Η μουσειολόγος Χρύσα Ζαρκαλή μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια της...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άνω Τούμπα, στάση Ορφανοτροφείο που δεν υπάρχει πια, στα όρια της Μαλακοπής. Πρώτο παιδί και πρώτο εγγόνι για την οικογένεια της μητέρας μου, που έμενε στην ίδια πολυκατοικία. Από τις πρώτες πολυκατοικίες σε έναν δρόμο που έφερε το όνομα ενός Μακεδονομάχου στη συμβολή του με έναν άλλο δρόμο που έφερε το όνομα ενός νέου ανθρώπου, πρωτοστάτη στα γεγονότα του Πολυτεχνείου στην πόλη. Το αναφέρω, γιατί ένιωθα το σημείο με τα εφηβικά μου μάτια σχετικά ηρωικό. Στη γειτονιά μου θυμάμαι κόσμο στα μπαλκόνια το καλοκαίρι και πολλά διώροφα, τα οποία στην πορεία μετατράπηκαν σε πολυόροφες πολυκατοικίες. Ένα παραμένει εκεί, ελάχιστα αλλαγμένο και πάντα άπειρα αγαπημένο, το διώροφο όπου έμενε η τρίτη μου γιαγιά, όπως έλεγα, μια αρχόντισσα στην ψυχή και τους τρόπους γυναίκα από την Πόλη. Το σπίτι της ήταν για μένα άνοιγμα σε έναν άλλο κόσμο, με άλλα λόγια, άλλες μυρωδιές, άλλη νοοτροπία, άλλη προσέγγιση των πραγμάτων. Το διώροφο αυτό ήταν πάντα για μένα αγάπη, ελευθερία, κατανόηση και αγκαλιά. Η γειτονιά είναι κοντά και συγχρόνως κρύβεται επιμελώς από την πολύβοη πλέον Γρηγορίου Λαμπράκη με τα πολλά εμπορικά καταστήματα και τα καφέ της. Η γειτονιά παραμένει ίδια όταν πλημμυρίζει από κόσμο τις μέρες που ο ΠΑΟΚ παίζει στον «ναό». Θυμάμαι σαν παιδί να...μετράω τα γκολ που δονούσαν μέσα στο δωμάτιό μου, την ώρα που οι άνδρες της οικογένειας, πλην του πατέρα μου, ζούσαν τον θρίαμβο ή την ήττα.
Εδώ και δέκα χρόνια μένω στο κέντρο της πόλης, θα έλεγα στην καρδιά της, γιατί έτσι το νιώθω. Στην πρώτη μου βόλτα προς αναζήτηση σπιτιού, το πρώτο διαμέρισμα που είδα είχε το μπαλκόνι του πάνω ακριβώς από το θέατρο στη ρωμαϊκή αγορά. Ακόμη και τώρα απορώ γιατί χρειάστηκα δύο μέρες για να πω το ναι. Στους φίλους που με επισκέπτονταν έδειχνα με ενθουσιασμό πρώτα το μπαλκόνι και μετά το υπόλοιπο σπίτι, που και μεγάλο δεν ήταν και που έμελλε να είναι το πρώτο δικό μου σπίτι, έστω και αν ανήκε σε άλλους.
Μένω ακόμη στην ίδια περιοχή, με άνοιγμα επίσης στη ρωμαϊκή αγορά από τα βόρεια πλέον και πρωινή καλημέρα από το μεγάλο βουνό, τον Όλυμπο, όταν έχει φυσήξει δυνατός Βαρδάρης. Ποιος ξέρει, το επόμενο διαμέρισμα μπορεί να είναι στην δυτική πλευρά της αγοράς, έτσι για να πω ότι την «περικύκλωσα».
Στη γειτονιά μου με ελκύει η αίσθηση του κέντρου-απόκεντρου. Νιώθω την Εγνατία ως το μεγάλο αυλάκι που χωρίζει το κέντρο στα δύο και χαίρομαι πολύ που μένω στα βορεινά του. Δίπλα σε όλα και συγχρόνως με την απόσταση που χρειάζεται. Εδώ και χρόνια η περιοχή έχει πολλές επιλογές, με μια δόση εξωτισμού για αυτούς που την πρωτοανακαλύπτουν! Αυτό που σίγουρα χαρακτηρίζει το πρωινό μου ξύπνημα είναι οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου, χαίρομαι που τα τελευταία χρόνια συναντώ όλο και περισσότερους νέους φίλους και επισκέπτες της πόλης να κατηφορίζουν προς το κέντρο της, ενώ τα καλοκαιρινά βραδινά το νανούρισμα από τις φωνές των θαμώνων στα γύρω μπαρ καλύπτει τα πάντα. Η γειτονιά ζει.
