fbpixel

Search icon
Search
SKG Stories: Κωστής Ζαφειράκης
SKG STORIES

SKG Stories: Κωστής Ζαφειράκης

Για όσα αγαπάει στη δική του Θεσσαλονίκη και ό,τι θυμάται με νοσταλγία


Ο γνωστός δημοσιογράφος, παρουσιαστής και ραδιοφωνικός παραγωγός μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του...

Γεννήθηκα σε μια κλινική στη Βασιλίσσης Όλγας. Τον γυναικολόγο τον έλεγαν Αλεξανδρίδη, η μαμά περνούσε πάντα τους γιατρούς από ακτίνες Χ και μιλούσε γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Όπως και για τον Προκοπάκη, αργότερα, τον παιδίατρο μας, θρυλική φυσιογνωμία της οδού Τσιμισκή.

Το πρώτο μου σπίτι ήταν στην οδό Ολύμπου 16, κοντά στην εκκλησία των 12 Αποστόλων, όπου έχουμε βαφτιστεί και τα τρία αδέλφια, η Μελίνα, η Χρυσούλα κι εγώ. Και προσφάτως, ο ανιψιός μου ο Γιώργης. Το σπίτι στην Ολύμπου το αφήσαμε μέσα στη δεκαετία του 1990 και μετακομίσαμε στην Καλαμαριά. Περνάω, όμως, συχνά από την παιδική μου γειτονιά -είμαι μάλλον ρομαντικός τύπος- στέκομαι απέναντι από το 16 της Ολύμπου και χαζεύω το μπαλκόνι, ψάχνοντας να εντοπίσω το πρώτο μου μπλε ποδήλατο ή εκείνο το φερ φορζέ σαλόνι με τα λουλουδάτα μαξιλάρια. Τι έχει μείνει ίδιο από τότε; Ίσως το μανάβικο στη γωνία με την Παπαζώλη. Απέναντι από το σπίτι μας, έλαμπε τα βράδια μια μπλε μαρκίζα, που ανέγραφε «Αντινικότ 22». Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν, μετά έμαθα πως ήταν αποθήκη για τσιγάρα. Παραδίπλα ήταν ο Στάθης, ο ζαχαροπλάστης, με τις απίθανες καρυδάτες πάστες. Στη σχολή οδηγών του Γιάννη έμαθα να σοφάρω. Επιστρέφοντας από το σχολείο, τα μεσημέρια χάζευα τον πάγκο με τα περιοδικά και τις εφημερίδες στο ψιλικατζίδικο της κυρίας Ελευθερίας, αγόραζα το ψωμί της ημέρας από τον φούρνο του κυρίου Μίμη κι επέστρεφα σπίτι. Κάποτε ο γιος του κυρίου Μίμη μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στη Φυσική και στη Χημεία. Και κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά, η οδός Γλάδστωνδος -μου πήρε χρόνια να μάθω να το προφέρω σωστά- κι άλλα τόσα για να ανακαλύψω, ποιος ήταν αυτός ο μυστήριος Γλάδστων, που τον έχουνε κάνει κι άγαλμα στην αυλή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όπως το έχεις ήδη υποψιαστεί, η γειτονιά σήμερα είναι άλλος τόπος, με το ίδιο όμως, βαρύ συναισθηματικό φορτίο. 

1541443502642.JPEG

Πιτσιρικάς αυτό που ονειρευόμουν ήταν ο Εύοσμος, η οδός Μακεδονομάχων, το πατρικό της μαμάς και η αγκαλιά της γιαγιάς. Όχι μόνο δεν έγινε ποτέ, αλλά καταλήξαμε στο άλλο άκρο, στην εξωτική Καλαμαριά του μπαμπά. Με τον καιρό, έμαθα να αγαπάω την Ολύμπου, σήμερα πιστεύω πως είναι από τους πιο συναρπαστικούς δρόμους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με άπειρες "φέτες" ιστορίας, καθώς ξετυλίγεται από τους 12 Απόστολους ως τη Ροτόντα. 

Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω δάσκαλος και φιλόλογος. Μου είχε περάσει από το μυαλό και το θέατρο, αλλά χάθηκα μέσα στις επιθυμίες των γονιών και τα στερεότυπα και δήλωσα «Νομική», όταν ήρθε η ώρα για το μηχανογραφικό. Πέρασα, ναι. Δεν άντεξα, όμως, πάνω από δυο χρόνια. Δεν έχω το λογισμικό του δικηγόρου. Τελείως απροσδόκητα και χωρίς να το πολυψάξω, πήρα το «ναι» του μπαμπά και πήγα και γράφτηκα σε σχολή δημοσιογραφίας της Αθήνας. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία μου. Δε νομίζω πως είμαι δημοσιογράφος με την τρέχουσα έννοια, κάτι άλλο μου συμβαίνει... 

Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο ραδιόφωνο. Έκανε τότε θραύση ο «88μισό» του Μύλου, με τις ταξιδιάρικες μουσικές και τα ανατρεπτικά μονόλεπτα δελτία ειδήσεων. Χωρίς εμπειρία, αλλά με τις ευλογίες του εξαιρετικού Τάσου Λιώλη, μπήκα στο επάγγελμα. Κάτι είχε δει ο Τάσος σε μένα, κάτι νόστιμο υποθέτω και μου έδωσε την ευκαιρία. Πολύ θα το γούσταρα να τολμούσε κάποιος σήμερα, να επαναφέρει αυτά τα αντισυμβατικά δελτία ειδήσεων. Μ’ έναν λόγο έξυπνο, φρέσκο, πότε κομ ιλ φο και πότε αργκό, τσαχπινιά και μαγκιά στην εκφώνηση... Απίθανη εποχή, κράτησε μέχρι το 1998 που πήγα φαντάρος. 

Η τηλεόραση ήρθε γύρω στο 2000, με την πρόταση του Γιώργου Τούλα να φτιάξουμε μαζί μια εκπομπή στην ΕΡΤ3, το «Viewmaster», ένα καθημερινό πολιτιστικό μαγκαζίνο. Εκεί δοκίμασα για πρώτη φορά αυτό που έγινε αργότερα το προσωπικό μου στιλ: έμπαινα μέσα στο θέμα, υποδυόμενος πότε τον βιβλιοπώλη, πότε τον οδοκαθαριστή, πότε τον μάγειρα, πότε τον ορειβάτη... αναλόγως με το θέμα του ρεπορτάζ. Πάνω σ’ αυτόν τον «χαρακτήρα» χτίστηκαν και οι ταξιδιωτικές εκπομπές που έκανα αργότερα στην ΕΡΤ3 και αλλού. Μου άρεσε πάντα να μπλέκω μέσα στη δράση. Έχω πετάξει με ανεμόπτερο πάνω από το Μεσολόγγι, έχω κάνει cannyoning στους καταρράκτες και τα φαράγγια της Ευρυτανίας, έχω κάνει αναρρίχηση στα Μετέωρα και πολλές ακόμα τέτοιες υπερπαραγωγές... εξαιρετικές στιγμές, λαμπερές. Έχω ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα μέσα από τις εκπομπές μου. Η ιδέα του «Απόψε κάνεις Μπαμ» σιγόκαιγε στο μυαλό μου για χρόνια, κι ευτυχώς έγινε πραγματικότητα, όταν μου άνοιξε τις πόρτες η Κυριακή Μάλαμα, διευθύντρια τηλεόρασης στην ΕΡΤ3. 

