fbpixel

Search icon
Search
SKG Stories: Βασίλης Καραλάζος
SKG STORIES

SKG Stories: Βασίλης Καραλάζος

Για το παράθυρο με θέα στο Αιγαίο και όσα κάνουν τη Θεσσαλονίκη μία ιδιαίτερη πόλη


Υπηρετώντας την υψηλή αισθητική, τη λειτουργικότητα και την ευρηματικότητα, ο αρχιτέκτονας Βασίλης Καραλάζος έχει συνδέσει το όνομά του με μοναδικούς χώρους στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, την υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι στιβαρές καταβολές των σπουδών στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Α.Π.Θ. συνδυάστηκαν με μεταπτυχιακό στη Φιλοσοφία στη Σορβόννη και διπλωματική στην Εθνική Ανωτάτη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών (École nationale supérieure des arts Décoratifs) στο Παρίσι. Ένας πολίτης του κόσμου που επέλεξε να ζήσει και να δημιουργήσει στη Θεσσαλονίκη, στην οποία μας ξεναγεί παρακάτω, με τον δικό του, πολύ ιδιαίτερο τρόπο...

Γεννήθηκα από σύμπτωση στη Λάρισα και την τρίτη μέρα της ζωής μου βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη. Το πατρικό μου σπίτι ήταν και είναι ακόμη στην περιοχή της Καμάρας, επάνω από τον ιερό ναό της Παναγίας Δεξιάς, ένα ρετιρέ στον 8ο όροφο με μεγάλη βεράντα, από την οποία έβλεπα κάτω τους μεγάλους μπρούτζινους θόλους της εκκλησίας. Στο βάθος μπορούσα να διακρίνω και τον Όλυμπο. Εκεί πέρασα τα μαθητικά μου χρόνια και κάποια μεγάλα κομμάτια της φοιτητικής μου ζωής. Η καθημερινή μου διαδρομή περιλάμβανε την κάθοδο από το πατρικό μου στην Ικτίνου, όπου πήγαινα σχολείο, διασχίζοντας την Παλαιών Πατρών Γερμανού με κάποιες αναγκαίες παρακάμψεις. Η αλήθεια είναι ότι πάντα κινούμουν σε αυτή την περιοχή.

Θυμάμαι ότι τα πρώτα χρόνια και για αρκετά χρόνια, ο περιβάλλων χώρος ανάμεσα από την εκκλησία της Παναγίας Δεξιάς και την Καμάρα ήταν πατημένο χώμα. Η διαμόρφωση όπως τη γνωρίζουμε σήμερα έγινε αρκετά μετά. Υπήρχε βεβαίως η έννοια της παρέας της γειτονιάς, ενώ  βρισκόμασταν κυρίως στις αρχές του καλοκαιριού και μέχρι να "εξαφανιστούν" οι οικογένειες για τις διακοπές. Θυμάμαι αυτό που γινόταν σε μία γιορτή, που συνδυάζεται με τον Άγιο Ιωάννη, όπου άναβαν φωτιές επάνω σε αυτή τη μεγάλη χωμάτινη έκταση. Αποτελούσε έναν τρόπο εκτόνωσης και διασκέδασης ενός μεγάλου κομματιού της γειτονιάς τα χρόνια εκείνα.

