«Έπρεπε να σπάσω το καλούπι, τη φόρμα που σου φοράει το πεπερασμένο κοινωνικό περιβάλλον και να πάω πιο πέρα ως καλλιτέχνης, ιδίως σε έναν ανδροκρατούμενο μέχρι πολύ πρόσφατα χώρο. Μπόρεσα να παλέψω ακόμη πιο σκληρά για να βελτιώσω την τέχνη μου και τελικά να χαράξω τη δική μου πορεία και να βρω τη δική μου φωνή»: Αυτά είναι τα λόγια που κρατάω από την κουβέντα μου με τη ζωγράφο Αριάδνη Βιτάσταλη, μια γυναίκα που δε σταματά να εξελίσσεται, να δημιουργεί και να παραμένει πιστή στους δύο σημαντικότερους ρόλους της ζωής της - αυτόν της μητέρας, αλλά και της καλλιτέχνιδος.
Με αφορμή την ατομική της έκθεση που ετοιμάζει για τον ερχόμενο Σεπτέμβριο στην Γκαλερί Ντονόπουλος, DIFA, Donopoulos International Fine Arts, μου μίλησε για όσα συγκροτούν το σχεδιαστικό της σύμπαν, καθώς και για τη δική της Θεσσαλονίκη.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην οδό Βασιλείου Χατζή, προέκταση της οδού Ευζώνων, δυο βήματα από τη θάλασσα δηλαδή. Η γειτονιά μου τότε, μέχρι και τις αρχές του '80 περίπου, ήταν γεμάτη με όμορφα νεοκλασικά κτίρια, τα οποία σταδιακά κατεδαφίστηκαν κι έγιναν πολυκατοικίες.
Η αγαπημένη μου γειτονιά είναι αυτή που γεννήθηκα, βέβαια! Το τετράγωνο από Λύτρα έως και απέναντι από το Μακεδονία Παλλάς. Εκεί έπαιξα ως παιδί στα πεζοδρόμια και στις πυλωτές, αργότερα ενηλικιώθηκα κι έγινα μητέρα.
Όταν ήμουν παιδί πέρασα μια φάση που ήθελα να γίνω μπαλαρίνα, αν και ήμουν ήδη κάτι: Ήξερα πως
είμαι ζωγράφος από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Το μυαλό ενός νηπίου... Κι όμως, αυτό ακολούθησα μετά το λύκειο, πρώτα στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη Σχολή Καλών Τεχνών του St.Étienne και αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι.
Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη έχει περάσει από πολλά στάδια. Θα έλεγα ότι είναι πιο πολύ μια σχέση
πάθους, αν και τώρα τελευταία τη χαρακτηρίζει πιο πολύ αυτό που θα λέγαμε ειρηνική συμβίωση.
Η αρχή όλων ήταν η μητέρα μου. Αυτή ζωγράφιζε στο σπίτι κι εγώ στα πόδια της έπαιζαν με τα πινέλα της. Αυτή μου έδειξε τους πρώτους ζωγράφους στα βιβλία που αγαπούσε. Κι εγώ ερωτεύτηκα τη ζωγραφική.
Η τέχνη για μένα είναι η ζωή η ίδια.
Αν μου ζητούσαν να περιγράψω τη σχεδιαστική φιλοσοφία μου, θα έλεγα ότι το παν για μένα είναι η αυτόματη γραφή, η σχεδίαση ως άμεση χειρονομία απογύμνωσης.
Αυτό που επιδιώκω μέσα από τα έργα μου είναι να καταγράψω στιγμιαίες αιωρούμενες κινήσεις του ζωγραφικού χώρου/χρόνου, συχνά επιφορτισμένες με ιδέες, σημασίες, στοχασμούς. Οι οποίες με τη σειρά τους τυχαίνει να συνδέονται με μια φράση, μια λέξη, ένα χρώμα, μια αίσθηση, μια ανάμνηση. Η δουλειά μου κατευθύνεται προς την αφαίρεση συχνά με όχημα τη χρήση παραστατικών στοιχείων.