Από τα πρώτα μου χρόνια στην τηλεόραση υπήρχε η προοπτική της Αθήνας, οι προτάσεις, οι κουβέντες, οι δισταγμοί μου. Μεγαλώνοντας, μου επιβεβαιώνεται αυτό που πίστευα πάντα βαθιά μέσα μου, πως δεν είμαι εγώ για το grande τηλεοπτικό τοπίο, είμαι για πιο ειδικές αποστολές. Έλεγα μονίμως «όχι» στην Αθήνα και στις προτάσεις των καναλιών, ώσπου κάποια στιγμή, είχε κι ενδιαφέρον το θέμα, είπα «ναι» στον ΣΚΑΙ και στο «I love gr». Ήταν μια φιλόδοξη εκπομπή, κράτησε όμως μόνο μια χρονιά -μια ωραία χρονιά, αφού συνεργάστηκα με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου. Περιπλανήθηκα αρκετά στην Αθήνα, σε κουβέντες και προτάσεις και τηλεοπτικές παραγωγές, χωρίς όμως να νιώθω άνετα και βολικά μέσα σε όλο αυτό. Πήρα το ποδήλατο μου, λοιπόν, και ξαναγύρισα στη Θεσσαλονίκη μου, όπου ο χρόνος είναι μια αξία τελείως διαφορετική και σαφώς πιο πολύτιμη από το ξέφρενο αθηναϊκό ρολόι. 

Το «Απόψε κάνεις μπαμ» είναι το σπίτι μου, είναι ένα παιχνίδι με αγαπημένους φίλους, ένα βράδυ με εξομολογήσεις, κέφι, μνήμες, όνειρα, τα αστεία και τα σοβαρά της καθημερινότητας. Και πολλές μουσικές. Όλα αυτά φυσικά, με μπόλικο χιούμορ, ανατροπές και τρυφερότητα. Χαίρομαι πάρα πολύ που με εμπιστεύονται και έρχονται στην εκπομπή πρόσωπα που αποφεύγουν να εμφανίζονται στην τηλεόραση και να δίνουν συνεντεύξεις. Χαίρομαι πάρα πολύ που με εμπιστεύονται και τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Ένα παιχνίδι δηλαδή είναι το «Μπαμ» -θεωρώ το παιχνίδι ως το πιο έξυπνο «κόλπο» επικοινωνίας μεταξύ φίλων και αγαπημένων. Αυτό θέλω να είναι. Στη δομή της εκπομπής υπάρχουν παιχνίδια, όπως τα «Σκέψου γρήγορα», «Μαζί του/της θα ήθελα...», «Βρες την ταινία», «Πόσο καλά γνωρίζεις την Ελλάδα;», «Μπες στον ρόλο»... ουσιαστικά μέσα από αυτά γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε πρόσωπα που αγαπάμε, από τον χώρο της μουσικής, του θεάτρου, του σινεμά, του πολιτισμού γενικότερα, αλλά και της τηλεόρασης, του αθλητισμού...

Νιώθω τυχερός που έχω γνωρίσει από κοντά, κι όχι μόνο μέσω της δουλειάς, πρόσωπα που μεγάλωσα μαζί τους- μιλάω για προσωπικότητες κυρίως της μουσικής, έχω βαθιά σχέση με το τραγούδι. Θυμάμαι σαν τώρα τις πρώτες μας συναντήσεις με τη Λίνα Νικολακοπούλου και τον Σταμάτη Κραουνάκη, τη Χαρούλα Αλεξίου και τη Δήμητρα Γαλάνη... Όνειρο ζωής; Θα ήθελα να είχα γνωρίσει τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Παύλος Παυλίδης, μου’ χει κάνει το χατίρι κι έχει έρθει σε εκπομπή μου, με τον Αγγελάκα το κουβεντιάζουμε κι εύχομαι να γίνει, έχω ρίξει και τα δίχτυα μου για τον Σωκράτη Μάλαμα. Εκτιμώ βαθιά τους ανθρώπους που γράφουν στίχο και μουσική, θεωρώ ύψιστη μορφή τέχνης το καλό, το μασίφ τραγούδι. Κατ’ τ’ άλλα, ναι, θα ήθελα να μου έρθει στο «Μπαμ», ο Αλέξης Τσίπρας. Μ’ ενδιαφέρει πολύ η αλήθεια κάποιων πολιτικών προσώπων, πίσω από τη δημόσια εικόνα τους. Θέλω πολύ να κάνουμε μια κουβέντα με τον πρωθυπουργό. Και μια Τζουλιάν Μουρ θα ήθελα πολύ, και την Έλεν Ντε Τζενέρις και τον Χάρισον Φορντ και τον Ράιαν Γκόσλινγκ και τον Γούντι Άλεν και τον Αλεξάντερ Πέιν, και και.....

Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι η οδός Ολύμπου, τα λέγαμε και στην αρχή της κουβέντας μας. Παλιός δρόμος, προϋπήρχε της πυρκαγιάς και του Εμπράρ, τον έλεγαν «Αριστοτέλους» τότε. Οι οδοί Παπαμάρκου στην πλατεία Άθωνος και Εδέσσης στα Άνω Λαδάδικα, δυο μικρά νησιά μέσα στην πόλη. Μου αρέσει καμιά φορά να παίρνω το ποδήλατο μου και να χάνομαι σε γνωστές και άγνωστες γειτονιές. Τα ξενύχτια στη Νέα Παραλία είναι σχεδόν μεταφυσικά. Και οι τσάρκες στον Βαρδάρη και στην Άνω Πόλη. Υπάρχει κι αυτή η μυστηριώδης αίσθηση παλιάς εξωτικής Θεσσαλονίκης γύρω από την Γιαννιτσών, δεν την ξέρω καλά, με γοητεύει όμως κάθε φορά που περνάω από κει... πάντα με συγκινούν οι γειτονιές με μνήμη και σκόνη. Ε και ναι, γουστάρω τον παλμό της πλατείας Ναυαρίνου, με όλη αυτή την απέραντη ιστορία κάτω από τα κτίρια, τους μουσικούς του δρόμου, τους φοιτητές και τις ατελείωτες συζητήσεις στα καφέ και στα πεζούλια. 

1541443306095.JPEG

Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ είναι... Το πιο ωραίο μουσείο είναι οι δρόμοι, όλα, μα όλα, είναι δρόμος.

Είμαι χορτοφάγος ορκισμένος, πράγμα που σημαίνει πως με μια σαλάτα στη «Νέα Φωληά» ή μια μερίδα μανιτάρια στην «Ακαδημία», είμαι μια χαρά. Αρκεί να ‘χω τους αγαπημένους μου γύρω. 

Την καλύτερη θέα στην πόλη μπορεί κανείς να τη δει... από το μπαλκόνι του Μήνυμα 107.7, πλατεία Αριστοτέλους πάνω από την Αρχαία Αγορά. Κάθε πρωί 10-12, κάνω εκπομπή, «α, είσαι μίνιμαλ», εκπομπή με θέα. Α, και κάτι ακόμα. Περπατώντας στην παραλία, από το Μέγαρο Μουσικής προς τον Λευκό Πύργο, η εικόνα της πόλης, όπως ανοίγεται μπροστά μου, είναι, τι να σου πω, σκέτη παρηγοριά.

Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ... δεν είμαι για πολύ κοσμικές καταστάσεις και στην πλατεία Τερψιθέας στην Άνω Πόλη να κάτσουμε και να τα βρούμε ή στο κατάστρωμα της παραλίας ή και σε κανένα παγκάκι πάνω στην Τσιμισκή, νιώθω μια χαρά. Ε, ναι δεν είμαι πάντα έτσι, σίγουρα όμως προτιμώ χώρους με ωραία φινετσάτη σκηνογραφία. 

Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι...Το σπίτι μου.

Θα ήθελα να αλλάξω στην πόλη πρώτο και καλύτερο την οδική μας συμπεριφορά. Πεζοί και οδηγοί λειτουργούμε σαν άλιεν. Και το απατηλό μου όνειρο; Να γίνει όλο το ιστορικό κέντρο πεζόδρομος, από τον Λευκό Πύργο ως το λιμάνι, ένας απέραντος πεζόδρομος. Μέχρι να γίνει αυτό, όμως, ας φυτέψουμε όλοι από ένα δέντρο κάτω από το σπίτι μας. 

Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν... θα έλεγα ένα παλιό λαϊκό τραγούδι του Πάνου Γαβαλά: «Τι βοτάνι μου χεις δώσει και σε πόνεσα, μάγισσα Θεσσαλονίκη, η καρδιά μου πως σ’ ανήκει τώρα το’ νιωσα».