fbpixel

Search icon
Search
Matt Dillon: Μια ημέρα μαζί του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μας χάρισε πλήθος πληροφοριών για τη ζωή του
ARTS & CULTURE

Matt Dillon: Μια ημέρα μαζί του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μας χάρισε πλήθος πληροφοριών για τη ζωή του

Από την εξομολογητική συνέντευξη Τύπου και την καινοτόμα οπτκή εγκατάσταση "Interfears" στην οποία πρωταγωνιστεί μέχρι τη λαμπερή βραδιά της βράβευσής του με Χρυσό Αλέξανδρο


Έχει χαρακτηριστεί από τον θρυλικό κριτικό κινηματογράφου Roger Ebert ως «ο κορυφαίος ηθοποιός της γενιάς του». Ο Matt Dillon συνεχίζει μέχρι σήμερα να μαγνητίζει τη μικρή και μεγάλη οθόνη με την εντυπωσιακή παρουσία και τις αξέχαστες ερμηνείες του. Ο καταξιωμένος ηθοποιός του αμερικανικού σινεμά τίμησε με την παρουσία του το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και βρέθηκε στην πόλη μας, με αφορμή τη νέα ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί με τίτλο "Την έλεγαν Μαρία" (Being Maria, 2024), σε σκηνοθεσία της Jessica Palud. Το φιλμ έχει ως επίκεντρό του τη βασανισμένη ζωή της Maria Schneider, με τον ίδιο να υποδύεται με συγκλονιστικό τρόπο τον Marlon Brando. 

Εμείς είχαμε τη μεγάλη χαρά να τον απολαύσουμε από κοντά χθες για μια ολόκληρη ημέρα. Από τη συνέντευξη Τύπου, την οποία παραχώρησε νωρίς το μεσημέρι στην αίθουσα Σταύρος Τορνές στο λιμάνι και την καινοτόμα οπτική εγκατάσταση "Interfrears" στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, στην οποία πρωταγωνιστεί, μέχρι τη λαμπερή βραδιά της βράβευσής του με τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο και την προβολή της ταινίας "City of Ghosts", της πρώτης του σκηνοθετικής απόπειρας, το 2002. 

«Ο Marlon Brando άλλαξε την εικόνα του Αμερικανού άντρα – δεν υπήρχε πια John Wayne»

20241104-124758-01.jpeg

Σε ερώτηση του δημοσιογράφου και υπεύθυνου προγράμματος του Φ.Κ.Θ., Γιώργου Κρασσακόπουλου, ο οποίος συντόνιζε τη συζήτηση, σχετικά με την τελευταία του ταινία, όπου ενσαρκώνει τον Marlon Brando, την εποχή που εκείνος πρωταγωνίστησε στο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» του Bernardo Bertolucci, ο ίδιος δήλωσε: «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και να αρνηθώ να συμμετάσχω σε αυτή την ταινία. Ο Marlon Brando είναι φοβερά επιδραστικός και άλλαξε τον ρου του σινεμά πολλές φορές στην καριέρα του. Αγάπησα το σενάριο: η απεικόνιση ήταν δίκαιη και ειλικρινής. Αργότερα κάπως το μετάνιωσα γιατί ήταν πραγματικά μια πολύ δύσκολη αποστολή, δεδομένου ότι ο Marlon Brando υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, μου άρεσε αυτή η πρόκληση. Μου αρέσει να παίρνω ρίσκα στην καριέρα μου, κι αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα που έχω πάρει. Θα κοιτώ τον Brando πάντα με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, διότι μου άσκησε πραγματικά τεράστια επιρροή. Οι ηθοποιοί δεν θέλουν ποτέ να συγκρίνονται μαζί του. Κατάφερνε να παρουσιάζεται πάντα ευάλωτος και αυθόρμητος, στοιχεία που ο ίδιος και ηθοποιοί του δικού του διαμετρήματος έφεραν στο σινεμά. Η ευαισθησία αυτή είναι εγγενής στην ανθρώπινη εμπειρία και είναι φοβερά σημαντική για μένα. Ο Marlon Brando άλλαξε την εικόνα του αμερικανού άντρα – δεν υπήρχε πια John Wayne»

