fbpixel

Search icon
Search
SKG Stories: Βασίλης Σερβετάς
SKG STORIES

SKG Stories: Βασίλης Σερβετάς

Για την Πλατεία Ναυαρίνου όπου μεγάλωσε και όσα αγαπάει στην πόλη


Ένα νέο ταλέντο που μόλις ξεκινά την πορεία του στον χώρο της δημοσιογραφίας, o διαδικτυακός ταξιδιώτης "The Loner", Βασίλης Σερβετάς, εντυπωσιάζει με την ιδιαίτερη πένα του και τη σχεδόν κινηματογραφική οπτική του στις σκέψεις που καταθέτει, που μοιάζουν καδραρισμένες μέσα από το φακό της αγαπημένης του φωτογραφικής μηχανής. 

Μεγάλωσα στην Πλατεία Ναυαρίνου. Το πατρικό του πατέρα μου είναι δυο βήματα από εκεί, οπότε κατεβαίναμε συχνά με τους γονείς μου στο κέντρο. Αυτοί έπιναν καφέ στην πλατεία κι εγώ έπαιζα μπάλα (με 4 αλλαξιές ρούχα). Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια κοπέλα να αφήνει το χάμστερ της να κολυμπήσει στο σιντριβάνι του Νικολάκη (το χαρακτηριστικό αγοράκι-σύμβολο της πλατείας) και τους αθλητικούς μεγαλύτερους τύπους που σκαρφάλωναν στο υπόστεγο των μηχανών και τους κοιτούσα σαν υπερανθρώπους. Λυπάμαι που η Πλατεία Ναυαρίνου έχει παρακμάσει. Τη θυμάμαι να σφύζει από ζωή και πλέον χαζογεμίζει μονάχα σε κάποιο σημαντικό ματς.

Η αγαπημένη μου γειτονιά είναι σίγουρα αυτή της Αλεξάνδρου Σβώλου. Την αγαπώ από την αρχή μέχρι το τέλος, με το Falafel House, τον Έσπερο, το Εμιγκρέ, τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και το Pulp. Εκτός από πανέμορφη, είναι και έντονα ενεργοποιημένη, με τις όμορφες κινήσεις της Πρωτοβουλίας της Αλεξάνδρου Σβώλου.

Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω χίλια πράγματα: αγιογράφος, ντετέκτιβ, ροκστάρ στα μετέπειτα γυμνασιακά και λυκειακά χρόνια. Ένα τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού στο Λύκειο έδειξε, πως μου ταιριάζει η δημοσιογραφία. Με επηρέασε πιο πολύ απ’ όσο θέλω να παραδέχομαι. Σπουδάζω στο τμήμα Δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ και, ενώ δεν ξέρω με τι ακριβώς θέλω να ασχοληθώ, ξέρω πως είμαι στο σωστό δρόμο. Αγαπώ να γράφω και να μοιράζομαι -ποτέ δε μπορούσα να κρατήσω τις σκέψεις στο συρτάρι μου, πόσο μάλλον στο μυαλό μου. Πρόσφατα ξεκίνησα εκπομπές στο ραδιόφωνο και κατάλαβα αυτό που πάντα φοβόμουν: το πόσο μου αρέσει να μιλάω μόνος μου.

O Loner είναι το παιδί μου. Είναι η εξέλιξη του πρώτου μου -σοβαρού- blog, του Goingpro. Είναι το μέρος στο οποίο μοιράζομαι σκέψεις, ιστορίες, προβληματισμούς και φωτογραφίες. Σε αυτό μπορεί κανείς να βρει από φανταστικά σενάρια μέχρι οδηγούς πόλης. Δημιουργήθηκε από την αγάπη μου για το γράψιμο και μου δίδαξε πολλά: συνέπεια, υπομονή και μέτρο.

Το πρώτο κείμενό μου στο Goingpro ήταν το GoMiTo, ένα απλό κείμενο 400 περίπου λέξεων για την προσφάτως αγορασμένη μου κάμερα GoPro, την οποία κρέμασα στ’ αμάξι μου κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φράση (τη γράφω χωρίς να την ψάξω, το υπόσχομαι): «Έχετε νιώσει ποτέ, πώς είναι να σκίζονται 450 ευρώ στην τσέπη σας; Τότε δεν έχετε κρεμάσει την προσφάτως αγορασμένη κάμερά σας από το αμάξι σας». Κοιτώντας πίσω, βλέπω έναν άλλον Βασίλη. Όλοι μπορούν να το πουν αυτό για τον εαυτό τους. Εγώ το λέω διαβάζοντας τις λέξεις μου, αναρωτώμενος γιατί δε χρησιμοποίησα διαφορετικές.