Τα παιδικά μου χρόνια συνδυάστηκαν με πολύ έντονο και καθοριστικό τρόπο με τις παύσεις που επέτρεπε το σχολικό έτος, δηλαδή τις γιορτές μέσα στη χρονιά και τις διακοπές του καλοκαιριού, με το πατρικό σπίτι της μητέρας, μου που βρίσκεται στη Ραψάνη του Κάτω Ολύμπου, ακριβώς έξω από τα Τέμπη. Γι' αυτό το μέρος θα μπορούσα να μιλάω με τις ώρες. Η συγκεκριμένη τοποθεσία είναι πολύ ευνοημένη και γι' αυτό η Ραψάνη ήταν το κέντρο όλης της ευρύτερης περιοχής, με καλύτερες συνθήκες ζωής και ευμάρειας τα χρόνια εκείνα. Η οικογένεια της μητέρας μου απέκτησε το εν λόγω σπίτι στις αρχές του 1800, ενώ υπήρξε ιερατική σχολή, σύμφωνα και με έγγραφα που βρέθηκαν από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Είναι ένα τριώροφο σπίτι μεγάλης έκτασης, φανταστείτε ότι στον επάνω όροφο μόνον υπάρχει ένας τεράστιος κοινόχρηστος χώρος και 5 μεγάλα υπνοδωμάτια. Στη Ραψάνη οι κάτοικοι ήταν κατά κανόνα οινοπαραγωγοί, όπως και η οικογένεια της μητέρας μου, ενώ ο παππούς μου διατηρούσε και ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα. Αυτό ήταν το βασικό πρόσοδο αλλά υπήρχαν και εκτάσεις καλλιεργήσιμες στο άνω κομμάτι του θεσσαλικού κάμπου. 

Η σχέση μου με το μέρος αυτό δε σταμάτησε σχεδόν καθόλου, είναι άπειρες οι εικόνες που έχω. Από τύχη, ως πρωτότοκη η μητέρα μου είχε το γωνιακό υπνοδωμάτιο που είχε 5 παράθυρα εκ των οποίων το ένα διέθετε ένα πλατύ περβάζι 80 εκατοστών. Εκεί, αντί να κάνω τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο της θερινής ραστώνης, καθόμουν και έβλεπα το Αιγαίο, τη θάλασσα. Θυμάμαι πολύ έντονα τις εναλλαγές της θερμοκρασίας σε εκείνο το κλίμα, τις πετρόπλακες των αυλών και τη σκάλα που ανέβαινε στον πρώτο όροφο της κατοικίας, την οποία μέσα στην ημέρα δεν μπορούσες να πατήσεις ενώ το απόβραδο έβγαζε μια ανακουφιστική δροσιά. Θυμάμαι τη σιωπή που έπεφτε κάθε τέλος της ημέρας, όταν είχαν εξαντληθεί οι κουβέντες και όλα τα νέα, τις διαδρομές που με έβαζαν να κάνω για να περνάω την ώρα μου, την έντονη σχέση με τη φύση. Προφανώς είχα και μία ροπή στο να καλλιεργήσω τη σχέση αυτή. Κάτι που έγραψα σε ένα κείμενο βαθύ, προσωπικό, είναι ότι εκεί στα 8 μου χρόνια ακριβώς, σε αυτή την αυλή που σας περιέγραψα, άρχισα να καταλαβαίνω γιατί εκνεύριζε τη μητέρα μου η συνεχής μου περιέργεια και το επαναλαμβανόμενο γιατί. Οπότε το 'κοψα, άρχισα να "στοκάρω" μέσα μου οτιδήποτε έβλεπα παράδοξο στα δικά μου μάτια, σπάνιο και απαρατήρητο, και αυτό ήταν κάτι που συνειδητοποίησα πάρα πολύ νωρίς και με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή. Είναι βασανιστική αυτού του είδους η παρατηρητικότητα γι' αυτόν που την κουβαλάει. Και από μία σύμπτωση, αυτή για μένα είναι μία συνθήκη εκ των ουκ άνευ, για να μπορεί κανείς να ασκήσει με ευστοχία και επιτυχία τη δουλειά που επέλεξα. Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει έμφυτο ταλέντο για να γίνει κανείς αρχιτέκτονας. Τα έμφυτα ταλέντα αφορούν άλλους τομείς που έχουν να κάνουν με τη μουσική, τη βασική αναπαραστατική τέχνη, με τη μικρογλυπτική ίσως. Με αυτά μπορεί να γεννηθεί κάποιος, δεν μπορεί όμως να γεννηθεί σχεδιάζοντας χώρους και κτίρια.