Το χρώμα είναι μια γλώσσα αφηρημένη όσο και ο ήχος, αν και συχνά ένα χρώμα κουβαλά ένα συμβολισμό κοινά παραδεκτό, όπως το κόκκινο του πάθους και το μπλε της θάλασσας. Όμως, για τον ζωγράφο το χρώμα είναι απλώς ένας τρόπος να εκφραστεί σε διαφορετικές συχνότητες και να δημιουργήσει διαφορετικές θεματικές στο ζωγραφικό χωροχρόνο. Συχνά ένα χρώμα ή μια ιδέα χρωματικών συνδυασμών αποτελεί αφετηρία για τη δημιουργία ενός έργου. Δεν είναι απαραίτητο, δηλαδή, το έργο να εντάσσεται σε κάποιου είδους αφήγηση. Τόσο απλά.
Αντλώ έμπνευση από ένα χρώμα, έναν ήχο, μια λέξη, μια σκέψη, μια αίσθηση. Κι αν δεν έχω καμία έμπνευση, απλώς δουλεύω σε κάποια ιδέα μέχρι να βγει κάτι.
Δε σκέφτομαι ιδιαίτερα το μέλλον. Θα ήθελα να είμαι υγιής και δυνατή και να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω τώρα.
Η κινητήριος δύναμή μου είναι, καταρχάς, η αγάπη για την κόρη μου. Αυτή μου δίνει τη χαρά και τη φιλοδοξία να βελτιώνομαι στη δουλειά μου και να δημιουργώ. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει μέσα μου αυτό το ανικανοποίητο που διακατέχει όλους τους δημιουργικούς ανθρώπους, κάτι σαν «φαγούρα»... Απλώς δεν είσαι ευχαριστημένος ποτέ, ή ακόμα κι αν είσαι αυτό δεν αρκεί. Θέλεις πάντα να κάνεις κάτι ακόμη, κάτι διαφορετικό, κάτι καλύτερο.
Η κομβική στιγμή στην πορεία μου ήταν όταν πήγαμε με τον Αλέξανδρο Ντονόπουλο στην Αμερική, στο Art
on Paper, στη Νέα Υόρκη. Εκεί άρχισαν όλα να αλλάζουν, άρχισε να αλλάζει η προοπτική των πραγμάτων, η σχέση μου με την τέχνη, η σχέση μου με τη ζωή. Όλα πήραν νέες διαστάσεις. Και φυσικά επηρεάστηκε η
δουλειά μου.
Ευτυχία σημαίνει να είμαι συνδεδεμένη με τον εαυτό μου στο εδώ και στο τώρα.
Ένα πράγμα για το οποίο είμαι περήφανη είναι το ότι έγινα μητέρα και καλλιτέχνης και υποστήριξα και τις δύο αυτές μου ιδιότητες σε ένα περιβάλλον που, κακά τα ψέματα, θεωρεί την τέχνη -κυρίως για μια γυναίκα- μια ευγενική ελαφριά ενασχόληση και όχι full time job. Το ότι κατάφερα να διαχειριστώ και τις δύο αυτές δουλειές μου, κυρίως λόγω της προσωπικής μου αγάπης για αυτές αλλά και της επιμονής μου, μου δίνει πραγματική χαρά και ικανοποίηση.
Η κυριότερη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν το ότι έπρεπε να σπάσω το καλούπι, τη φόρμα που σου φοράει το πεπερασμένο κοινωνικό περιβάλλον και να πάω πιο πέρα ως καλλιτέχνης, ιδίως σε έναν ανδροκρατούμενο μέχρι πολύ πρόσφατα χώρο. Μπόρεσα να παλέψω ακόμη πιο σκληρά για να βελτιώσω την τέχνη μου και τελικά να χαράξω τη δική μου πορεία και να βρω τη δική μου φωνή.