«Υπάρχει μια διαφορετική ικανοποίηση στις ταινίες μεγάλου μήκους: Το σινεμά είναι το καλλιτεχνικό μέσο του σκηνοθέτη»

Ως προς τη σκηνοθεσία και τα πρώτα του βήματα, δήλωσε σχετικά: «Πάντα ήθελα να σκηνοθετήσω! Είχα κάνει ορισμένα μικρά πράγματα, βίντεο κλιπ και τηλεοπτικές δουλειές. Υπάρχει όμως μια διαφορετική ικανοποίηση στις ταινίες μεγάλου μήκους: το σινεμά είναι το καλλιτεχνικό μέσο του σκηνοθέτη. Οι ερμηνείες και το σενάριο είναι επίσης φοβερά σημαντικά, αλλά η σκηνοθεσία είναι το μέσο σε μια σχετικά νέα τέχνη όπως είναι ο κινηματογράφος. Ήθελα πάντα να σκηνοθετήσω και η συγκεκριμένη ταινία ήταν μια ιδέα που φίλτραρα εδώ και αρκετό καιρό, βασισμένη σε πραγματικές ιστορίες από ορισμένες σκιώδεις προσωπικότητες που είχα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη. Τη γύρισα στην Καμπότζη, μια χώρα με μηδενικές κινηματογραφικές υποδομές εκείνη την εποχή, τα πράγματα όμως έχουν ευτυχώς αλλάξει από τότε. Γράψαμε το σενάριο με έναν καταπληκτικό συγγραφέα, τον Μπάρι Γκίφορντ. Έμαθα πολλά από αυτή την ταινία. Μου έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό και να εξελιχθώ με έναν άλλο τρόπο»

«Δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση πως η πρόθεση του Bernardo Bertolucci ήταν να δημιουργήσει κάτι σαδιστικό»

Ο ίδιος απάντησε με ειλικρίνεια για τη διαβόητη σκηνή από το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι». «Χωρίς να θέλω να κακολογήσω τον  Bernardo Bertolucci, αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο κινηματογραφιστή, θεωρώ πως έκανε λάθος στην συγκεκριμένη επίμαχη σκηνή με τη Maria. Δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση πως η πρόθεσή του ήταν να δημιουργήσει κάτι σαδιστικό. Θα ήταν όμως λάθος να απλοποιήσουμε τα δεδομένα. Έχουμε πολλά στοιχεία που περιπλέκουν την υπόθεση. Η ζωή της ήταν ήδη φοβερά ασταθής λόγω του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Η εμπειρία της στο πλατό εκείνη την ημέρα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για την ίδια, να βρεθεί δηλαδή σε μια τέτοια κατάσταση. Συνεχίζω να πιστεύω όμως πως το Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι είναι ένα αριστούργημα. Η σκηνή αυτή είναι το μόνο στοιχείο στην ταινία που δεν μου αρέσει καθόλου. Ήταν ένα λάθος που δημιούργησε ένα τεράστιο τραύμα. Το τραύμα αυτό ήταν ίσως ήδη σε εξέλιξη, αλλά σίγουρα επιδεινώθηκε από αυτή την κατάσταση. Το σημείο αυτό είναι κομβικό στην ιστορία της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ολόκληρη η ιστορία της».