Κατά κανόνα δε είσαι διχασμένος ανάμεσα στην Καλών Τεχνών και στη γενικότερη έννοια του Πολυτεχνείου. Η αρχιτεκτονική πάντως είναι κάτι που διδάσκεται, έχει βασικούς κώδικες και μια τεχνική που όμως πρέπει να ασκείς καθημερινά, για όσο ασκείς το επάγγελμα. Αλλιώς μένεις πίσω, επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου. Και αυτό γιατί αλλάζουν όλες οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές συνήθειες που οδηγούν το αιτούμενο και έτσι αυτομάτως διαμορφώνονται και τα παγκόσμια ρεύματα, τα οποία εξ αντανακλάσεως φτάνουν και στην Ελλάδα. Και τα οποία καλείσαι να παρακολουθείς και φυσικά, να φιλτράρεις.

Σπούδασα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για μεγάλη μου τύχη και είμαι εξαιρετικά ευγνώμων για αυτό. Τότε υπήρχαν εν ενεργεία δύο διαφορετικές σχολές αρχιτεκτόνων και καθηγητών που με έναν απλούστατο, όμορφο τρόπο μου έδωσαν το αλφάβητο αλλά και τους κώδικες και την έννοια της συνέπειας. 

Τελείωσα τη σχολή το 1983 που ήταν η χρονιά μου. Όντας πολύ καλός φοιτητής, επέτρεψα στις συνθήκες που είχα διαμορφώσει για τις συνεργασίες μου να κάνω μία διπλωματική μετριότατη. Την οποία μάλιστα παρουσίασα σε μια χρονιά που επίσης παρουσιάστηκαν τρεις διπλωματικές που θυμάμαι μέχρι και σήμερα, καθώς έκαναν μία τομή σε πολλά πράγματα. Αμέσως μετά αποφάσισα να κάνω έναν μήνα διακοπές, να κατέβω στη Σαντορίνη όπου πέρασα μεγάλα διαστήματα των εφηβικών μου χρόνων, να γίνω μπάρμαν και να βρεθώ κάποια στιγμή στα τέλη του Οκτώβρη στην Καρδαμύλλη της Μάνης, σε μία παραλία, επιμένοντας ότι μπορώ να συνεχίζω εκεί το καλοκαίρι μου. Είχα συνειδητοποιήσει την ανάγκη της έννοιας της ελευθερίας και της ατομικής ανεξαρτησίας σε επίπεδα επιλογής τρόπων ζωής πάρα πολύ νωρίς. Κατάλαβα ότι, εγώ για να πραγματοποιήσω όσα ο ελεύθερος χρόνος της φοιτητικής περιόδου στη Θεσσαλονίκη μου επέτρεπε, θα έπρεπε να κάνω δύο δουλειές ταυτόχρονα. Τότε, λοιπόν, εργαζόμουν 3 ώρες την ημέρα στον ΟΤΕ, μέσα από έναν διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί μόνον για φοιτητές Πολυτεχνείου ενώ παράλληλα, έχοντας ένα πολύ σταθερό και ικανό χέρι, διατηρούσα και μία συνεργασία με το αρχιτεκτονικό γραφείο στο οποίο μου είχαν κάνει τα μαθήματα σχεδίου, για να περάσω στη σχολή. Άρα, ήμουν οικονομικά αυτάρκης και μπορούσα να καταστρώσω οποιαδήποτε διαφυγή μου πέρναγε από το μυαλό. Για να επιστρέψω σε αυτό που σας ανέφερα, τέλη Οκτώβρη στην Καρδαμύλλη και με την επέμβαση ενός ανθρώπου, βρέθηκα ένα απόγευμα στην Καλαμάτα, με 2 αεροπορικά εισιτήρια στα χέρια μου: το ένα ήταν για την Αθήνα και το άλλο για το Παρίσι. Έτσι προσγειώθηκα αρχές Νοέμβρη του 1983 στο Παρίσι.

