Να δηλώσω εξαρχής θεατρόφιλος μέχρι τελικής πτώσεως! Η μαμά και ο μπαμπάς «φταίνε» γι’ αυτό, καθώς όταν η εκάστοτε παράσταση το επέτρεπε, με έπαιρναν μαζί τους. Παιδικές θεατρικές μνήμες έχω αμυδρές, αλλά τώρα που στέκομαι μπροστά στο πληκτρολόγιο θυμάμαι την Αλίκη Βουγιουκλάκη και το Δάνη Κατρανίδη στο «Νυφικό Κρεβάτι», αλλά και τη συλλογή με αυτόγραφα που είχα, την οποία κάποια στιγμή, μάλλον τη βαρέθηκα και την ξεφορτώθηκα. Τέλος πάντων, στο σήμερα...
Ήταν ένα ζωηρό θεατρικό καλοκαίρι αυτό που πέρασε, αφού ήταν αρκετά τα σχήματα που πήραν την απόφαση να περιοδεύσουν ανά την Ελλάδα ή να παρουσιάσουν δουλειά τους σε Φεστιβάλ και φυσικά στην Επίδαυρο και το ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Δεν υπογράφω ως κριτικός θεάτρου, κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω, καθώς τηρώ πάντα μια καλοπροαίρετη στάση απέναντι στους δημιουργούς, οι οποίοι κυριολεκτικά καταθέτουν κομμάτι της ψυχής τους επάνω στη σκηνή. Δεν είμαι ο άνθρωπος που θα ψάξει, σώνει και καλά, το ψεγάδι μιας δουλειάς, απλώς και μόνο για να αμαυρώσει το αποτέλεσμα.
Από την άλλη, επειδή καλό είναι να αποδίδονται τα του Καίσαρος τω Κέσαρι, παραθέτω όλα όσα με ενθουσίασαν, ελπίζοντας πως θα υπάρξουν συμφωνούντες και διαφωνούντες, γιατί το θέατρο είναι κατά βάση υποκειμενική υπόθεση.
Κατάφερα, λοιπόν, να δω οκτώ παραστάσεις φέτος το καλοκαίρι και καταθέτω το δικό μου Top 8, χωρίς να απορρίπτω τίποτε! Τα γράφω όπως ακριβώς τα συζητάω με τους φίλους μου, όταν με ρωτάνε: «Αλήθεια, τι βάζεις στο νούμερο ένα;».
«Ελένη», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου
Πόση χαρά μπορεί να πάρει κανείς όταν ένας από τους μεγάλους σκηνοθέτες που διαθέτουμε ως χώρα, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, δεν φοβάται τα σχήματα και τα στεγανά και δεν διστάζει να μπολιάσει την οριακά τραγωδία «Ελένη» του Ευριπίδη με νότες ειρωνείας και ευφυούς χιούμορ, πατώντας στη μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα. Ένας εξαιρετικός Χορός – άψογος ενδυματολογικά με την υπογραφή του Άγγελου Μέντη που παρέπεμπε σε ομάδα συγχρονικής κολύμβησης του ’60 – και η Έμιλυ Κολιανδρή σε μεγάλα κέφια ως Ελένη. Ο Θέμις Πάνου έκπληξη με την κωμική του στροφή ως Μενέλαος και η Αγορίτσα Οικονόμου να κλέβει τις εντυπώσεις ως Θεονόη. Η πιο αμιγώς δραματική στιγμή της παράστασης είναι η εμφάνιση του Άγγελου Μπούρα, ο οποίος ως Αγγελιοφόρος Β’ στάθηκε στο ύψος της περίστασης, έχοντας γυμνάσει σώμα, φωνή και υποκριτικά μέσα. Για μένα, η πιο ξεχωριστή στιγμή του φετινού θεατρικού καλοκαιριού, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, που ατύχησε λόγω των τραγικών πυρκαγιών και δεν παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο.
«Ιφιγένεια η εν Ταύροις», σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη
Ο Γιώργος Νανούρης είναι από τα πλέον ταλαντούχα και χαμηλών τόνων άτομα στο ελληνικό θέατρο και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της αφοσίωσής του. Έφτιαξε μια παράσταση λιτή, μεστή, κατανοητή, απαλλαγμένη από «εφευρέσεις» και «τεχνάσματα». Επένδυση μεγάλη η απλότητα, όπως επένδυση και η μετάφραση του Γιώργου Ιωάννου. Οι ηθοποιοί του στάθηκαν τόσο ανθρώπινοι απέναντι στην τραγική τους μοίρα, τόσο γήινοι, που ήθελες να τους δώσεις μια παρηγορητική αγκαλιά. Η Λένα Παπαληγούρα, ο Μιχάλης Σαράντης, ο Νίκος Ψαρράς, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, η Χάρις Αλεξίου – πόσο σπουδαία γυναίκα αλήθεια! – και ο Χορός μετέφεραν σε εμάς όλα όσα έπρεπε να μεταφέρουν μέσα από το πιο συμβατό – και όχι συμβατικό – κανάλι επικοινωνίας.