Η «αστυνόμευση» στις ερωτικές σκηνές 

Σε ερώτηση που αφορούσε τις δυσκολίες στις ερωτικές σκηνές και πως ο ίδιος τις διαχειρίζεται, μοιράστηκε: «Έχω γυρίσει πολλές ερωτικές σκηνές και δεν είναι ποτέ εύκολες. Πλέον, στα πλατό υπάρχει μια νέα επαγγελματική κατηγορία, ο intimacy coordinator, που αναλαμβάνει την ευθύνη για τη σωστή ψυχολογική προετοιμασία των ηθοποιών στις ερωτικές σκηνές. Ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκα με έναν τέτοιο επαγγελματία στο «Την έλεγαν Μαρία». Σε κάποιους ανθρώπους ίσως να μην αρέσει η ιδέα κάποιου είδους "αστυνόμευσης” σχετικά με το πώς να συμπεριφερθούν. Ωστόσο, ο intimacy coordinator παρέχει σε όλους ένα ασφαλές πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει περισσότερες δυνατότητες».

«Ο Γιώργος Λάνθιμος μπορεί να είναι Έλληνας, αλλά ανήκει σε όλους μας» 

Από τη συζήτηση με τους δημοσιογράφους, δεν έλειψε η ερώτηση σχετικά με τη γνωριμία και τη συνεργασία με τον δικό μας Γιώργο Λάνθιμο. «Ήμουν στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ μου στην Κούβα, όταν με ειδοποίησαν πως ο Λάνθιμος ενδιαφέρεται να συνεργαστεί μαζί μου για μια ταινία μικρού μήκους. Μου αρέσει η δουλειά του, είναι ένας καταπληκτικός κινηματογραφιστής, μία από τις ελάχιστες πραγματικά ιδιαίτερες κινηματογραφικές φωνές παγκοσμίως. Είναι φοβερή ευκαιρία για έναν ηθοποιό να συνεργαστεί μαζί του. Κάναμε τα γυρίσματα στο Μεξικό. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη σκηνή που έπρεπε να φάω ένα βραστό αυγό. Κατέληξα να τρώω δυο ντουζίνες, σαν τον Πολ Νιούμαν στο Cool Hand Luke. Ο Γιώργος είναι φανταστικός και ξέρει ακριβώς τι ψάχνει. Εγώ κάποιες φορές δυσκολευόμουν να καταλάβω. Νιώθω ότι ακόμη δεν είμαι σίγουρος για τι πράγμα μιλάει η ταινία. Θέλω όμως να ξαναδουλέψω μαζί του, είναι φανταστικός, και είστε τυχεροί ως Έλληνες να έχετε έναν τόσο μεγάλο δημιουργό. Για την ακρίβεια, ο Γιώργος Λάνθιμος μπορεί να είναι Έλληνας, αλλά ανήκει σε όλους μας».

Η συνεργασία με τον Δανό καλλιτέχνη Jesper Just

O δημοφιλής ηθοποιός συζήτησε και για τη συνεργασία του με τον Δανό καλλιτέχνη Jesper Just, στην οπτική εγκατάσταση του ίδιου Interfears, πρωταγωνιστεί. «Με το που γνωριστήκαμε στο Βερολίνο, ταιριάξαμε αμέσως. Μείναμε σε επαφή και μοιράστηκε μαζί μου την ιδέα του: να κινηματογραφήσει τον εγκέφαλό μου μέσα σε έναν μαγνητικό τομογράφο, την ώρα που εγώ θα υποδυόμουν έναν ρόλο. Δεν ήμουν σίγουρος για την απάντηση. Είναι ενδιαφέρον να εξετάζεις τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο Γέσπερ μου ξεκαθάρισε ότι δεν κάνουμε τίποτα επιστημονικό, γιατί δεν σκόπευε να εξετάσει πολλά άτομα αλλά μονάχα εμένα. Ήταν μια αμιγώς καλλιτεχνική απόπειρα. Όταν γύριζα μια ταινία με τον Fernando Trueba στο Πήλιο, επικοινώνησε ξανά μαζί μου και μου πρότεινε να κάνουμε το γύρισμα στο Παρίσι, σε ένα ιατρικό ινστιτούτο.  Εγώ είμαι φοβερά κλειστοφοβικός και προσπαθούσα να τον πείσω να συνεργαστεί με κάποιον άλλον – για παράδειγμα, με τη φίλη μου Charlotte Gainsbourg. Αυτός ήταν όμως ανένδοτος: έπρεπε να είμαι εγώ. Τελικά, ήταν συγχρόνως ένα πείραμα και ένα πραγματικό έργο τέχνης. Ο επιβλέπων γιατρός, μάλιστα, κατάφερε να ελέγξει τον εγκέφαλό μου, λέγοντάς μου πως έχω έναν φανταστικά υγιή εγκέφαλο. Τον ρώτησα αν έχω έναν έξυπνο εγκέφαλο και εκείνος μου επανέλαβε πως είναι ένας φοβερά υγιής εγκέφαλος", αστειεύτηκε σχετικά. Επιπλέον, συμπλήρωσε πως παραβρέθηκε στην πρεμιέρα του Interfears στη Δανία, στην οποία προσκάλεσε και τον Lars von Trier, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στην ταινία Το σπίτι που έχτισε ο Jack. 

