Οι τόποι είναι οι άνθρωποι. Όταν χάνονται οι άνθρωποι παύουν και οι χώροι να έχουν την ίδια αξία, την ίδια σημασία. Τη Θεσσαλονίκη την αγάπησα πολύ, την ερωτεύτηκα, την έζησα, αλλά πλέον τη «φοβάμαι» και την κρατάω σε απόσταση, γιατί με δαγκώνει συναισθηματικά. Είναι η πόλη στην οποία έχτισα φιλίες, ενηλικιώθηκα, εκεί όπου σπούδασα, όπου έζησα για πρώτη φορά μόνος σε δικό μου σπίτι. Οι άνθρωποι, όμως, δεν είμαστε για πάντα, σε αντίθεση με τα σύμβολα της πόλης. Ο Λευκός Πύργος και το άγαλμα του Μέγα Αλέξανδρου αγέρωχα θα ατενίζουν το αύριο, ακόμη κι όταν εμείς θα είμαστε χτες.
Σκόρπιες εικόνες μου έρχονται στο μυαλό, γυαλιά που τρυπούν τη μνήμη.
Μόλις είχαμε μετακομίσει από τη Ρόδο στη Θεσσαλονίκη, λόγω της εργασίας του πατέρα μου. Α’ Λυκείου. Χειμώνας. Ξαφνική χιονόπτωση. Μας διώχνουν από το σχολείο. Τα λεωφορεία δεν σταματούν στις στάσεις να πάρουν τον κόσμο. Τα ταξί ασφυκτικά γεμάτα. Είμαι σε απόγνωση. Δεν ξέρω την πόλη, δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα. Εμπειρικά αρχίζω να περπατάω στην Εγνατία. Φτάνω παγωμένος στο σπίτι, κλαίγοντας. «Μα πού με φέρατε εδώ;», παραπονιέμαι στους γονείς μου. «Καλά δεν ήμασταν στη Ρόδο;», αναρωτιόμουν απαρηγόρητος και ακόμη θυμάμαι τη θλίψη στο πρόσωπο του πατέρα μου, λες κι έφταιγε εκείνος που η υπηρεσία τον μετέθεσε.
Bullying στο σχολείο. Με αρκετά κιλά παραπάνω, με γυαλιά λόγω μυωπίας και νεοφερμένος από ένα νησί, σε νέο σχολείο. Θυμάμαι ακόμη με πικρία τον μάγκα του σχολείου, με τσουλούφι σηκωμένο και μυτερές μπότες να με κοροϊδεύει κατάμουτρα, να με «βασανίζει» με την αισχρή του γλώσσα και όταν βρεθήκαμε ενώπιον του διευθυντή του σχολείου, επέμενε ακόμη και μπροστά του να λέει, «Εγώ και έξω να σε δω, πάλι τα ίδια θα λέω και θα σε βρίζω». Μπροστά στο διευθυντή, ο οποίος στα μάτια μου ήταν διακοσμητική μαριονέτα.
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι πως οι Θεσσαλονικείς ανέφεραν συχνά την Έκθεση με τη μαύρη μπύρα και τα λουκάνικα. Στο αυτί μου αυτό ως περιγραφή ακουγόταν μυστηριακό, εξωτικό και περίεργο. Τι μπορεί να είναι μια μαύρη μπύρα σε συνδυασμό με λουκάνικο; Φυσικά δεν άργησα να το μάθω και ο μύθος καταστράφηκε εύκολα.
Τα χρόνια του clubbing. Στον «Νανί – Νανί» (δεν θυμάμαι καν αν γραφόταν έτσι) παίζει μουσική ο dj Γιάννης Βαλαβάνης και εμείς έπρεπε να είμαστε εκεί. Η Μαρίνα η φίλη μου – ευτυχώς παραμένει και σήμερα! – ενορχήστρωνε τις εξόδους. Θα μπαίναμε στο club, θα χορεύαμε μέχρι τελικής πτώσεως, θα στεκόμασταν δίπλα στο booth του dj – δεν ξέρω, αλλά μάλλον θεωρούμασταν σημαντικοί εφόσον τον γνωρίζαμε προσωπικά – και θα φεύγαμε στις 2 ή στις 3 τα ξημερώματα ικανοποιημένοι από τις χορευτικές μας ικανότητες. Η Μαρίνα ήταν και παραμένει η αδελφή που δεν απέκτησα. Θυμάμαι τις άπειρες ώρες των τηλεφωνημάτων μας, τους γονείς μας να φωνάζουν «Κλείστο» κι εμείς να μη χορταίνουμε. Λέγαμε, λέγαμε, και όλο εφευρίσκαμε και λέγαμε…
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκα στο Φεστιβάλ 2-3 χρονιές. Ήταν όμορφα. Όλη η avant garde σκηνή της Αθήνας μετακόμιζε στο Βορρά. Ο φίλος μας, Γιώργος Κελέφης, που υπογράφει το περιοδικό OZON μας συστήνει τη Θέμιδα Μπαζάκα που έπαιζε στην «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» του Πάνου Κούτρα. Ο Αντώνης Κιούκας επικεφαλής του φεστιβάλ. Κάποιοι τον φοβόντουσαν, τον έλεγαν αυστηρό. Είχε ομάδα, ήταν δραστήριος και είχε πάντα μακριά γκριζόμαυρα μαλλιά. Τον συναντώ πού και πού σήμερα, στην Αθήνα πια, και είναι ίδιος. Με λίγα πιο λευκά μαλλιά ίσως. Και θυμάμαι ακόμη το γατίσιο βλέμμα της Ιωάννας Σταματάκη, αυτού του υπέροχου πλάσματος που δούλευε στις Δημόσιες Σχέσεις, αλλά και την Αθηνά – Ραχήλ Τσαγκάρη, σκηνοθέτη με περγαμηνές πλέον, που εργαζόταν τότε στο Φεστιβάλ, συνοδεύοντας τους υψηλούς προσκεκλημένους, έχοντας ευχέρεια στις ξένες γλώσσες.