Αισθανόμουν σαν να είχα προκαλέσει εκείνη την ήττα της παρουσίασης της διπλωματικής μου και ήθελα να κάνω κάτι. Ακόμη, αυτό που έβλεπα σαν παράγωγο μέσα από τα αρχιτεκτονικά γραφεία που δούλευα, δεν ήταν κάτι που με ενθουσίαζε. Είχα ένα ένστικτο ότι θα βρω αυτό το κάτι που έψαχνα. Δεν το βρήκα την πρώτη χρονιά, γιατί αναγκάστηκα να κάνω έναν τρίτο κύκλο σπουδών στο Παρίσι, ένα μεταπτυχιακό στη Σορβόννη στη Φιλοσοφία, που όμως μου έδωσε το περιθώριο να έχω συνάλλαγμα από τη μεριά της οικογένειάς μου και αναβολή στρατού. Μέσα από μια σύμπτωση, ο μοναδικός Έλληνας που έβλεπα στο Παρίσι μου έδωσε τότε ραντεβού στη δική του σχολή, που βρισκόταν κοντά στη δική μου. Θυμάμαι πως πήγα εκεί, μου έκανε μια γύρα και αισθάνθηκα ότι, εγώ πρέπει οπωσδήποτε να μπω εδώ. Και έτσι βρέθηκα στην Ecole Nationale des ~Arts Decoratifs μία σχολή τεράστιας σημασίας και αξίας από το 1767, με εξαιρετικούς καθηγητές απόλυτα προσγειωμένους και προσηλωμένους στο να ανακαλύψουν τα skills του καθενός. Θυμάμαι μάλιστα μία φορά που συγκρούστηκα με έναν καθηγητή και μου είπε "θα πρέπει να καταλάβεις ότι αυτό που έχεις επιλέξει να κάνεις στη ζωή σου δεν είναι τέχνη, είναι εφαρμοσμένη τέχνη, που σημαίνει ότι θα εκτελείς σε όλη σου την καριέρα έργο κατόπιν παραγγελίας. Θα σου βάζουν όρους και θα τους υπηρετείς με τον τρόπο που εσύ νομίζεις καλύτερα". Πόσες φορές και από τι γκάφες με έχουν προλάβει εκείνα τα λόγια! Ήταν 3,5-4 λαμπρά χρόνια σε μια πολύ καλή περίοδο για το Παρίσι. 

Πιστεύω ότι για να μείνει κανείς πιστός στον βαθύ του πυρήνα πρέπει διαρκώς να αλλάζει. Διαφορετικά μπορεί να λάμπει στα 25 αλλά αν διατηρηθεί ίδιος στα 45, μπορεί να γίνει απλά γραφικός. Η προσαρμοστικότητα για μένα είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να πάει κανείς παρακάτω και νομίζω ότι, όποιος δεν το κατάλαβε αυτό στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας, ε τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει να το δει πουθενά στον κόσμο. Ευτυχώς στο DNA της φυλής μας υπάρχει κάτι αταβιστικό που φέρει ανά τους αιώνες, μία μνήμη, ένα ένστικτο, ένας τρόπος αντιμετώπισης. Η ιστορία την απαιτούσε πάντα την προσαρμοστικότητα στον Έλληνα και έτσι τον βρήκε σχετικά εύκολο σε αυτό.

Επιστρέφοντας από τις σπουδές μου βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη έχοντας ακόμη ενάμιση χρόνο για να εξαντλήσω το περιθώριο της αναβολής του στρατού. Από μια καλή συγκυρία, είχα την πρώτη μου ανάθεση μέσα στο εξάμηνο που γύρισα από το Παρίσι. Έκανα το πρώτο μου κατάστημα που έγινε στην οδό Μητροπολίτου Ιωσήφ, που τότε ήταν ένας μη εμπορικός δρόμος. Ήταν ένα κατάστημα γυναικείο που στα μάτια μου τότε, παρά τα πρώτα κάποια λάθη, με άφησε ικανοποιημένο. Τότε συνειδητοποίησα, ότι αυτό που εγώ ήθελα να κάνω ήταν στη Θεσσαλονίκη εν τω γενέσθαι. Αυτό που αποκαλούσαν τότε μόνο διακόσμηση είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την αρχιτεκτονική. Ευτυχώς μπήκε ο όρος του design αργότερα και έβγαλε από πάνω μας τη "ρετσινιά" του διακοσμητή. Αποφάσισα δε να ασχοληθώ μόνο με επαγγελματικούς χώρους και καθόλου με κατοικίες, οπότε στην ουσία κλήθηκα να υπηρετήσω ένα επιχειρείν.