«Νιώθω πολύ ελεύθερος να ανακαλύψω νέες εμπειρίες. Το να ασχολείσαι με πολλά διαφορετικά πεδία σε διατηρεί νέο»

Η διαχρονική του αγάπη για τη ζωγραφική αποτέλεσε ακόμη ένα σημείο της κουβέντας με τους δημοσιογράφους. Ο ίδιος παραδέχθηκε: «Προέρχομαι από μια οικογένεια με πλούσια οπτικά ερεθίσματα. Όλη μου η παιδική ηλικία περιστρεφόταν γύρω από το σχέδιο και τη ζωγραφική. Είναι κάτι το οποίο το εξασκούσα περιοδικά, ενώ οκτώ χρόνια πριν άρχισα να το κάνω πιο συστηματικά. Μου αρέσει να σχεδιάζω, να κάνω κολάζ, να γράφω ποίηση. Κάποιες φορές χρειάζομαι ένα διάλειμμα και σταματώ. Όλες αυτές είναι δημιουργικές διεργασίες, οι οποίες μοιράζονται και πολλά κοινά στοιχεία. Κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί σε ένα μόνο πράγμα. Άλλοι πάλι κάνουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Εγώ ανήκω στους δεύτερους, και έτσι νιώθω πολύ ελεύθερος να ανακαλύψω νέες εμπειρίες. Το να ασχολείσαι με πολλά διαφορετικά πεδία σε διατηρεί νέο»

«Θα σας πω απλώς πως ψήφισα την Kamala Harris»

Από το σκηνικό των συζητήσεων μια ενδιαφέρουσα ερώτηση αποτέλεσε και αυτή αναφορικά με την ψήφο του στις αμερικανικές εκλογές, με τον ίδιο να απαντά αμέσως. «Φυσικά και ψήφισα! Χωρίς να μπούμε σε μια μακρά συζήτηση για την πολιτική και τις απόψεις μου, θα σας πω απλώς πως ψήφισα την Kamala Harris. Αυτή είναι η επιλογή μου και νιώθω άνετα με αυτό, τη θεωρώ την καλύτερη υποψήφια».

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο ίδιος μας συνάντησε στο Πειραματικό Κέντρο Τεχνών του MOMus στο λιμάνι, για να απολαύσουμε μια μοναδική εμπειρία χάρη στην οπτική εγκατάσταση "Interfears" στην οποία πρωταγωνιστεί. Ο ίδιος κατέφθασε μαζί με τον Δανό δημιουργό του έργου, Jesper Just.