«Φοίνισσες», σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου
Η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου ήταν σωστά μετρημένη, οριοθετημένη, χωροταξικά τοποθετημένη που έμοιαζε με καλοκουρδισμένο ρολόι, το οποίο δεν χάνει ούτε δευτερόλεπτο. Τα σκηνοθετικά ευρήματα των βιντεοπροβολών, των νεκρών που είναι παρόντες μεν αλλά δεν πατούν στην ορχήστρα, οι περιστροφικές κινήσεις όλων των ηρώων επί σκηνής, η βουβή παρουσία της Σφίγγας που παρατηρεί τα πάντα από ψηλά και η αρχική αφήγηση από όλο το θίασο ήταν όλα πολύ λειτουργικά. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ήταν εξόχως δηλωτικά της κατάστασης του κάθε προσώπου. Και ενώ τα συγχαρητήρια αξίζουν σε όλους τους συντελεστές, δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τη Μαρία Κατσιαδάκη ως Ιοκάστη και το Χρήστο Χατζηπαναγιώτη ως Κρέοντα, ο οποίος ως τραγωδός αποδείχτηκε άξιος της περίστασης. Μπορεί μάλιστα να του πρότεινα να τον περπατήσει το δρόμο του δράματος γιατί του πάει πολύ.
«Ιχνευταί», σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού
Ένας είναι ο Μιχαήλ του ελληνικού θεάτρου και είχε κέφια. Μία παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου που παρουσιάστηκε μόνο στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο και έτσι δυστυχώς δεν μπόρεσαν να την απολαύσουν περισσότεροι. Πώς μπορείς να πάρεις σωζόμενα κομμάτια ενός σατυρικού δράματος του Σοφοκλή και να φτιάξεις ένα πρωτότυπο, γεμάτο χιούμορ και ειρωνεία, έργο μας έδειξε ο Μαρμαρινός. Ένας Χορός σε υπερδιέγερση, ο Σταμάτης Κραουνάκης ως Σιληνός με ασυγκράτητο αυτοσαρκασμό, οι ήχοι του δάσους και η ανήσυχη ησυχία με τους βόμβους που δημιουργούσαν τα μεγάφωνα, τα οποία είχαν τοποθετηθεί περιφερειακά σε όλο το θέατρο αποτελούσαν σφραγίδα του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Και μέσα σε όλα αυτά, μία όαση από μόνη της η Αμαλία Μουτούση, ως νεράιδα Κυλλήνη να σε συνεπαίρνει με τα παιχνιδίσματα στον επιτονισμό της και την αιθέρια ερμηνεία της. Ένα ποίημα, τέλος, η ελεύθερη έμμετρη μετάφραση του Εμμανουήλ Δαυίδ.
«Ιππείς», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου
Εδώ ο αγαπημένος μου Κωνσταντίνος Ρήγος δούλεψε σκληρά, έκανε επανεκκίνηση στην ανεξάντλητη δεξαμενή της έμπνευσής του και γέμισε κυριολεκτικά την Αριστοφανική κωμωδία, η οποία ούτε συχνά παίζεται, αλλά, όπως μου εκμυστηρεύτηκε και πρωταγωνιστής της ίδιας της παράστασης, «ο Χορός σε αυτή την κωμωδία αποτελεί στοίχημα για ένα σκηνοθέτη, καθώς είναι στάσιμος και άπραγος σε μεγάλο μέρος του έργου. Ακριβώς αυτό ανέτρεψε ο Ρήγος, δίνοντας στο Χορό μία απίστευτη δυναμική. Με κίνηση που σαρώνει, με δονήσεις σχεδόν διονυσιακές, με φωνές που ξεχειλίζουν από ζωή και μια ευτυχή συγκυρία: κορυφαίοι ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, η Στεφανία Γουλιώτη και ο Γιάννης Χαρίσης, όλοι τους σε ερμηνευτικό ντελίριο. Αλλά και οι πρωταγωνιστές της δεύτερης φετινής παραγωγής του Εθνικού Θεάτρου – Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Κώστας Κόκλας, Στέλιος Ιακωβίδης, Πάνος Μουζουράκης και Κωνσταντίνος Πλεμμένος – φαίνεται ότι το διασκέδασαν στο μάξιμουμ και μαζί τους διασκεδάσαμε και εμείς.