Ένας χώρος που μου έδωσε βαθύτατη ικανοποίηση ήταν ένας εξαιρετικά μικρός σε μέγεθος χώρος και με μεγάλο ύψος, γωνία Τσιμισκή με Δημητρίου Γούναρη, ένα κατάστημα αντρικών ρούχων που ήταν για μένα λευκή κάρτα. Αυτόν τον χώρο τον δούλευα τους τελευταίους μήνες της στρατιωτικής μου θητείας, επέστρεψα και μετά τον ολοκλήρωσα. Το βράδυ που ζήτησα να σβήσουν τα φώτα του εργοταξίου και να ανοίξουν τα τελικά φώτα του χώρου, σε συνδυασμό με τον κόσμο που στεκόταν και κοιτούσε, δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Ο χώρος αυτός λεγόταν "Νώε" και ήταν ένα από τους χώρους, για τον οποίο ήμουν και νονός του. Αν έρθουμε τώρα στα σχετικά πρόσφατα, ήμουν ευγνώμων που μου δόθηκε η ευκαιρία, και πάλι με ένα είδος λευκής κάρτας, να επιμεληθώ τον σχεδιασμό του χώρου του Τερκενλή που έγινε το 2012, Αγίας Σοφίας και Μητροπόλεως και που εγκαινίασε μια συνεχή συνεργασία με τη συγκεκριμένη αλυσίδα καταστημάτων. Εκείνη τη στιγμή ο κόσμος για μένα ήθελε μια ενθάρρυνση. Ήθελε να μην μπει σε έναν "σκληρό" industrial αισθητικής χώρο. Ήθελε να μπει σε κάτι που να κουβαλάει κι ένα παραμύθι που να εξυπηρετεί το brand, που να προκαλέσει σε αυτόν που μπαίνει ένα μειδίαμα και μια λάμψη στα μάτια, που να βγάλει ένα συναίσθημα. Έβγαλε, λοιπόν, αυτός ο χώρος ένα συναίσθημα για τους ανθρώπους της γειτονιάς -και όχι μόνο- κι εγώ ήμουν ευγνώμων που μου δόθηκε η ευκαιρία να πραγματοποιήσω αυτή την αλλαγή. Ξέρετε, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το αιτούμενο του επιχειρηματία ήταν "να το δούνε και να τους κοπούν τα ήπατα". Αυτό, λοιπόν, πολύ νωρίς κατάλαβα ότι έχει τελειώσει. Και στον χώρο αυτόν κατάλαβα ότι ήταν η κατάλληλη χρονική στιγμή και το σημείο εκείνο της πόλης, που δε χρειάζεται πλέον να είναι υπερβολικά glamorous. Χωρίς ούτε να με θίγει, ούτε να με τιμά, πραγματικά τον θεωρώ τον πιο influential χώρο που υπάρχει στο κέντρο της πόλης αυτή τη στιγμή.

