Βρισκόμαστε σχεδόν οκτώ μήνες μετά την ταυτοποίηση του πρώτου θετικού κρούσματος στην πόλη και στη χώρα μας, οκτώ μήνες κατά τη διάρκεια των οποίων είδαμε τη ζωή μας να αλλάζει ριζικά σε πολλούς και βασικούς τομείς της. Οκτώ μήνες στους οποίους βιώσαμε καταστάσεις που σε αρκετές περιπτώσεις έμοιαζαν με ταινία επιστημονικής φαντασίας. Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος, το βάρος για τον έγκαιρο εντοπισμό και τη διάγνωση πιθανών κρουσμάτων στη Βόρεια Ελλάδα ήταν μεγάλο. Η ιστορία γνωστή σε όλους μας και η επιτυχία περιορισμού του ιού στη χώρα μας αρκετά μεγάλη.
Αυτήν τη στιγμή είμαστε στην έναρξη ή ακόμη και στη διάρκεια, θα έλεγε κανείς, του δεύτερου κύματος και η αγωνία και οι προσπάθειες περιορισμού είναι συνεχείς και μεγάλες. Ο δύσκολος χειμώνας που βρίσκεται προ των πυλών, τα μέχρι τώρα νούμερα, ανησυχητικά και απογοητευτικά πολλές φορές, προμηνύουν δυσοίωνες εξελίξεις. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Θεσσαλονίκη, η πόλη μας, αντιστέκεται και φαίνεται να τα καταφέρνει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Αν προσπαθήσει να βάλει κάποιος στο μικροσκόπιο και να αναλύσει τα δεδομένα που πιθανώς να οδήγησαν στη μέχρι τώρα καλή πορεία της πόλης μας, θα οδηγηθεί σε κοινωνικούς, οικονομικούς, αλλά και λόγους γεωγραφίας της περιοχής. Καταρχάς, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης είναι αναλογικά πολύ μικρότερος από αυτόν της πρωτεύουσας, όπου ζουν πάνω από 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Δεν είναι όμως μόνο οι αριθμοί και το μέγεθος που διαφέρει, αλλά και το γεγονός ότι ο πληθυσμός της πόλης είναι σχετικά πιο ομοιόμορφος κοινωνικά και οικονομικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερη σε γενικές γραμμές συμμόρφωση στα μέτρα προστασίας. Παράλληλα, τα πολλά μέσα μεταφοράς, όπως μετρό και τραμ, που διαθέτει η Αττική, ευνόησαν στην υπερμετάδοση του ιού, με τους κατοίκους εκεί να είναι εκτεθειμένοι πολλές ώρες σε μεγάλο συγχρωτισμό. Επίσης, το φαινόμενο συνωστισμού, κυρίως μεταναστών σε πλατείες, είναι συχνότερο κι εντονότερο στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, κάτι που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τον έλεγχο, την τήρηση των μέτρων και κατά συνέπεια τον περιορισμό της διασποράς του ιού.
Αλλά και η γεωγραφία της πόλης μας βοήθησε αυτήν τη φορά. Το Εργαστήριο Αναφοράς της Β. Ελλάδος κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού δεχόταν καθημερινά έναν πολύ μεγάλο αριθμό δειγμάτων που προερχόταν από τα σύνορα του Προμαχώνα. Θεωρώ ότι μετά τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα που είδαμε, η αντίδραση της πολιτείας ήταν άμεση με κλείσιμο των συνόρων και απαγόρευση εισόδου τουριστών από χώρες με ιδιαίτερα υψηλό επιδημιολογικό φορτίο. Αλλά και στη Χαλκιδική, στον προσφιλή τουριστικό προορισμό των Θεσσαλονικέων αλλά και των Βαλκανίων, όταν η κατάσταση πήγε να ξεφύγει κυριολεκτικά, τέθηκαν σε ισχύ άμεσα περιοριστικά μέτρα, κάτι που βοήθησε να σβήσει γρήγορα η «φωτιά» που πήγε να ανάψει.
Η ασυμπτωματική φορεία και η διασπορά πολλές φορές μέσω αυτής είναι κάτι το ιδιαίτερα ανησυχητικό, πιστεύω όμως ότι ο κόσμος παρά την ψυχική κυρίως κούραση που έχει επιφέρει η πανδημία, βρίσκεται πλέον σε εγρήγορση, πιο ενημερωμένος και λιγότερο χαλαρός απ’ ό,τι στο πρώτο κύμα. Και παρά τον χαμηλό προς το παρόν αριθμό κρουσμάτων, η τοπική μας κοινωνία δε θα πρέπει να εφησυχάζεται, αλλά να τηρεί πιστά τα μέτρα προστασίας, έτσι ώστε αυτό το κείμενο που διαβάζετε να συνεχίσει να είναι επίκαιρο κι έγκυρο ακόμη και λίγους μήνες μετά!
Bio
H Γεωργία Γκιούλα είναι αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιατρικής Μικροβιολογίας, Ιατρικού Τµήµατος, Α.Π.Θ., µέλος του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Γρίπης Β. Ελλάδος-επίσηµο Ευρωπαϊκό Κέντρο Εκπαίδευσης Γρίπης του European Centre for Disease Prevention and Control (ECDC)-, µέλος του GISN (Global Influenza Surveillance Network) κι εκπρόσωπος στο ECDC και του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας και υπεύθυνη του Ηπατολογικού Εργαστηρίου, της Β’ Παθολογικής Κλινικής Α.Π.Θ., ΓΝΝΘ «Ιπποκράτειο»| ggioula@auth.gr