να νιώσει τη νοερή μετάβαση από τον Δία στον Χριστό.
Το Καπάνι παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα. Είναι πιο ζωντανό, πιο εύθυμο αλλά και πολύ μεγαλύτερο. Οι πωλητές διατυμπανίζουν το εμπόρευμά τους: «για ελάτε ρε παιδιά, 5 ευρώ το θραψαλάκι». Όποιον κι αν ρωτήσω να βγάλω φωτογραφία, σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και μου λέει «κάνε ό,τι θες». Καμία διάθεση για σκηνοθετημένα αυθόρμητο αποτέλεσμα. Η σκηνοθεσία έχει συντελεστεί χρόνια τώρα. Εγώ, είμαι απλώς κομπάρσος.
Το Καπάνι οριοθετείται από τις οδούς Ερμού, Βενιζέλου, Εγνατία και Αριστοτέλους και εκτείνεται σε ολόκληρο το τετράγωνο, διακλαδιζόμενο σε μικρούς πεζόδρομους και στοές. Δεν είναι λίγοι αυτοί που επιλέγουν -λόγω συνήθειας ή γούστου- να ψωνίζουν από εκεί. Σημαντικό ρόλο στην επέκταση και ενεργοποίηση της εν λόγω αγοράς τα τελευταία χρόνια διαδραμάτισε τo Kapani Project, μια δράση πολιτισμού, η οποία το συστήνει εκ νέου ως τόπο αλληλεπίδρασης και επαγγελματικής κινητικότητας.
Βγαίνω από την Κομνηνών στη Ερμού. Ευθεία μπροστά μου έχω τα περιβόητα Λουλουδάδικα. Κι εγώ που νόμιζα ότι ο ιπποτισμός έχει πεθάνει -αν υποθέσουμε ότι, πέραν της κηπουρικής, είναι ο βασικότερος χρηματοδότης των ανθοπωλείων. Μια γιαγιά δίπλα μου μυρίζει ένα λουλούδι και χαμογελάει. Είναι αυτή η ηρεμία που φέρνει η ηλικία, αυτή η ικανότητα του να αντλείς ευχαρίστηση από τα πιο απλά πράγματα. Καθώς έφευγα από το ιστορικό κέντρο της πόλης και πήγαινα προς τα κάτω, σκεφτόμουν πως η σκέψη της αρετής και η δράση εξαιτίας της απέχουν, στην περίπτωσή μας, περίπου 60 χρόνια.
Φωτογραφία: Βασίλης Σερβετάς
WHO IS WHO
Θεσσαλονικιός στα 22, παίρνω σιγά-σιγά πτυχίο και γίνομαι επίσημα δημοσιογράφος. Άκριτα ρομαντικός και παρορμητικός, "ρουφάω" στιγμές. Όσες διαφύγουν της προσοχής μου, σίγουρα δεν θα ξεφύγουν από τον φωτογραφικό μου φακό. Λάτρης του ήχου που κάνει το κλείστρο του όταν παγιδεύει στιγμές, προσπαθώ να απεικονίσω πλευρές της πόλης. Κάθε πόλης. Στην περιπλάνησή μου προσπαθώ να μοιραστώ όσα συμβαίνουν γύρω μου, γιατί χωρίς αυτό νιώθω σαν να μην πηγαίνω πουθενά.