Για μία δεκαετία βρισκόμουν σε μια συνεχή μετακίνηση Θεσσαλονίκη - Αθήνα και είχα αποκτήσει δικό μου σπίτι στην πρωτεύουσα, από τις ατελείωτες μέρες που περνούσα εκεί. Το προηγούμενο γραφείο στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν στο Φιξ, εγώ δε, ήμουν πάντα του κέντρου και είχα επιλέξει για την κατοικία μου την Γρηγορίου Παλαμά. Αρχές Ιουλίου του 2013 πήγα μία εβδομάδα στην Πάτμο και εκεί, μέσα από μία στιγμή βαθιάς έμπνευσης, οριστικοποιήθηκε η επιθυμία να κάνω έναν δικό μου χώρο και να βάλω τους δικούς μου όρους. Μια εβδομάδα μετά βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη. Κοιτούσα την τζαμαρία ενός χώρου (του τωρινού γραφείου) στον 8ο όροφο, που ήταν 1,5-2 χρόνια κενός. Μέσα στον ίδιο μήνα, κατάφερα και βρήκα τον ιδιοκτήτη, κάναμε το μισθωτήριο συμβόλαιο και εκείνον τον Νοέμβριο εγκατασταθήκαμε στον νέο χώρο και με νέα άτομα. Αλλά το τονίζω πως δεν ήταν μία παρόρμηση, ήταν μια βαθύτατη ήρεμη έμπνευση. Ένιωσα ότι αυτό θέλω να το κάνω.

Στα μάτια μου η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα μία ιδιαίτερη πόλη. Αυτό άρχισα να το καταλαβαίνω από τα πρώτα ταξίδια που έκανα στην Αθήνα. Κατάλαβα αργότερα ότι υπάρχει μία πολύ έντονη παρουσία του Βυζαντίου κι αυτό έδινε στα μάτια μου μια βαρύτητα που δεν έβλεπα στον νότο της Ελλάδας. Η βαρύτητα αργότερα απέκτησε και διάφορες εκφάνσεις σοβαροφάνειας ή μασκαρεμένου συντηρητισμού, αλλά δε θέλω να μιλήσω αρνητικά, γιατί αυτά είναι απλές διαπιστώσεις. Είμαι ευγνώμων για την πόλη αυτή, γιατί είναι μία πάρα πολύ «καλοπιαστική» πόλη, πολύ εύκολη και χωρίς να γίνεται εύκολα βαρετή, φαντασία να έχει κάποιος και δε θα βαρεθεί πουθενά. Γιατί, αν σκεφτεί πόσα μπορεί να διεκπεραιώσει κανείς μέσα σε ένα πρωινό εδώ και τι κόπο σωματικό και ψυχικό θέλει για να πραγματοποιήσει τα ανάλογα στην Αθήνα, τότε αντιλαμβάνεται ότι εδώ τα πράγματα είναι πιο ήρεμα και πιο βατά.

Ένα σημείο της πόλης που βρίσκεται κοντά μου και περνάω από μπροστά τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα είναι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η πρόσοψή της διαθέτει ένα χρώμα που εισπράττει, εισπνέει και αντανακλά τα χρώματα του φωτός της Θεσσαλονίκης και ειδικά προς το τέλος της μέρας, και κάθε εποχή του χρόνου, μ' έναν τρόπο μοναδικό και στα δικά μου μάτια μαγικό. Για δικούς μου προσωπικούς λόγους και μόνο όταν το αισθανθώ, θα επισκεφθώ και το εσωτερικό της εκκλησίας αυτής, που για μένα είναι επίσης θαυμάσιο και που έχει την εύνοια να είναι βυθισμένο στο παλαιό επίπεδο της πόλης. Έτσι, όταν περνάς από τον δρόμο βλέπεις μόνο το επάνω κομμάτι του και σου κεντρίζει το ενδιαφέρον.

Ένα άλλο σημείο είναι αυτό που θα αποκαλούσα ο κενός χώρος, τα σκαλιά που αναγκαστικά σε ανεβάζουν σε αυτόν για να ανέλθεις στο επίπεδο της θάλασσας ανάμεσα από τα 2 κτίρια, το παλιό και νέο, του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Ωραιότερος χειρισμός για να καθοδηγήσεις τον κόσμο, να του στερήσεις τη θέα για να του την αποκαλύψεις μετά από ένα υψηλότερο επίπεδο, δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Επίσης, διαθέτει ένα μέγεθος στο οποίο δεν είμαστε πολύ συνηθισμένοι στη Θεσσαλονίκη, καθώς είμαστε περίκλειστοι κατά κάποιο τρόπο.