Όταν ήμουν παιδί δε θυμάμαι να κάνω δηλώσεις για το τι ήθελα να γίνω. Εξάλλου, συνήθως ξέρω τι δε θέλω και πορεύομαι αντίστοιχα. Σχετικά αργά, στα εφηβικά σχολικά μου χρόνια, επέλεξα τη θεωρητική κατεύθυνση. Ήταν οι εξαιρετικοί καθηγητές που είχα στο σχολείο, ήταν τα ταξίδια της γλώσσας και της ιστορίας, πάντως η επιλογή για το τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας ήταν αδιαπραγμάτευτη και αμετάκλητη. Τελικά η...«μπίλια» κάθισε στο τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας στο ΑΠΘ. Από εκείνα τα χρόνια θυμάμαι τη ζέστη στις ανασκαφές τα καλοκαίρια και τη χροιά της φωνής κάποιων καθηγητών μας όταν μας περιέγραφαν προϊστορικά ειδώλια, κλασικά μεγαλεία, βυζαντινά ψηφιδωτά, αναγεννησιακές Παναγίες, λαογραφίες πληθυσμών και ιστορικά αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα. Στα χρόνια εκείνα γνώρισα την πόλη μου και φίλους ζωής. Ακολούθησαν σχεδόν δύο χρόνια στην Αγγλία με σκοπό μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσειολογία, που με βεβαιότητα υπήρξε το μεγάλο σταυροδρόμι της ζωής μου. Επιλογή μου επί δύο χρόνια να συναναστρέφομαι με ανθρώπους από όλα τα μέρη του κόσμου, να παρατηρώ και να περπατώ πολύ και να ρουφάω ένα είδος ελευθερίας που προφανώς το απολάμβανα και είχα ανάγκη. Τα μουσεία εκτός από επιλογές ως προς τον ελεύθερό μου χρόνο και τα ενδιαφέροντά μου, είχαν γίνει πλέον και ο επαγγελματικός μου χώρος, και αυτό με συγκινούσε πια δίνοντάς μου ορμή. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, μετά από ένα σύντομο πέρασμα στο νυν Ολυμπιακό Μουσείο, περίπου δύο χρόνια στο σύνολο στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού όπου για πρώτη φορά μου δόθηκε η δυνατότητα δημιουργικής ελευθερίας σε εργασιακό χώρο, βρέθηκα στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (νυν MOMus-Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη), όπου και εργάζομαι στο πεδίο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στη δουλειά μου είναι η επικοινωνία με τους ανθρώπους. Όχι πάντα εύκολη, άλλα πάντα ενδιαφέρουσα η όποια διαχείρισή της. Δε βγαίνεις ποτέ αλώβητος, αλλά και ποτέ χαμένος. Η κάθε επαφή σου δίνει κάτι, ακόμη και αν η πρώτη αίσθηση είναι ότι χάνεις κομμάτια σου. Και φυσικά η επικοινωνία είναι αμφίδρομη, αρκεί να είσαι ανοιχτός, την οποία εξαργυρώνεις με κάποιον τρόπο στη χάραξη της επικοινωνιακής στρατηγικής για το επόμενο project. Κάποια στιγμή είχα διαβάσει έναν επαγγελματία του χώρου που έλεγε πως αν ο κόσμος αντιλαμβανόταν πόση θετική αλλαγή στη ζωή του και πόσες δυνατότητες προκύπτουν από μια επίσκεψη σε ένα μουσείο, θα έριχνε τις πόρτες των ιδρυμάτων μας απαιτώντας τα πάντα. Αυτή η σκέψη μου δίνει προοπτική, προσπαθώντας όσο μπορώ να προτείνουμε στους "εκεί έξω" -δεν μου αρέσουν οι διαχωρισμοί αλλά εδώ ισχύει- ταξίδια και εμπειρίες που μπορούν να αλλάξουν τις ζωές τους. Η τελική επιλογή είναι πάντα και ευτυχώς υποκειμενική, επιδιώκω δε σε αυτή την σχέση την απόλυτη ειλικρίνεια με μεγάλο αίσθημα ευθύνης, κάποιες φορές παραπάνω από όσο χρειάζεται.
Θα ξεχώριζα πέντε projects στα οποία είχα την ευκαιρία να συνδράμω και στα οποία θα τολμούσα να πω, ότι υπήρξα ευτυχής. Η έρευνα κοινού που ανέλαβα για το υπό σύσταση τότε μουσείο της πόλης στον Λευκό Πύργο, γιατί υπήρξε τιμή για μένα, αν και νέα επαγγελματίας στον χώρο, να αποτελέσω μέλος μιας άξιας ομάδας. Το πρόγραμμα προσβασιμότητας για άτομα με ολική ή μερική απώλεια όρασης «Αγγίζοντας την Τέχνη», γιατί με έκανε να δω πέρα από τα ορατά. Η 6η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης για το συνεργατικό της πνεύμα και την αλλαγή πίστας σε πολλά επίπεδα. Η συμμετοχή μου στο εξαιρετικά δομημένο πρόγραμμα "Transforming Future Museums" του British Council και η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν οι συντελεστές του, και τέλος η έκθεση «Θεσσαλονίκη. Συλλογή Κωστάκη. Restart», γιατί εξαιτίας της άνοιξαν παράθυρα και μπήκε φως κυριολεκτικά, όχι μόνο στον χώρο του μουσείου και στο αντικείμενο εργασίας μου, αλλά και γιατί νέοι φίλοι ταξίδεψαν με αφορμή αυτά τα μαγικά έργα τέχνης που σε κρατούν πάντα νέο.
