Καμιά φορά οι προσδοκίες που έχουμε από μια ταινία, είτε βλέποντας το καστ, είτε παρακολουθώντας το trailer, μπορεί να μας κάνουν να ανυπομονούμε να τη δούμε ή απλώς να την απορρίψουμε και να πατήσουμε next. Έπειτα, όταν πάρουμε την απόφαση να επισκεφτούμε την αίθουσα για να την απολαύσουμε, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να μας κάνει να... πετάξουμε στον ουρανό ή να μας ρίξουν στα τάρταρα! Βέβαια, κατά τη δική μου γνώμη, δεν υπάρχει χειρότερο –κινηματογραφικό- συναίσθημα από μια μέτρια ταινία. Όταν κάτι σας αρέσει ή το απεχθάνεστε, αισθάνεστε βεβαιότητα για το συναίσθημα αυτό και κατ’ επέκταση αυτοπεποίθηση για την εκάστοτε άποψή σας. Όταν, όμως, κάτι μοιάζει μέτριο και χλιαρό, φαίνεται πως κάτι πάει λάθος -αλλά δεν ξέρετε ή δεν μπορείτε να διευκρινίσετε ακριβώς τι είναι.
Αυτό έπαθα κι εγώ όταν είδα τις Χήρες. Όταν άκουσα τη Viola Davis και τον Liam Neeson στους πρωταγωνιστές στην αρχή ενθουσιάστηκα. Η υπόθεση μου φάνηκε ενδιαφέρουσα και δεν το σκέφτηκα πολύ. Μόλις κυκλοφόρησε έκλεισα κατευθείαν εισιτήριο. Ωστόσο, δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα....
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Τοποθετημένο στο Σικάγο του σήμερα, μέσα σε μια περίοδο αναταραχής, το φιλμ αφορά τέσσερις γυναίκες που δεν έχουν τίποτα κοινό, εκτός από ένα χρέος που αφήνεται στις πλάτες τους από τις εγκληματικές δραστηριότητες των νεκρών συζύγων τους. Αποφασίζουν, λοιπόν, να πάρουν τη μοίρα στα χέρια τους κι ενώνουν τις δυνάμεις τους, ώστε να σφυρηλατήσουν ένα μέλλον σύμφωνα με τους δικούς τους όρους.
Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Steve McQueen, ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε την ταινία 12 χρόνια σκλάβος και για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας το 2014. Ακόμα, θα βρείτε την υπογραφή του πίσω από τις ταινίες Hunger και Shame, με πρωταγωνιστή τον Michael Fassbender, για τις οποίες επίσης δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές! Στις Χήρες μάλιστα, συμμετείχε και στη συγγραφή του σεναρίου, μαζί με την εξαιρετική συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Gillian Flynn. Τα βιβλία της, Το κορίτσι που εξαφανίστηκε και τα Αιχμηρά Αντικείμενα, έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με μεγάλη επιτυχία.
Αναφορικά με το καστ, όταν βλέπετε το όνομα της Viola Davis να φιγουράρει στους πρωταγωνιστές, δε γίνεται να μην προσθέσετε την οποιαδήποτε ταινία στη λίστα με τα must watch σας. Η Davis ενσαρκώνει τη Veronica, μια γυναίκα με αυστηρό προφίλ που μετά τον θάνατο του εγκληματία συζύγου της, Harry, τον οποίο ενσαρκώνει ο Liam Neeson, αποφασίζει να απαλλαγεί από τα βάρη που της άφησε πίσω. Έτσι, μαζί με τις υπόλοιπες χήρες, Linda και Alice που ενσαρκώνουν οι Michelle Rodriguez και Elizabeth Debicki αντίστοιχα, συνωμοτούν για να εφαρμόσουν ένα σχέδιο που οι άνδρες τους σίγουρα θα θαύμαζαν (και αδιαμφισβήτητα δε θα περίμεναν να τολμήσουν). Σε ρόλο μικρότερου βεληνεκούς βλέπουμε και τον Colin Farrell που υποδύεται έναν φιλόδοξο πολιτικό που περνάει τη δική του Οδύσσεια με τον πατέρα του και την ανερχόμενη, αντίπαλη πολιτική κάστα.