Μου αρέσει να ξεκλέβω χρόνο για διάβασμα και για μουσική. Κι αν γίνεται να πάω να χορέψω!
Ένας άνθρωπος-μέντορας για μένα ήταν η καθηγήτριά μου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, η Ρούλα Τσαμασιώτη. Απίστευτα καλλιεργημένη, μορφωμένη, πολιτικοποιημένη και αγύριστο κεφάλι, με πολλή αγάπη κι ενδιαφέρον με στήριξε για να πάω Καλών Τεχνών και μου άνοιξε τα μάτια στον κόσμο, σε μια καινούρια ζωή.
Ένα μέρος που μου αρέσει πολύ να παίρνω τον καφέ μου είναι το βιβλιοπωλείο του φίλου εκδότη και ποιητή, Γιώργου Αλισάνογλου, το Σαιξπηρικόν στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Πέρα από τον Γιώργο, τον οποίο θα συναντήσεις εκεί και θα έχεις μαζί του εκπληκτικές συζητήσεις, μπορεί να συναντήσεις πολλά ενδιαφέροντα πρόσωπα της πόλης, δημιουργούς, συγγραφείς, ποιητές, μεταφραστές, ιδιοκτήτες bar ή μουσικούς και άλλους πολλούς.
Μια γκαλερί ή ένα μουσείο που επισκέφθηκα πρόσφατα και με εντυπωσίασε είναι το MOMUS, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης, όπου παρουσιαζόταν η έκθεση Vanitas σε επιμέλεια Γιάννη Μπόλη. Η έκθεση διαπραγματεύεται κι εξερευνά διαφορετικές εκφάνσεις του συμβολισμού της νεκροκεφαλής στην τέχνη.
Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ στην πόλη είναι, φυσικά, η γκαλερί που με εκπροσωπεί και με στηρίζει, η Donopoulos International Fine Arts με μια απίστευτη καλλιτεχνική ομάδα και μοναδικές για την πόλη παρουσίες.
All time classic αγαπημένο μου μέρος στη Θεσσαλονίκη είναι η Φράγκων με τα μαγαζιά της και το Κρατικό, και η Οδός Αγίου Μηνά με τις νεραντζιές της και τη μυρωδιά παλιάς Θεσσαλονίκης που ακόμα κρατάει η περιοχή.
Το «κρυφό» μου σημείο στην πόλη είναι εκεί που τερματίζει το παραλιακό μέτωπο μετά το Μέγαρο και αρχίζει η Καλαμαριά. Έχει κάπου ένα παγκάκι μπροστά στη θάλασσα.
Η Θεσσαλονίκη μού αρέσει γιατί είναι μια πόλη που ανανεώνεται μέσα στον χρόνο χωρίς να χάνει την ταυτότητά της όσο κι αν αυτό ακούγεται κλισέ, κι όμως έτσι συμβαίνει. Αγαπώ τη γεωγραφική της θέση, τα χρώματά της το δειλινό, τις ώχρες στους τοίχους στην Ολύμπου και στην Όλγας, όπου έχουν μείνει παλιά κτίρια. Η Θεσσαλονίκη έχει περάσει πολλά κι έχει κουβαλήσει πολλούς πληθυσμούς, ανθρώπους, θρησκείες, εθνικότητες. Ίσως πρέπει τώρα να θυμηθούμε πως για αιώνες σε αυτήν την πόλη ζούσαν άνθρωποι διαφορετικοί δίπλα δίπλα ο ένας με τον άλλον.
Αν θα άλλαζα κάτι στη Θεσσαλονίκη θα ήταν... πολλά! Το κυκλοφοριακό είναι ένα μεγάλο θέμα. Θα ήθελα πολύ περισσότερο πράσινο και να είμαστε πιο ευγενικοί και καλόψυχοι μεταξύ μας.
Με 3 λέξεις είναι μια «πόλη που μεγαλώνει».