Το ταξίδι που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι αυτό που έκανα στην Αγία Πετρούπολη με το φροντιστήριο των Ρωσικών. Έκανα μια βουτιά σ’ έναν άγνωστο κόσμο, με ανθρώπους που γνώρισα σε μια τάξη και μπορούσα να τους ονομάζω άτυπα ως μια μικρή ρωσική οικογένεια. Είναι περίεργο, πως ένας τόπος τόσο κρύος κι άγνωστος μυρίζει σπίτι. Σπίτι, θα πω, είναι οι άνθρωποι -όχι ο τόπος.

Αν δεν ζούσα στη Θεσσαλονίκη θα ήθελα πολύ να ζω στην Αθήνα. Σαν βέρος Σαλονικιός, είχα τις χαζές διαφορές μου με την πρωτεύουσα. Την αγάπησα στα δύο τελευταία μου ταξίδια σ’ αυτήν. Άφησα πίσω μου κασέρια, καλαμάκια, μίλκο και τοστ και λάτρεψα την πολυκοσμία της, τον αέρα της και τα κίτρινα ταξί της. Η Αθήνα μ’ αρέσει γιατί κάνει θόρυβο, αυτόν τον θόρυβο που σε προκαλεί να τον ακολουθήσεις.

img-0329.jpg

Τη Θεσσαλονίκη την αγαπώ, γιατί είναι μια σούπα με χίλια μπαχάρια. Είναι ένα μωσαϊκό πολιτισμών με μαγευτικές ιστορίες κάτω από κάθε της πέτρα. Μ’ αρέσει να βλέπω μπροστά μου πράγματα που άκουσα σε ιστορίες πατέρα και παππού και διάβασα σε σελίδες βιβλίων. Κάθε άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη απέχει δυο χέρια: πάντα θα έχεις έναν κοινό γνωστό. Της δίνει αυτό μια χρυσή τομή, την κάνει γειτονιά. Είναι το αποτέλεσμα απίστευτων συνδυασμών που φαίνονται στην κουζίνα της, στα μαγαζιά της και στις αγορές της. Όσο και να προσπαθώ, δε θα την κλείσω ποτέ μέσα σε μια πρόταση. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, για παράδειγμα, περνάει από κάτω ένα αμάξι που παίζει στη διαπασών «θα ‘θελα να ήσουν ψέμα, δίχως νόημα κανένα» και δυο λεπτά πριν πέρασε πλανόδιος μουσικός που έπαιζε «τα μαύρα μάτια σου, όταν τα βλέπω με ζαλίζουνε». Με ζαλίζει αυτή η πόλη, αλλά με ζαλίζει όμορφα.

Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το κομμάτι της Βασιλέως Ηρακλείου δίπλα από την Αριστοτέλους, με τις δυο στοές, του ΠΑΣΟΚ και των ηλεκτρονικών, τα σουβλατζίδικα, την είσοδο του Μοδιάνο και τις μυρωδιές από τα λουλουδάδικα, εκεί που παραμονές πρωτοχρονιάς μαζεύεται λαοθάλασσα και κλείνει ο δρόμος. Κάπου εκεί ήταν η πιάτσα του Γιάγκου και του Βάγγου, όπως τους περιέγραψε ο Βασιλικός και τώρα, τόσα χρόνια μετά, το Μοδιάνο στέκει όρθιο και θυμίζει μια πόλη αλλιώτικη, η οποία κρατάει επαφή με ένα παρελθόν που έφυγε σαν σφαίρα.

Μπορεί να με συναντήσει κανείς στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, το συνεργατικό βιβλιοπωλείο στη Σβώλου, πόσο μάλλον τώρα που ανοίγει ο καιρός. Μ’ αρέσει η μυρωδιά του βιβλίου και της Σβώλου -ο συνδυασμός τους ειδικά είναι αξεπέραστος.

Ένα μουσείο που αγαπώ είναι το μουσείο των Εβραίων στο Βερολίνο. Ένα μουσείο πολύ μίνιμαλ με πολύ λίγα εκθέματα, το οποίο σε κάνει να αισθανθείς πολλά. Η αίθουσα της απομόνωσης με τον φρικιαστικό ήχο της πόρτας που κλείνει, ο κήπος του λαβυρίνθου με τις πέτρινες στήλες και τα μισοκομμένα έπιπλα με το σπουδαίο μήνυμα του επιλεκτικού χαρακτήρα της παρουσίας, η οποία τονίζει αυτό που λείπει. Κυρίως όμως το τελευταίο έκθεμα, αυτό με τις 10.000 μεταλλικά πρόσωπα αραδιασμένα στο πάτωμα. Πατώντας πάνω τους, βγάζουν έναν τρομακτικό ήχο που θυμίζει κραυγή -την ίδια κραυγή που βγάζει κάθε πρόσωπο, όταν το πατά ένα πόδι.

Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι το Σέμπρικο, κρυμμένο πίσω από το όριο του τείχους. 

Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι να βγάζω φωτογραφίες αστικού τοπίου με τις κάμερές μου που κουβαλώ -σχεδόν- πάντοτε μαζί μου. Πρόσφατα άρχισα να ασχολούμαι με την αναλογική φωτογραφία. Εκεί, κάθε κλικ γίνεται μοναδικό. Έχεις 36 και πρέπει να τα χρησιμοποιήσεις σωστά.

Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ τη Βαλαωρίτου και τα Άνω Λαδάδικα. Ladose, Τζαμάλα και Γορίλας με κερδίζουν τα παρασκευοσάββατα. Συχνά, στο τέλος της βραδιάς, θα επιχειρήσω να στριμωχτώ και στο Casper.

Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι το στενάκι της Ερνέστου Εμπράρ. Ο Ερνέστ Εμπράρ είναι ο αρχιτέκτονας που οικοδόμησε τη Θεσσαλονίκη μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Εμείς αποφασίσαμε να τον στριμώξουμε στ’ Άνω Λαδάδικα, σ’ ένα ιδιωτικό στενάκι με πασσαλάκια. Οι χάρτινες λάμπες που κρέμονται από τις συμπληγάδες πολυκατοικίες και το μικρό εστιατόριο με όνομα Μικρή Μαρμίτα (το οποίο δυστυχώς έκλεισε) του δίνουν έναν μοναδικό χαρακτήρα, σημειολογικό αλλά και φωτογραφικό.

Τα θετικά που έχει η Θεσσαλονίκη για έναν νέο στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα είναι λίγα, αλλά προτιμώ να κοιτάω το ποτήρι μισογεμάτο. Δε ξέρω, αν είναι ρομαντική ανοησία ή νεανική αισιοδοξία, ωστόσο παραμένω αισιόδοξος. Πιστεύω πως με επιμονή και μόχθο ο καθένας θα βρει τον δρόμο του, ακόμη κι αν είναι ένας δρόμος που δεν περίμενε ποτέ.

Θα ήθελα να δω στην πόλη περισσότερα μαγαζιά σαν το Uberdooze και τον Γορίλα, περισσότερα εστιατόρια σαν την Μούργα και το Σέμπρικο, περισσότερα ξενοδοχεία σαν το Caravan και το Colors, περισσότερα σημεία σαν το Vinyl Salvation. Μου αρέσουν τα μέρη με χαρακτήρα και θέλω να πιστεύω, πως ζω σε μια πόλη που υποδέχεται τις κινήσεις που λένε την άποψή τους φωναχτά.

Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν επιστροφή, θάλασσα και σπίτι. Επιστροφή γιατί πάντα θα επιστρέφω, θάλασσα επειδή θάλασσα είναι ό,τι δεν τελειώνει και σπίτι γιατί στη Θεσσαλονίκη θα έχω πάντοτε δικούς μου ανθρώπους.

Εύχομαι μέσα στα επόμενα 5 χρόνια να καταφέρω να έχω δική μου εκπομπή στο ραδιόφωνο, να έχω στήλη σε κάποιο περιοδικό και να έχω εκδώσει κάτι συγκροτημένο.

Το γεγονός ότι έχω διάσημο πατέρα με έκανε να καταλάβω πως οι άνθρωποι, ό,τι και να κάνεις, θα μιλούν για σένα, με καλό ή άσχημο τρόπο. Σημασία έχει να αντλείς νόημα και περιεχόμενο από εσένα και όχι από την άποψη των άλλων. Ο πατέρας μου ήταν και είναι πρωτίστως πατέρας, όχι διάσημος. Μου έμαθε να στοχεύω ψηλά αλλά να κοιτώ στα πόδια μου, να μη μιλάω πολύ αλλά να δίνω την ψυχή μου σ’ αυτό που κάνω. Ασχέτως διαφόρων παρεξηγήσεων, δεν κρύβω το επίθετό μου. Είμαι περήφανος γι’ αυτό.

Φωτογραφία: Σωτήρης Μαδίτσης