The legend of fashion. Ο θρυλικός Λάκης Γαβαλάς ανοίγει κατάστημα στην πόλη, στην οδό Προξένου Κορομηλά. Το απόλυτο talk of the town. «Κατέθεσα» και εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, πολλά, πάρα πολλά χρήματα, στο βωμό της μόδας. Οι υπογραφές Burberry, Gucci και Alessandro dell’ Acqua φάνταζαν στα μάτια μας ως κάτι που είχε ασύλληπτη δύναμη και αξία. Ο Λάκης ανέβαινε συχνά και θυμάμαι χαρακτηριστικά πως όταν ήταν παρών εκείνος, δεν έμπαινα ποτέ στο κατάστημα. Ντρεπόμουν και ένιωθα συστολή.
The most precious moments. Ο Κωστής Ζαφειράκης, επιστήθιος φίλος και δημοσιογράφος, οδηγούσε ποδήλατο και ένα γαλάζιο 2CV. Και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα Νικαλακοπούλου βρίσκονταν στη χρυσή εποχή τους, σε δημιουργικό οίστρο. «Γεννούσαν» ποίηση. Ο Κωστής έβαζε το cd στο αυτοκίνητο και μελετούσαμε τα λόγια. Θυμάμαι να τον ρωτάω, «τι να εννοεί εδώ που λέει πως έτσι ανάποδα λυγάω το βράδυ αυτό του νου τη βέργα…». Ο Κωστής, που φέτος επιστρέφει στην ΕΡΤ3 με την εκπομπή, «Κυριακή στο χωριό ξανά», ήταν ο μέγας μέντοράς μου στην καλή ελληνική μουσική. Μου έμαθε τους συνθέτες, τους στιχουργούς και τους ερμηνευτές. Του το χρωστάω.
Γραφεία της Εκδοτικής Βορείου Ελλάδος. Sunday Date και Close Up. Οι πρώτες μου επίσημες περιπέτειες σε χαρτί, επί πληρωμή. Γιώργος Τούλας, ο θεός των εντύπων. Αυτός με φώναξε και ουσιαστικά μου άνοιξε την πόρτα στη δημοσιογραφία. Πώς να ξεχάσω, επίσης, την πιο εκρηκτική συγκάτοικό μου στο γραφείο, τη Γιάννα Δημηνά, η οποία υπέγραφε το ένθετο Close Up Gala, με όλη την κοσμική κίνηση της συμπρωτεύουσας. Όλη η κοσμική Θεσσαλονίκη περνούσε από το γραφείο μας και εγώ απορούσα πως είναι δυνατόν να θυμάται τόσα ονόματα και να τους κουμαντάρει όλους!
Personal matters. Σάββατο και Κυριακή μεσημέρι διέσχιζα τη μισή πόλη με ποδήλατο πηγαίνοντας στους γονείς μου, για να φάμε μαζί το μεσημέρι. Πόσο είχε κλάψει η μαμά μου, όταν της ανακοίνωσα πως θα νοικιάσω διαμέρισμα για να μείνω μόνος στο κέντρο της πόλης… Κι έπειτα, ίσως από ενοχικό σύνδρομο, δεν άφηνα να περάσει Σαββατοκύριακο χωρίς να φάω μαζί τους. Δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή. Είχαν μια γλυκύτητα εκείνα τα μεσημέρια Κυριακής που βρισκόμουν μαζί τους, προσπαθώντας να χωρέσω σε ένα κυριακάτικο τραπέζι όλη μου την εβδομάδα μακριά τους, παρόλο που ζούσαμε στην ίδια πόλη.
Πολλοί χειμώνες μετά… Εγώ, ο Στέλιος και η Νανώ στο Balkan. Μεσημέρι και βράδυ. Η μαμά είχε καρκίνο, έφευγε λίγο – λίγο κάθε μέρα. Έπινα πάντα κονιάκ και το σέρβιραν με μαύρη σοκολάτα. Ήταν το καταφύγιό μου το Balkan, με τους δικούς μου ανθρώπους και νόμιζα πως θα αργούσε να έρθει το τέλος. Αλλά ήρθε. Ήρθε και πήρε μαζί του κάθε μου επιθυμία να ξαναβρεθώ στη Θεσσαλονίκη, να την ξαναγαπήσω, να τη νοσταλγήσω. Όλα όσα αγάπησα δεν μένουν πια εδώ.