Tο αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το παραλιακό μέτωπο, για τον ανοιχτό ορίζοντα. Συμπληρωματικά θα έλεγα τον Πύργο της Αλύσεως (Τριγωνίου) από όπου η φυγή προς τα εμπρός ξεκινά με επιτάχυνση, σαν σε πίστα... Τέλος μου αρέσει να χάνομαι σε στενά και δρόμους, με τις ομορφιές και τις ασχήμιες τους.
Αγαπημένο στέκι; Όχι δεν έχω. Έχω αγαπημένα μέρη όπου νιώθω οικεία, και ας μην υπήρξα ποτέ πουθενά θαμώνας. Container, Λεωφόρος Νίκης 35, Local, De Facto, Residents, Το Στόρι, Λουξ, L’autre café είναι κάποια απ' αυτά.
Μία από τις αγαπημένες μου συνήθειες είναι να φωτογραφίζω με το κινητό μου αυτό που θα αναδυθεί στα μάτια μου ως φωτογραφικό καρέ. Δεν το προγραμματίζω. Έρχεται μόνο του και μπορεί να είναι οτιδήποτε. Από ένα τοπίο, μέχρι ένα πλακάκι πεζοδρομίου. Κάποια περίοδο εντόπιζα -ή με εντόπιζαν, δεν ξέρω- τα διάφορα ανοίγματα που προκύπτουν στον πολεοδομικό ιστό. Είχα ονομάσει μάλιστα τη σειρά "urban open ups", κάτι σαν στατικές, αστικές φύσεις. Επίσης, λατρεύω το φως, και τα φίλτρα του. Συχνά το συλλαμβάνω.
Χώροι τέχνης που αγαπώ είναι οι σκηνές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, το θέατρο Αυλαία και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης για τις συγκινήσεις που μου έχουν προσφέρει.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι ο Θερμαϊκός, στη Νέα Κρήνη, σχεδόν στο τέρμα του παραλιακού μετώπου. Το επιλέγω για το απλό και τίμιο φαγητό του, για το φως του, μα κυρίως για τις μνήμες από ευτυχισμένες στιγμές με αγαπημένα μου πρόσωπα εκεί.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι να κάνω κάθε μέρα διαφορετική διαδρομή μέχρι τη στάση του λεωφορείου για τη Μονή Λαζαριστών και η απογευματινή κατηφοριά της οδού Λαγκαδά μέχρι το σπίτι μου, πεζή. Τα δειλινά σε αυτόν τον τόσο άσχημο δρόμο έχουν υπάρξει συγκλονιστικά.
Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ μια καλή ταινία, μια ωραία βόλτα στα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης, ένα ωραίο φαγητό και ένα ποτό. Οι επιλογές διαφορετικές, ανάλογα με την περίοδο και την παρέα φυσικά.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη δεν είναι και τόσο μυστικό, καθώς στην παραλία μπορώ και νιώθω μόνη ακόμη και με κόσμο πολύ γύρω μου. Αγαπώ την οδό Φιλίππου, με τα ελάχιστα κτίρια άλλων εποχών και τη Ροτόντα ένδοξη να ξεπροβάλει στο τέλος. Αγαπώ επίσης την περιοχή γύρω από την Αχειροποίητο, τον σταυρό που κοσμεί το ιερό της εσωτερικά και τον μυστικό κήπο του Αγίου Παντελεήμονα.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει το δύσκολο παρελθόν της. Έχει πολύ αίμα αλλά και πολλά όνειρα και πρωτοπορίες. Η πόλη θαρρείς και βάζει μόνη της φρένο στις δυνατότητές της κι εμείς χανόμαστε ή βρισκόμαστε στον πολεοδομικό της κάναβο. Και αν τα παραλιακά της τείχη γκρεμίστηκαν, θαρρείς και υπάρχει γονιδιακή μνήμη και ισορροπούμε στις άκρες της προκυμαίας.
Στην πόλη θα ήθελα να επαναφέρω, ως δια μαγείας, τα κομψά της κτίρια, να εξαφανίσω τα γκράφιτι και να την αγαπούσαμε λίγο παραπάνω, ώστε να την κρατάμε πιο καθαρή. Για την ευγένεια των κατοίκων της, μακάρι να ήταν ένα τοπικό θέμα, θα ήταν και πιο εύκολη η όποια διαχείριση. Οι φράσεις «τι σε νοιάζει» και «μην ασχολείσαι» με πληγώνουν βαθιά και με φέρνουν εκτός εαυτού την ίδια στιγμή.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν πρόσφορη, εύφορη και δύσκολη μαζί. Η Θεσσαλονίκη είναι σχέση και επιλογή.
Χαίρομαι τις γιορτές να παρατηρώ τα παιδιά και την απόλυτη, βαθιά χαρά τους. Για τους μεγάλους είναι σίγουρα διαφορετικά.
Η νέα χρονιά εύχομαι να φέρει στην πόλη μου περισσότερη φροντίδα για αυτήν, από όλους μας.
Φωτογραφία πορτρέτου: Άρης Ράμμος