Τέλος, μου ασκούν πάντα μία γοητεία και χαίρομαι που αξιοποιούνται τα κομμάτια της παλιάς εμπορικής πόλης. Κάποια στιγμή ένα λαμπρό μυαλό έκανε τον πρώτο χώρο στην οδό Κατούνη, σε έναν άδειο, σκοτεινό δρόμο που μύριζε μπαχαρικά. Εκείνη η ομάδα ήταν των ανθρώπων που είχαν φτιάξει και λειτουργούσαν το bar Bell Air. Δεν αναφέρομαι ακριβώς στο πώς εξελίχθηκαν τα Λαδάδικα αλλά και στο εμπορικό κομμάτι που βρίσκεται πάνω από την Τσιμισκή και κάτω από την Ερμού, μετά την Ίωνος Δραγούμη. Επίσης, η αξιοπρέπεια της οδού Αγίου Μηνά είναι άξια αναφοράς. Είναι μια βόλτα που μπορώ να επινοήσω, για να μπει το μυαλό μου σε μία τάξη. 

Με ενθαρρύνει το γεγονός ότι σε νεότερες ηλικίες βλέπω κάποια ίχνη ευγένειας στην καθημερινή συνύπαρξη στους δρόμους της πόλης, κάτι που σπάνιζε μέχρι πριν. Είναι συμμαζεμένη πόλη αλλά δεν παύει να είναι και μεγάλη. Και μια μεγάλη πόλη πρέπει να έχει έναν κώδικα συνύπαρξης. Και δεν βλέπω ακόμη σε πλήρη εφαρμογή έναν κώδικα συνύπαρξης στη Θεσσαλονίκη.

Αυτό που μου άρεσε πάντα εδώ ήταν και είναι η σχέση της με τη θάλασσα. Η εγγύτητα της θάλασσας και η μορφή που έχει ο συγκεκριμένος κόλπος. Δε θα με ενδιέφερε μια ανοιχτή θάλασσα σε ένα πέλαγος, μία ευθεία ή ένας ωκεανός. Δεν μπορώ να πω για παράδειγμα ότι ενθουσιάστηκα με τη σχέση της Λισαβόνας με τη θάλασσα, ίσα-ίσα που ένιωσα αμήχανα. Ωστόσο, από παιδί ακόμη, από εκείνο το παράθυρο που καθόμουν στο πατρικό της μητέρας μου στη Ραψάνη και ατένιζα το Αιγαίο, η θάλασσα για μένα σημαίνει διαφυγή. Ότι εγώ από εδώ μπορώ να φύγω. Όταν βρέθηκα σε μια πόλη της βορειοδυτικής Μακεδονίας, για το τελευταίο κομμάτι της στρατιωτικής θητείας μου, πραγματικά ήμουν σε μάχη με ένα συναίσθημα εγκλεισμού. Αυτή η σχέση με τη θάλασσα, λοιπόν, η μορφή που έχει και τα χρώματα που μπορεί να βγάλει αυτός ο ορίζοντας, είναι πραγματικά μοναδικά. Και όταν τον μήνα Γενάρη δω ξαφνικά από το γραφείο μου τα πάντα έξω να είναι ροζ, κατεβαίνω τη Γρηγορίου Παλαμά, περνάω την Μητροπολίτου Ιωσήφ και πάω να δω το παραθαλάσσιο μέτωπο από κοντά. Αυτό το θεωρούσα πάντα το μεγαλύτερο "χαρτί" της Θεσσαλονίκης.

Μέσα σε όλο αυτό υπάρχει βέβαια και ο Όλυμπος με το εκπληκτικό περίγραμμά του. Να πω, ότι όποιος έχει αναχωρήσει με πλοίο για τις Κυκλάδες, όπως συνέβαινε κάποτε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, είναι πάρα πολύ τυχερός άνθρωπος. Είναι τόσο διαφορετική αυτή η εικόνα της πόλης!