Σε εξίσου μικρότερο ρόλο, εντοπίζουμε και τον Daniel Kaluuya, τον οποίο πιθανότατα γνωρίζετε από τις ταινίες Get Out και Black Panther. Στις Χήρες, υποδύεται τον αδερφό του πολιτικού αντιπάλου του Farrell και τον υποδύεται καλά. Η ερμηνεία του ανταποκρινόταν επ’ ακριβώς στο ρόλο και προσέδιδε δυναμική σε κάθε σκηνή που εμφανιζόταν. Σε αντίθεση με την ερμηνεία του Farrell που με απογοήτευσε, καθώς ήταν αρκετά χλιαρή και άτονη, ακόμα και στις σκηνές που απαιτούσαν έναν επιπλέον συναισθηματισμό.
Χλιαρές ήταν και οι ερμηνείες των υπόλοιπων συντελεστών -πλην της Davis- γεγονός που απομάκρυνε τον θεατή από το να δεθεί μαζί τους και να τους κατανοήσει. Ο Neeson στα μάτια μου, μοιάζει να μην έχει ξεπεράσει το προφίλ του ατρόμητου από τις ταινίες Taken, κι ενώ τον βλέπουμε ελάχιστα και διάσπαρτα στην ταινία, απογοητεύει. Η Davis έτρεξε μόνη της, κι ενώ οι χαρακτήρες είχαν κάποιο ενδιαφέρον και βάθος, ερμηνευτικά δεν αποδόθηκαν σωστά.
Η πλοκή για μεγάλο διάστημα είναι τόσο αφόρητα αργή, που καταλήγει κουραστική. Πρόκειται για μια ταινία που θέλει να βγάλει προς τα έξω τη δύναμη των γυναικών, τη γυναικεία αλληλεγγύη και έχει μια φεμινιστική διάθεση, που είναι μια θεματική που παρατηρούμε στις ταινίες του σήμερα, αλλά σαν θεατής δεν είδα το απαραίτητο δέσιμο και τη χημεία μεταξύ των ηρώων που αναζητούσα. Μπορεί να είναι ανθρωποκεντρική και να εστιάζει στις ζωές των πρωταγωνιστών και στο πώς οι γυναίκες προσπαθούν να απαλλαγούν από τα αμαρτήματα των ανδρών τους, δεν παύει όμως, να είναι και μια ταινία που ενθαρρύνει τη δράση και το σασπένς. Αυτά τα δύο στοιχεία έλειπαν από τη μεγαλύτερη ροή της, ενώ το σενάριο έμοιαζε να έχει κάποια κενά που δεν καλύφθηκαν ούτε στο τέλος της.
Αν εξετάσουμε την σκηνοθετική ματιά, θα την χαρακτήριζα εξίσου αδύναμη και απογοητευτική, αν σκεφτεί κανείς το mastermind που βρίσκεται πίσω από αυτή. Υπήρχαν κάποιες ενδιαφέρουσες εναλλαγές στην εικόνα, αλλά και κάποιες αχρείαστες σκηνοθετικά σκηνές, που όχι μόνο δεν προσέδιδαν τίποτα στο φιλμ, αλλά έμοιαζαν άβολες και ασύνδετες με το υπόλοιπο. Η μουσική, από την άλλη, είχε ένα ενδιαφέρον και σε συνδυασμό με το σενάριο το αποτέλεσμα ήταν όμορφο και προσεγμένο.
Η ταινία έχει διάρκεια 2 ώρες και 10 λεπτά, γεγονός που λόγω της αργής ροής της κουράζει τον θεατή και απλά τον κάνει να αδημονεί να τελειώσει, όχι γιατί περιμένει την κάθαρση που ζητά, αλλά γιατί πιθανότατα, βαρέθηκε. Ίσως αν ήταν μικρότερης διάρκειας και με λίγο πιο γρήγορο ρυθμό και περισσότερη δράση, το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό. Οι ηρωίδες μεν λαμβάνουν την κάθαρση που περιμένουμε, αλλά το τέλος μοιάζει βιαστικό και πρόχειρο. Ίσως αυτό συμβαίνει, ώστε να υπάρξει συνέχεια με δεύτερο φιλμ, αλλά με βάση τα τωρινά δεδομένα δε θα σπεύσω να αγοράσω εισιτήριο για το sequel. Και σας παροτρύνω να κάνετε κι εσείς το ίδιο!