Ένας διαφορετικός μονόλογος

20241104-174421-01.jpeg

Πρόκειται για ένα φιλμ του 2023, στο οποίο ο Just εξερευνά τη συναισθηματική τοπογραφία του εγκεφάλου του ηθοποιού. Ενσωματωμένος σε έναν σαρωτή fMRI, ο Dillon απαγγέλλει έναν μονόλογο, ενώ το μηχάνημα καταγράφει και παρουσιάζει τα εγκεφαλικά του κύματα σε δισδιάστατες και τρισδιάστατες αναπαραστάσεις. Συνδυάζοντας τις αναπαραστάσεις συναισθημάτων με την τεχνολογία fMRI, η ταινία στρέφει ένα κλινικό βλέμμα στα συναισθήματα ως πολιτισμικά τεχνουργήματα και στις συναισθηματικές αναπαραστάσεις ως τεχνητές, είτε παίζονται από έναν ηθοποιό είτε απεικονίζονται από μια μηχανή. 

20241104-173214.jpg

Ο ισχυρισμός ότι τα συναισθήματα παράγονται πάντα σε ένα κοινωνικοπολιτισμικά μολυσμένο περιβάλλον οδηγεί στο μείζον σημείο ότι τα συναισθήματα γενικά είναι στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό επιτελεστικά - μπορούμε να μάθουμε να τα κάνουμε σωστά και ακολουθούμε το πρωτόκολλο επειδή μας αρέσει να είμαστε αναγνώσιμοι ως συναισθηματικά υποκείμενα. Η ταινία προχωράει αυτή τη διαπίστωση παραπέρα, αφήνοντας τον ηθοποιό να παρουσιάσει έναν χαρακτήρα που δυσκολεύεται να νιώσει συναισθήματα, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί τον πραγματικό εγκέφαλο του ηθοποιού καθώς περνάει μέσα από προσποιητά συναισθήματα. Εδώ, η μυθοπλασία και η ανατομία συναντιούνται αναδεικνύοντας τις συνδέσεις μεταξύ του παιχνιδιού ρόλων και των καθημερινών επιδράσεων. Αν τα συναισθήματα είναι πολιτιστικά αντικείμενα, μπορούν να σκηνοθετηθούν και να εκτεθούν- εδώ, έρχονται ως κινούμενες εικόνες. Ο ίδιος ανέφερε για τη διαδικασία και για το πως ανταποκρίθηκε. «Ήθελε να τραβήξει κάποια πλάνα από τον εγκέφαλό μου, το συζητήσαμε και έγινε πραγματικότητα. Η ιδέα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα!»

Τιμητικός Αλέξανδρος από τη Θέμις Μπαζάκα 

20241104-202137.jpg

Γύρω στις 20:00 το ίδιο βράδυ, ήμασταν όλοι στο κατάμεστο Ολύμπιον για τη βράβευση του θρυλικού ηθοποιού με τον Χρυσό Αλέξανδρο. Ο ίδιος αμέσως μετά την παραλαβή του βραβείου του, μας συγκίνησε λέγοντας: «Η πρώτη λέξη που έμαθα στα ελληνικά είναι φιλοξενία. Και αυτή είναι η εμπειρία που είχα εδώ στην Ελλάδα. Είμαι πολύ ευγνώμων που βρίσκομαι εδώ σε αυτό το πραγματικά όμορφο Φεστιβάλ και σε μία όμορφη πόλη. Είναι μεγάλη τιμή που λαμβάνω το βραβείο, σας ευχαριστώ που με προσκαλέσατε. Είμαι τόσο καλός, όσο και οι άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί. Είμαι απλά τόσο καλός, όσο οι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα. Είναι ευλογία να έχεις μια καλή καριέρα και να συνεργάζεσαι με τόσους πολλούς καλούς ανθρώπους».

Το βραβείο απένειμε στον ηθοποιό η δικιά μας Θέμις Μπαζάκα, μέλος του Δ.Σ. του κινηματογραφικού θεσμού, με την ίδια να τον υποδέχεται με αγκαλιά στη σκηνή και χαμόγελα! Μετά την απονομή του τιμητικού Χρυσού Αλέξανδρου προβλήθηκε η ταινία «Πόλη των φαντασμάτων» (City of Ghosts, 2002), η οποία σηματοδότησε το ντεμπούτο του Dillon ως σκηνοθέτη και ως σεναριογράφου.