«Προμηθέας Δεσμώτης», σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη
Ο Άρης Μπινιάρης είναι πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης, διαθέτει δική τους ταυτότητα και προσωπικά δεν θα ξεπεράσω ποτέ τους «Πέρσες» και τις «Βάκχες» του. Είναι πρωτότυπος, δημιουργεί επαναλαμβανόμενες φόρμες και χορευτικά σύμπαντα. Επαναφέρει λοιπόν κάποια από τα μοτίβα του και στον «Προμηθέα Δεσμώτη», μία παράσταση άψογη εικαστικά που ευτύχησε κυρίως γιατί τον ομώνυμο ρόλο επωμίστηκε ο πολύ δυνατός, Γιάννης Στάνκογλου, ο οποίος κουβάλησε στους ώμους του σχεδόν ολόκληρη την παράσταση. Η Ηρώ Μπέζου, ως Ιώ, περπατώντας σε ξυλοπόδαρα ήταν για ακόμη μία φορά εκπληκτική, διαθέτοντας υποκριτικό εκτόπισμα και πάθος για τη δουλειά της.
«Ορέστης», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα
Σε αυτή τη δουλειά του πολύ έμπειρου και πάντα πρωτοποριακού Γιάννη Κακλέα οφείλω να ομολογήσω πως είχα την αντίρρηση μου για το Χορό, που και αμήχανος που φάνηκε αλλά και ενδυματολογικά μπερδεμένος, με πολλές μη κατανοητές επιρροές. Τα δυνατά χαρτιά της παράστασης είναι αναμφίβολα ο Άρης Σερβετάλης ως Ορέστης και η Μαίρη Μηνά ως Ηλέκτρα. Παρόλο που ο ηθοποιός περπατάει σε λεπτό σχοινί, κρατώντας ισορροπία για να μην υποπέσει στις παγίδες του σωματικού θέατρου που πολύ άξια υπηρετεί, καταφέρνει να συγκινεί στις δραματικές του σκηνές. Και φυσικά ο «Ορέστης» δεν θα ήταν ο ίδιος, εάν την αδελφή του, Ηλέκτρα, δεν ερμήνευε η Μαίρη Μηνά, η οποία είναι ό,τι καλύτερο έχουμε δει τα δύο τελευταία χρόνια στο θεατρικό γίγνεσθαι. Η Μηνά σε συγκινεί και σε κερδίζει με το ερμηνευτικό της εύρος, την καλή της άρθρωση και την πηγαία αγάπη για τη δουλειά της.
«Βάκχες», σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη
Όπως έγραψα και στην αρχή του κειμένου, δεν έχω ποτέ κακή πρόθεση απέναντι στις θεατρικές παραστάσεις. Το αντίθετο. Στις «Βάκχες», ωστόσο, που σκηνοθέτησε η Νικαίτη Κοντούρη, διαπίστωσα πως είχα κάποιες αντιρρήσεις. Θα αρκεστώ να πω πως ο Οσυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ως Πενθέας, έχει την πείρα και το ταλέντο να αλωνίζει επάνω στη σκηνή, αξιοποιώντας το σώμα, το βλέμμα και τη φωνή του με μαεστρία. Εξαιρετική και η μουσική επένδυση των Θραξ – Πανκc. Προσωπικά, θεωρώ ότι αδικήθηκε λόγω της σκηνοθετικής προσέγγισης η εξαιρετική ηθοποιός, Κωνσταντίνα Τάκαλου, η οποία ως τραγική Αγαύη ακολούθησε μία αποσπασματική διαδρομή τόσο στο λόγο, όσο και στις κινήσεις της, χωρίς να υπάρξει μία σκηνή μέγιστης κορύφωσης στο δραματικό μονόλογό της. Αλλά και η έμπειρη Ιωάννα Παππά, ως Τειρεσίας, είχε να υπηρετήσει μία τόσο άβολη κινησιολογία και μία φωνητική παλινδρόμηση, που τελικά δεν ξέρω αν απόλαυσε και η ίδια την ερμηνεία της.
Ελπίζω ειλικρινά την επιτυχία που κατέγραψαν οι παραστάσεις του καλοκαιριού, ελκύοντας το θεατρόφιλο κοινό παρά τις covid συνθήκες, να την ξαναζήσουμε με τις επερχόμενες παραστάσεις σε κλειστές αίθουσες πλέον. Το θέατρο σε κάνει να ταξιδεύεις, να ονειρεύεσαι, να φαντάζεσαι πρόσωπα και καταστάσεις. Σε κάνει να ξεχάσεις το παρόν και να αναζητήσεις ιδανικούς συνομιλητές για να μοιραστείς συναισθήματα και σκέψεις που γεννιούνται στο τέλος κάθε παράστασης. Και γι’ αυτό ακριβώς είναι πολύτιμο, απαραίτητο και μας σώζει από τη μονοτονία της καθημερινότητας και της ρουτίνας μας.
Καλό θεατρικό χειμώνα λοιπόν…
Κεντρική Φωτογραφία: Αριστερά: «Ιχνευταί», Δεξία: Άρης Καβατζίκης